Στη Συντροφιά των Αγγέλων, επεισόδιο 15.1 – Ο Ηγούμενος

Η εβδομάδα που ακολούθησε αυτό, που ο Σαμ και η Τζιλ ονόμασαν «Ορμπαρατινή Αποκάλυψη», ήταν πολύ δύσκολη για την Τζιλ. Εκείνη, ο Σαμ, η Πολυδόρα και ο κ. Λουκ, είχαν επιστρέψει χωρίς κόλλημα στην Πινακοθήκη, μέσω της πύλης που τους είχε φέρει αρχικά στον Ορμπαράτους. Κι όταν τον ρώτησε, ο κ. Λουκ ήταν το ίδιο μπερδεμένος με εκείνην, ως προς το γιατί ο Αζάριας νόμιζε ότι η πύλη μπορεί να εξαφανιζόταν. Η πύλη βρισκόταν, ακριβώς εκεί που την περίμεναν να είναι, κι ο Σαμ ήταν σχεδόν σίγουρος ότι βρισκόταν πάντα εκεί ή τουλάχιστον, ήταν εκεί όταν εκείνος με τον Αζάριας και την Πολυδόρα είχαν βγει από τον Λαβύρινθο. Έτσι, αμέσως μόλις η Πολυδόρα τους διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να σταθεί, μάζεψαν τη ράβδο του Αζάριας και το καλάθι με το κοράκι και επέστρεψαν στην Πινακοθήκη, χωρίς να χάσουν άλλο χρόνο.

Όταν έφτασαν εκεί, όλα έδειχναν ίδια, όπως τα είχα αφήσει. Μόνο η μέρα είχε προχωρήσει και δεν ήταν πια πρωί. Για την ακρίβεια, η μέρα κόντευε να τελειώσει. Η Τζιλ έδωσε το δαχτυλίδι και την κάπα της στον κ. Λουκ, έβαλε το παλτό της και γύρισε βιαστικά στο σπίτι. Ήταν εξουθενωμένη, αλλά επέστρεψε πάνω στην ώρα του δείπνου. Ήταν και πολύ πεινασμένη, έτσι πέρασε πολύ ώρα τρώγοντας, πριν συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε πει ούτε μια κουβέντα στη μητέρα της από την ώρα που γύρισε.

«Καλά! Έχω να σε δω να τρως τόσο από πέρσι τον Ιούλιο, που γύρισες απ’ τη κατασκήνωση!» είπε η Ήβη. «Περάσατε καλά με τον Σάμ σήμερα; Που είπαμε ότι είχατε πάει; Σε μια γκαλερί τέχνης;»

Η Τζιλ είδε τότε, πως το πιάτο της ήταν άδειο. Κοίταξε από το παράθυρο της κουζίνας και είδε τους κορυδαλλούς να τσιμπολογάνε στην ταΐστρα καθώς το φως χανόταν. Σκέφτηκε το κοράκι. «Ναι, μαμά. Ήταν ένα είδος γκαλερί, αλλά και στούντιο ζωγραφικής» απάντησε. «Ο ιδιοκτήτης, ο κ. Λουκ, είναι καλλιτέχνης και πολύ καλός άνθρωπος. Μου είπε να σου πω, ότι είσαι ευπρόσδεκτη να τον επισκεφτείς κι εσύ, όποτε θέλεις. Αλλά η μέρα ήταν…να…σίγουρα ενδιαφέρουσα!». Ήταν το καλύτερο που μπορούσε να σκεφτεί να πει η Τζιλ.

«Από τον τρόπο που έφαγες, πρέπει να ήσουν όρθια όλη την ώρα! Φάγατε κάτι για μεσημεριανό; Κι αυτός ο καλλιτέχνης – πώς είπες το όνομα του;»

«Ο κ. Λουκ. Λουκ Λέστερ».

«Δεν σας έδωσε τίποτα να φάτε ο κύριος Λέστερ,;»

«Μα ναι, μας έδωσε! Μας έφτιαξε ένα υπέροχο τσάι, με όλα τα καλά. Όπως το είχαμε πιεί, τότε που πήγαμε στην Αγγλία! Βλέπεις, ο κ. Λουκ έχει σπουδάσει στην Οξφόρδη. Α, έχω και την κάρτα του. Θα σου τη φέρω να δεις. Νομίζω ότι θα σου αρέσουν οι πίνακες του!».

«Αυτό μάλλον σημαίνει ότι ζωγραφίζει παραμύθια, ε;» χαμογέλασε η Ήβη. «Εντάξει, καλήμου. Όμως, πώς τον γνωρίζει ο Σαμ;»

«Ο Σαμ τον βοηθάει πολύ τακτικά στην γκαλερί. Ένα είδος εθελοντή, νομίζω».

«Χαίρομαι, που στον γνώρισε ο Σαμ. Μου αρέσει ο Σαμ. Νομίζω ότι είναι πολύ καλό παιδί. Και χαίρομαι που έφτασε σπίτι του ασφαλής χτες βράδυ, μετά από όλα εκείνα τα φοβερά ουρλιαχτά!»

«Χτες βράδυ!» σκέφτηκε η Τζιλ. «Όλα αυτά έγιναν μόλις χτες βράδυ;!» Έμοιαζε σαν να έχουν περάσει αιώνες από τη φασαρία στη βιβλιοθήκη.

Ο Σαμ και κ. Λουκ της είχαν πει ότι ο χρόνος κυλάει διαφορετικά στους άλλους κόσμους. Έτσι, δεν ήταν παράξενο, που εκείνο το βράδυ η Τζιλ κοιμήθηκε τόσο βαθιά, σαν να είχε να κοιμηθεί μια ολόκληρη βδομάδα. Η μητέρα της παιδεύτηκε να την ξυπνήσει την άλλη μέρα για να πάνε στην εκκλησία και όταν άνοιξε τα μάτια της κοίταξε γύρω της αγριεμένα, σαν να έβλεπε το δωμάτιο της για πρώτη φορά.

«Είδες κανένα άσχημο όνειρο, γλυκιά μου;» ρώτησε η Ήβη.

«Όχι, όχι, μαμά. Απλά…απλά για μια στιγμή δεν ήξερα που είμαι, αυτό μόνο..» απάντησε η Τζιλ. Τότε, ο Φουντούκης πήδηξε πάνω στο κρεβάτι της κι άρχισε να σπρώχνει το κεφαλάκι του στα χέρια της. Η Τζιλ του έκανε τη χάρη να τον τρίψει πίσω απ’ τα γατίσια αυτιά του.

Ήταν ένα όμορφο αλλά κρύο χειμωνιάτικο πρωινό, σχεδόν μια εβδομάδα από τότε που γύρισε από τον Ορμπαράτους, και η Τζιλ κατευθυνόταν πάλι προς την Πινακοθήκη. Είδε μπροστά της το νούμερο 220, πλησίασε την πόρτα και χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Σχεδόν πριν το ακουμπήσει, άκουσε τον βόμβο της πόρτας. Την άνοιξε και ανέβηκε στον δεύτερο όροφο. Καθώς πλησίαζε την πόρτα από καθρέφτη, που οδηγούσε στον κυρίως χώρο της Πινακοθήκης, η πόρτα άνοιξε διάπλατα με φόρα. Εκεί στεκόταν η Πόλυ, φωτισμένη από τους προβολείς του εσωτερικού. Γονάτισε και αγκάλιασε την Τζιλ, σηκώνοντας την ψηλά σ’ ένα δυνατό αγκάλιασμα. Γέλασαν κι οι δυο και η Πόλυ μετέφερε έτσι την Τζιλ μέσα στο δωμάτιο και την ακούμπησε ξανά στα πόδια της. Η Τζιλ γελούσε τόσο δυνατά που έτρεχαν δάκρυα, αλλά μόλις συνήλθε κοίταξε γύρω της. Η Πινακοθήκη ήταν ακριβώς ίδια με την προηγούμενη εβδομάδα και ο κ. Λουκ φορούσε ξανά την πιτσιλισμένη με χρώμα φόρμα του. Ο Σαμ δεν φαινόταν πουθενά.

«Ω! καλώςτην! Καλωσόρισες, αγαπητή μου!» είπε ο κ. Λουκ, καθώς την πλησίαζε χαμογελώντας πλατιά. «Η Πόλυ σε αισθάνθηκε να έρχεσαι πριν πέντε λεπτά και με το ζόρι την κράτησα να μη βγει στο δρόμο να σε προϋπαντήσει! Φαντάσου τι χαμό θα ξεσήκωνε κάτι τέτοιο!»

Η Τζιλ γέλασε. «Χαίρομαι που γύρισα, κ. Λουκ! Αλλά, πού είναι ο Σαμ; Δεν θα ήτανε κι εκείνος εδώ;»

«Α, είναι ήδη με τον Πατέρα Χίλντεμπραντ» είπε ο κ, Λουκ.

«Εννοείται στη Ρώμη

«Ναι, βεβαίως! Εκεί, είναι ήδη κάπως πιο αργά στη μέρα, ξέρεις, και ζήτησε να πας να τον βρεις αμέσως μόλις μπορέσεις». «Και για να γίνει αυτό…»

Ο κ. Λουκ γύρισε και έδειξε έναν πίνακα πίσω του. «Για να γίνει αυτό, η Πόλυ έφερε αυτό το αντίγραφο ενός πίνακα του αδελφού μου του Τσαρλς. Δεν είμαι σίγουρος πότε το έφτιαξε, αλλά έχει φανεί χρήσιμο. Είναι αρκετό μεγάλο, ώστε να μπορεί κανείς να το ταξιδεύει χωρίς να χρειάζεται να πέφτει στα τέσσερα, ευτυχώς. Αυτό χρειάστηκε να το κάνω τότε που ταξίδεψα στο πρωτότυπο! Το χρησιμοποίησα την περασμένη εβδομάδα για βρω τον Αζάριας, όσο εσύ κι ο Σαμ είχατε πάει να φέρετε τον Μούνιν».

«Τον Μούνιν;» ρώτησε η Τζιλ. «Ποιος είναι ο Μούνιν;»

«Έτσι επέλεξε να ονομάσει το κοράκι που έκλεβε τα πετράδια-φύλακες ο Πατέρας Χίλντεμπραντ, μικρούλα,» είπε η Πόλυ.

“Ναι, ο Πατέρας Χίλντεμπραντ έχει αναλάβει τη φροντίδα του πλάσματος,» είπε ο Λουκ. «Φαίνεται πως ο καλός Ηγούμενος αγαπά ιδιαιτέρως τα κοράκια, κι έτσι αποφάσισε πως εκείνος θα ήταν ο πλέον κατάλληλος να το προσέχει. Ο Αδελφός Αζάριας είναι πολύ απασχολημένος με άλλα πράγματα και όλοι μαζί αποφασίσαμε, ότι μάλλον θα ήταν πολύ επικίνδυνο να κρατήσουμε το πουλί εδώ, δεδομένης της αγάπης του για τα ταξίδια στην κορνίζα.

«Ανακαλύψαμε, όμως, πώς το κάνει;» ρώτησε η Τζιλ. «Εννοώ, έχει καταπιεί κανέναν κρύσταλλο ή έχει κανέναν δεμένο κάτω από τα φτερά του, ή τί;»

«Δεν έχουμε βρει κάποια ένδειξη για κάτι τέτοιο. Μοιάζει να είναι μάλλον κάποιο παράδοξο της Φύσης, ένα πλάσμα που μπορεί να ταξιδεύει στην κορνίζα χωρίς κάποιο αντικείμενο που να το βοηθάει σε αυτό. Είναι πιθανό, άλλο ένα τέτοιο πλάσμα να είναι ο Αυλητής, αλλά δεν τον έχουμε πλησιάσει αρκετά, ώστε να μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα, ούτε και μας πρόσφερε την πληροφορία από μόνος του. Υποθέτω ότι το Σύμπαν είναι γεμάτο τέτοιες παραδοξότητες. Ο Μούνιν είναι απλώς ακόμα μία.

Αλλά γιατί “Μούνιν”; Πώς του ήρθε του Πατέρα Χίλντεμπραντ αυτό το όνομα;

«Προέρχεται, αγαπητή μου, από την βόρεια μυθολογία. Ο Χούγκιν και ο Μούνιν ήταν δύο κοράκια, που συνόδευαν τον σκανδιναβό θεό Όντιν, ή Βόταν, στις περιπλανήσεις του. Πετούσαν σε όλο τον κόσμο και του έφερναν ειδήσεις. Τα ονόματα τους στα αρχαία σκανδιναβικά σημαίνουν “Σκέψη” και “Μνήμη”. Και μιας κι αυτό το πουλί δεν έδειχνε και πολύ σκεπτικό, ο Πατέρας Χίλντεμπραντ σκέφτηκε ότι το “μνήμη” μπορεί να του ταιριάζει καλύτερα. Θυμόταν στα σίγουρα πού να πετάξει για να κλέψει τα πετράδια-φύλακες». ΟΛουκκάγχασεδυνατά.

«Αλλά θα δεις και μόνη σου την κατάσταση του, μόλις φτάσεις στη Ρώμη. Ο καλός Ηγούμενος τον έχει στο γραφείο του και προσπαθεί, κατά τα λεγόμενα του Αδελφού Αζάριας, να μάθει στο πουλί Λατινικά, αν είναι δυνατόν!»

«Στο θέμα μας, όμως. Ο Σαμ υποσχέθηκε να αφήσει ανοιχτή την πόρτα της αποθήκης, του δωματίου που απεικονίζεται στον πίνακα. Έτσι, όταν περάσεις δεν θα είναι τόσο σκοτεινά και δυσοίωνα, όσο φαίνονται στην εικόνα. Θα ήθελες να φας κάτι πριν ξεκινήσεις;»

«Όχι, ευχαριστώ. Μόλις έφαγα πρωινό! Αλλά δεν θα έρθει κανείς από τους δυο σας μαζί μου;» ρώτησε η Τζιλ, κοιτώντας με νόημα την Πολυδόρα.

Η Πόλυ χαμογέλασε. «Όχι, έχουμε ήδη μιλήσει με τον Αδελφό Αζάριας και τον Πατέρα Χίλντεμπραντ και έχουμε μάθει αρκετά,» είπε η Πόλυ δυνατά. «Τώρα είναι η σειρά σου. Θα σου αρέσει ο ηγούμενος. Είναι πολύ σοφός και πολύ ευγενικός».

«Όπως σου είπα, ο Σαμ είναι ήδη μαζί του,» είπε ο Λουκ, «και θα γυρίσετε μαζί. Παρεμπιπτόντως, αμφιβάλλω αν θα χρειαστείς να πάρεις μαζί σου σοκολάτα. Ο Πατέρας Χίλντεμπραντ έχει μερικές από τις καλύτερες που θα μπορούσες να γευτείς ποτέ σου. Φίνα ιταλική σοκολάτα και σε μεγάλες ποσότητες! Είμαι σίγουρος ότι ο Σαμ έχει ήδη κάνει τις προμήθειές του».

Η Τζιλ άφησε την Πόλυ να την οδηγήσει μέχρι τον πίνακα. Ο κ. Λουκ έφερε το δαχτυλίδι της με τον κρύσταλλο από το χρηματοκιβώτιο στον τοίχο και της το έδωσε. «Όταν επιστρέψεις, θα σου έχουμε μάλλον μια έκπληξη,» είπε και της έκλεισε το μάτι, Η Τζιλ έβαλε το δαχτυλίδι, το έστριψε ώστε να ακουμπάει ο κρύσταλλος στο δέρμα της και παρατήρησε με ευχαρίστηση, ότι το φως στον πίνακα μπροστά της άλλαξε. Έστειλε ένα τηλεπαθητικό “τα λέμε!” στη Πόλυ και μπήκε μέσα στον πίνακα.

Στην άλλη μεριά δεν ήταν κατασκότεινα, όμως η Τζιλ ήταν αρκετά ζαλισμένη όταν έφτασε στη αποθήκη. Σχεδόν αμέσως, άκουσε φωνές έξω απ’ την πόρτα, μαζί με κάποια κρωξίματα. Σταθεροποιήθηκε στον τοίχο για μια στιγμή, κι όταν αισθάνθηκε ικανή να περπατήσει, πλησίασε την πόρτα και κρυφοκοίταξε στο γραφείο του Πατέρα Χίλντεμπραντ. Χτύπησε δυo φορές στο περβάζι της πόρτας.

«Α, αυτή πρέπει να ‘ναι,» είπε μια ζεστή φωνή, και σύντομα ο Σαμ και ο Πατέρας Χίλντεμπραντ την βοηθούσαν να βγει στο απογευματινό, ιταλιάνικο φως.

«Καλωσόρισες στη Ρώμη, αγαπητή μου,» είπε ο Ηγούμενος. «Είμαι ο Πατέρας Χίλντεμπραντ».

 

Για το πρωτότυπο: http://jefmurray.com/framerunners/uncategorized/in-the-company-of-angels-episode-15-1-the-abbot/