Οι δύο μελαμψοί άντρες είχαν μόλις φτάσει στην κορφή της σκάλας κινδύνου, όταν άκουσαν μια δυνατή κλαγγή στην πλατφόρμα από κάτω τους. Ακούστηκε σαν κάποιος να είχε χτυπήσει το μέταλλο των σκαλιών με έναν σωλήνα. Άφησαν τα δοχεία τους με το καύσιμο κάτω και κόλλησαν στον τοίχο, ελπίζοντας πως αν ήταν κάποιος από κάτω τους στο στενό, δεν θα τους πρόσεχε. Μετά από λίγο, κοίταξαν προσεκτικά κάτω αλλά δεν φαινόταν κανείς. Το φορτηγάκι που τους είχε φέρει βρισκόταν στην άκρη του στενού και δεν υπήρχε ίχνος από κανέναν άλλο. Έβγαλαν ένα αναστεναγμό ανακούφισης και στράφηκαν για να δουν αν θα μπορούσαν να διαρρήξουν κάποιο από τα παράθυρα στο πλατύσκαλο.
Υπήρχαν δύο παράθυρα, και τα δύο με αντανακλαστικό τζάμι. Κανένα δεν ήταν πολύ μεγάλο, αλλά οι δυο άντρες πίστευαν ότι αν άνοιγαν ένα, θα τα κατάφερναν να γλιστρήσουν μέσα εύκολα. Ο πιο μικρόσωμος έβγαλε μια θήκη εργαλείων από την τσέπη της φόρμας του, την ξεδίπλωσε στο πλατύσκαλο και άρχισε να εξετάζει το πλαίσιο των παραθύρων.
«Μην το σπάσεις αν δεν χρειάζεται, Πάβελ,» είπε ο πιο μεγαλόσωμος. «Δεν θέλουμε να τραβήξουμε την προσοχή κανενός μέχρι να μπει η φωτιά».
Ο Πάβελ κατένευσε. Ήταν έτοιμος να δοκιμάσει να ανοίξει το πλαίσιο με ένα σκαρπέλο, όταν άκουσαν ξανά την κλαγγή από κάτω.
«Τι στο καλό;!» είπε ο μεγαλόσωμος. Αυτή τη φορά δεν ήταν προσεκτικός. Κοίταξε πάνω από το κάγκελο προς τον 2ο όροφο. Του φάβηκε, πώς είδε κάποιον να κινείτε, αλλά δεν ήταν σίγουρος. «Μείνε εδώ κι άνοιξε αυτό το παράθυρο. Πάω να δω ποιός είναι εκεί κάτω». Τράβηξε ένα Γκλοκ από τη θήκη μέσα στο πουκάμισο του και πέρασε έναν σιγαστήρα στην κάνη.
«Άχμεντ, θυμήσου, αν χρειαστεί να πυροβολήσεις, προσπάθησε να μη σπάσεις κανένα τζάμι. Οήχοςταξιδεύει…»
«Ναι, ναι, ξέρω. Απλά, άνοιξε το παράθυρο» είπε ο Άχμεντ. Κατέβηκε τα σκαλιά με μεγάλη προσοχή μέχρι το πλατύσκαλο του 2ου ορόφου. Κοίταξε προσεκτικά το παράθυρο. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι ότι είχε ανοιχτεί και δεν έβλεπε κανένα τρόπο να το ανοίξει εκείνος. Έβαλε το χέρι πάνω από το μάτια του για να κόψει το φως κι έβαλε το πρόσωπο του κοντά στο τζάμι, προσπαθώντας να διακρίνει οτιδήποτε στο σκοτάδι μέσα. «Τίποτα», σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια του. Με το όπλο να κρέμεται χαλαρά από το χέρι του, γύρισε να επιθεωρήσει τα τριγύρω κτίρια.
Ο Πάβελ είχε μόλις τοποθετήσει καλά το σκαρπέλο του στο πλαίσιο του παραθύρου, όταν άκουσε μια μικρή κραυγή και τον ήχο πάλης από κάτω του. Ακολούθησε η κλαγγή μετάλλου σε μέταλλο. Πετάχτηκε όρθιος κι έσκυψε πάνω από το κάγκελο. Ο Άχμεντ δεν φαινόταν πουθενά, αλλά ο Πάβελ αναγνώρισε το όπλο του πεσμένο στο πλατύσκαλο. Έβαλε το εργαλείο του στη θήκη και, βρίζοντας, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα κινδύνου. Όταν έφτασε στο πλατύσκαλο του 2ου ορόφου, το όπλο είχε κι αυτό εξαφανιστεί.
Ο Πάβελ άρχισε να ιδρώνει. Κοίταξε αγριεμένος γύρω και κάτω. Όλα ήταν ακριβώς όπως τα είχαν δει ανεβαίνοντας τη σκάλα. Κοίταξε στο στενό. Το φορτηγάκι ήταν ακόμα εκεί, δόξα τω θεώ! Κούνησε το κεφάλι του. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, εκτός από το να συνεχίσει τη δουλειά του στο παράθυρο και να ελπίζει ότι ο Άχμεντ θα εμφανιζόταν ξανά. Ανέβηκε πάλι στον 3ο όροφο και σταμάτησε απότομα. Τα εργαλεία του έλειπαν! Κι όχι μόνο αυτό. Έλειπα και τα δυο δοχεία με το καύσιμο.
o o o
Οι δύο άντρες μέσα στο κλιμακοστάσιο της Πινακοθήκης είχαν φτάσει στην πόρτα με επιφάνεια καθρέφτη, που οδηγούσε στον κύριο όροφο. Ο ένας ήταν γεροδεμένος με ξανθά μαλλιά. Ο άλλος, εξ ίσου δυνατός, με ένα μεγάλο, πυκνό, μαύρο μούσι.
«Εξακολουθώ να πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερο να απλώσουμε αυτό το πράγμα στον πρώτο όροφο. Οι φωτιές κινούνται προς τα πάνω, όχι προς τα κάτω,» είπε ο ξανθός.
«Πρέπει πρώτα να πάρουμε τα πετράδια, ηλίθιε, μετά να λαμπαδιάσουμε το μέρος,» είπε ο Μαυρογένης.
«Πόσα λες να πιάνουνε τούτα τα πετράδια, ε, Μπλάκυ;»
Ο Μπλάκυ κούνησε το κεφάλι του και γρύλλισε. «Μην κάνεις σχέδια που θα μετανιώσουμε, σύντροφε. Δεν θέλουμε να τα βάλουμε με τον Αγίμ. Αν το κάνεις αυτό….» πέρασε το δάχτυλο από το λαιμό του. «Πετράδια πρώτα, φωτιά μετά».
Έστρεψαν ξανά την προσοχή τους στην πόρτα. Ο Μπλάκυ έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε τα διαρρηκτικά εργαλεία του. Ο ξανθός στάθηκε στο πλάι με τα χέρια σταυρωμένα και τον κοίταζε. Ξαφνικά, οι δυο άντρες άκουσαν την κάτω πόρτα να ανοίγει. Κάποιος ήταν από κάτω τους και σφύριζε ένα χαρούμενο σκοπό. Ο ξανθός έσκυψε από το παραπέτο και είδε έναν ψηλό άντρα, με μούσι και γκρίζα μαλλιά, να κλείνει την πόρτα του δρόμου πίσω του.
«Παρακαλώ;» είπε ο ξανθός.
«Α, γεια σας, εκεί πάνω! Μπορώ να σας βοηθήσω; Δεν είναι κανείς άλλος εδώ για την ώρα, φοβάμαι».
«Εμείς..εμ..ήρθαμε να κάνουμε κάτι επισκευές. Κάποιος μας κάλεσε και είπε ότι υπάρχει μια κλειδαριά που θέλει φτιάξιμο. Μπορείτεναμαςανοίξετε;»
«Α, μα όχι, δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό, σωστά; Δεν θα ήταν σωστό! Όχι, λυπάμαι, όποιος σας κάλεσε, μάλλον έκανε λάθος. Θαπρέπεινασαςζητήσωναφύγετετώρα».
«Ναι, αλλά θα πρέπει να πληρωθούμε πριν φύγουμε,» είπε ο ξανθός. Σκούντηξε τον Μπλάκυ, που γρύλλισε και χαμογέλασε.
«Όχι, καμία πληρωμή. Και αυτή είναι η τελευταία σας προειδοποίηση. Φύγετε τώρα, αλλιώς δεν θα είμαι υπεύθυνος για τις συνέπειες».
«Α, ναι, ε;! Το λοιπόν, δε φεύγουμε, παππούλη, αλλά ούτε κι εσύ!» είπε ο ξανθός. Τράβηξε ένα όπλο και σημάδεψε τον Αζάριας.
Ξαφνικά, ο ξανθός άκουσε μια φωνή στο μυαλό του να λέει «ο Μπλάκυ θα σε προδώσει». Ο ξανθός κούνησε το κεφάλι του κι αναρωτήθηκε από πού του ήρθε αυτή η ιδέα. «Δείξε μου τα χέρια σου» είπε. Ο Αζάριας σήκωσε τα χέρια του ψηλά.
«Μόλις κατέβεις κάτω, ο Μπλάκυ θα σας σκοτώσει και τους δύο,» είπε η φωνή στο κεφάλι του ξανθού. Κοίταξε νευρικά πίσω του τον Μπλάκυ, όμως ο συνεργάτης του εξακολουθούσε να προσπαθεί να ανοίξει την κλειδαριά της πόρτας. Γύρισε να κοιτάξει πάλι κάτω στην είσοδο, και ο Αζάριας είχε εξαφανιστεί.
«Έι!» φώναξε ο ξανθός. «Γύρνα πίσω!» Κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα, περιμένοντας να βρει τον Αζάριας μαζεμένο σε κάποια γωνιά, αλλά δεν υπήρχε κανείς κάτω. Και ήταν σίγουρος πως δεν είχε ακούσει καμιά από τις πόρτες να ανοίγει. Στάθηκε εκεί μπερδεμένος και κοίταξε επάνω. Ο Μπλάκυ στεκόταν και τον σημάδευε με το πιστόλι του.
«Εμπρός, πες το,» είπε ο Μπλάκυ.
«Να πω τι;» ρώτησε ο ξανθός.
«Πες, “έλα κάτω, Μπλάκυ και βοήθησε με μ’ αυτόν τον τύπο”. Ξέρω τι σκαρώνεις, σύντροφε. Εσύ και το χούφταλο θα προσπαθήσετε να κλέψετε τα πετράδια. Ε λοιπόν, δεν πρόκειται, κολλητέ. Άσε κάτω το πιστόλι σου, σήκωσε ψηλά τα χέρια σου, κι έλα επάνω. Θ’ ασχοληθώμετοχούφταλοαργότερα…»
Ο ξανθός δεν είχε επιλογή. Άφησε κάτω το όπλο του και άρχισε να ανεβαίνει ξανά τις σκάλες. Τότε, άκουσανκιοιδυοτιςσειρήνες.
o o o
Ο Τζακ ήταν μόνος του στο φορτηγάκι, παρακολουθώντας το δρομάκι και το μεγάλο δρόμο στο τέλος του. Είχε βάλει το φορτηγάκι στο στενό με την όπισθεν, ώστε να μπορούν να φύγουν γρήγορα μόλις θα έμπαινε η πυρκαγιά. Υπήρχε επιπλέον εξοπλισμός στο φορτηγό. Επιπλέον δοχεία με καύσιμη ύλη, αναρριχητικά εργαλεία, ακόμα και μάσκες. Είχαναποφασίσειναμηνβάλουνμάσκες.
Ο Τζακ έριξε μια ματιά στον πίσω καθρέφτη. Είχε δει πριν λίγα λεπτά τον Άχμεντ και τον Πάβελ να σκαρφαλώνουν στη σκάλα κινδύνου και υπέθετε ότι τώρα θα είχαν ήδη μπει μέσα στην αποθήκη. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν εδώ ήδη δέκα λεπτά. Στόχος ήταν να έχουν φύγει σε είκοσι. «Αυτό θα είναι πανεύκολο,» σκέφτηκε κι άναψε τσιγάρο. Κατέβασε το παράθυρο για να τινάξει τις στάχτες και παρατήρησε πώς η πόρτα της πλατφόρμας φόρτωσης είχε σηκωθεί. Η πόρτα βρισκόταν στα δεξιά του σημείου που είχε παρκάρει. Οδηγούσε μέσα στην αποθήκη. Αρχικά, ο Τζακ σκέφτηκε ότι κάποιο από τα παιδιά είχε μπει ήδη μέσα κι έβγαινε ξανά προς το φορτηγάκι μέσω της πλατφόρμας. «Ωραίο κόλπο,» σκέφτηκε. «Θα φύγουμε ακόμα πιο γρήγορα από δω». ΑλλάτότεείδετονΑζάριας.
«Ποιος, στο καλό, είν’ αυτός;» γκρίνιαξε. Ο Τζακ βγήκε από το φορτηγάκι.
Ο Αζάριας του κούνησε το χέρι. «Οι φίλοι σου είναι όλοι μέσα. Σεζητάνε».
Ο Τζακ προσποιήθηκε τον μπερδεμένο. «Ποιοί φίλοι, κύριος; Εγώ απλά έχω παρκάρει εδώ και κάνω ένα τσιγάρο».
«Ε καλά, τότε δεν είσαι εσύ ο οδηγός διαφυγής. Τόσο το καλύτερο. Άρα δεν βιάζεσαι να φύγεις, έτσι;»
«Εμ, όχι. Θα ‘πρεπε;»
«Όχι ιδιαίτερα. Αλλά ο φίλος μου, εκεί πέρα, θα χρειαστεί να στοιβάξει μερικά πράγματα έξω από την πόρτα της πλατφόρμας φόρτωσης και μάλλον θα σου μπλοκάρει την έξοδο για λίγο». Ο Αζάριας έδειξε πίσω του προς την ανοιχτή πόρτα. «Μην ανησυχείς, θα τα βγάλει απ’ το δρόμο σου σύντομα. Αλλά αν ήθελες να φύγεις τώρα αμέσως, την έχασες την ευκαιρία».
Όση ώρα μιλούσε ο Αζάριας, ο Τζακ είδε αρκετές παλέτες, φορτωμένες με βαριά μεταλλικά βαρέλια, να σπρώχνονται προς το στενό, χωρίς να μπορεί να δει από ποιόν. Σύντομα είχαν κλείσει την έξοδο προς το δρόμο κι έτσι δεν υπήρχε τρόπος να φύγει από εκεί. Κοίταξε προς τα πίσω. Ούτε κι εκεί υπήρχε διαφυγή, γιατί η σκάλα κινδύνου κι ένας σκουπιδοτενεκές στένευαν το δρομάκι τόσο, που ήταν αδύνατον να περάσει το φορτηγό.
«Άκου να σου πω, κύριος,» είπε θυμωμένα, γυρνώντας να αντιμετωπίσει τον Αζάριας. Όμως ο Αζάριας δεν ήταν πια εκεί. Αντί γι αυτόν, βρέθηκε να κοιτάζει ένα τεράστιο πλάσμα με γαλάζιο δέρμα, σώμα ανθρώπου και κεφάλι ταύρου. Το πλάσμα είχε κόκκινα μάτια που πετούσαν φωτιές και δεν κοιτούσαν με καλό τρόπο τον Τζακ. ΟΑζάριαςδενφαινότανπουθενά.
«Α,αα…» γουργούρισε ο Τζακ. Άρπαξε την πόρτα του φορτηγού και ρίχτηκε μέσα, κλείνοντας το παράθυρο πίσω του. Κλείδωσε τις πόρτες και κοίταζε με τρόμο το πλάσμα, που ακόμα τον αγριοκοίταζε θυμωμένα. Μετά άρχισε να ψάχνει απελπισμένα μέσα στις τσάντες πίσω από τη θέση του, προσπαθώντας να βρει ένα μπιστόλι, ένα μαχαίρι, οτιδήποτε, που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για όπλο.
Ο μινώταυρος (γιατί αυτό ακριβώς ήταν το πλάσμα) άπλωσε το χέρι του στον προφυλακτήρα του φορτηγού και σήκωσε το μπροστινό μέρος στον αέρα. Μετά χτύπησε με την δυνατή σαν βαριά γροθιά του την εσωτερική πλευρά του δεξιού μπροστινού τροχού. Αυτός πετάχτηκε σαν παιδικό παιγνίδι, αναπήδησε στον τοίχο της αποθήκης και κύλησε στο στενό προς τη σκάλα κινδύνου. Ο Πάβελ, που μόλις είχε κατέβει τη σκάλα πανικόβλητος, έτρεχε προς το φορτηγό. Ο ανεξέλεγκτος τροχός τον χτύπησε και τον ισοπέδωσε.
Στο μεταξύ, ο μινώταυρος συνέχιζε να ταρακουνάει το φορτηγάκι μπρος-πίσω, εμποδίζοντας τον Τζακ να κρατήσει την ισορροπία του και χτυπώντας τον στα πλάγια, στο πάτωμα, ακόμα και στην οροφή του οχήματος. Ύστερα, το κτήνος άφησε το μπροστινό μέρος του φορτηγού, πήγε στο πίσω μέρος και ξεκόλλησε τις δύο πίσω πόρτες. Ο Τζακ ήταν μωλωπισμένος και πανικόβλητος, αλλά προσπαθούσε ακόμα να βρει ένα όπλο να χρησιμοποιήσει ενάντια στο τέρας.
«Πολύ αργά και πάλι, φοβάμαι» άκουσε μια φωνή από το στενάκι. Ο Τζακ κοίταξε πάνω. Ο μινώταυρος είχε χαθεί. Στη θέση του στεκόταν ο Αζάριας, κρατώντας το πιστόλι που είχε πάρει από τον Άχμεντ. Ο Τζακ σήκωσε τα χέρια του ψηλά και βγήκε με κόπο από το φορτηγό μορφάζοντας, όταν άκουσε τις σειρήνες. Περιπολικά της αστυνομίας είχαν περικυκλώσει την αποθήκη.
«Είναι ο μόνος που μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, ξέρεις,» είπε ο Λουκ γυρνώντας προς την Τζιλ. Ο Αδελφός Αζάριας είχε μόλις μπει μέσα στο σκίτσο της Πινακοθήκης.
«Τι είδους πράγμα, κ. Λουκ;» ρώτησε η Τζιλ.
«Το να ταξιδέψει, έτσι απλά, σε ένα σκίτσο μου, σαν να ήταν δικό του. Ακόμα κι ο Σαμ δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Μερικές φορές αναρωτιέμαι τι και ποιός ακριβώς είναι πραγματικά ο Αζάριας. Δεν μοιάζει να ακολουθεί τους ίδιους κανόνες με εμάς, τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς. Ο Τσαρλς και ο Αδελφός Άραν αποφεύγουν να απαντάνε ερωτήσεις γι αυτόν. Ξέρεις, από πού ήρθε, πόσο καιρό είναι στο Τάγμα, κλπ. Όποτε κι αν προκύψουν τέτοια θέματα, γίνονται κι οι δυο τους πολύ αόριστοι κι αλλάζουν τη συζήτηση. Αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Ο Αζάριας μας είπε να επιστρέψουμε στην πύλη μας, κι αυτό ακριβώς θα κάνουμε». Ο Λουκ πήγε προς την άκρη της πλατείας και κοίταξε ξανά τη σκοτεινιά του βαράθρου από κάτω τους. Μετά γύρισε στον μονόλιθο, πήγε στην άγραφη πλευρά του και άρχισε ξανά να ζωγραφίζει.
«Τι νομίζεις, Τζιλ;» ρώτησε μετά από μισή ώρα περίπου. «Ήταν τόσο ψηλά τα κτίρια, όταν στεκόμασταν εκεί κάτω;»
Η Τζιλ τον είχε παρακολουθήσει να σκιτσάρει με νέο θαυμασμό. Ήταν ένα χάρισμα που δεν μπορούσε να φανταστεί, ότι θα είχε. «Ναι, έτσι νομίζω,» είπε κάπως αβέβαια.
«Κάπως έτσι τα έβλεπες τα πράγματα όταν φτάσαμε μέσα από τον πίνακα;»
«Ναι, έτσι πιστεύω».
«Τότε, έχουμε ότι μας χρειάζεται εδώ,» είπε ο Λουκ. «Ξέρω ότι εγώ μπορώ να ταξιδέψω σε αυτό το σκίτσο, αλλά μπορεί να χρειαστεί να βοηθήσω εσένα. Το κόλπο είναι να βρισκόμαστε σε συνεχή επαφή και να προχωράμε αργά. Είσαι διατεθειμένη να το προσπαθήσεις;»
«Βέβαια!» είπε η Τζιλ, αν και δεν ένοιωθε και τόσο αισιόδοξη, όσο προσπαθούσε να ακούγεται.
«Τότε σφίξε καλά τον κρύσταλλο σου», είπε ο κ. Λουκ. Η Τζιλ το έκανε.
«Α! Σταθείτε, κ. Λουκ! Δεν μπορούμε να αφήσουμε το κοράκι!» είπε η Τζιλ, δείχνοντας το καλάθι, κοντά στο σημείο που είχε αποκοιμηθεί.
«Έχεις δίκαιο! Θα τον πάρω εγώ τον φιλαράκο! Τώρα, θα σου κρατάω το χέρι, όσο περνάμε μέσα από το σκίτσο. Μπορεί να είναι πιο αποπροσανατολιστικό, από όσο έχεις συνηθίσει, αλλά σου υπόσχομαι ότι θα φτάσουμε με ασφάλεια. Έτοιμη;»
«Έτοιμη!» είπε η Τζιλ.
Το πέρασμα από το σκίτσο ήταν πολύ πιο δύσκολο για το στομάχι της, απ’ όσο το ταξίδι από την Πινακοθήκη ή τα δυο ταξίδια προς και από την Οξφόρδη. Όμως η Τζιλ έκλεισε σφιχτά στα μάτια της και πριν το καταλάβει, βρέθηκε για άλλη μια φορά στη βάση των κτιρίων και των γκρεμών. Των ίδιων που είχε πρωτοαντικρίσει στον πίνακα του Ορμπαράτους, στην Πινακοθήκη.
«Η Πινακοθήκη!» σκέφτηκε η Τζιλ και την ίδια στιγμή κατάλαβε ότι ήταν μπερδεμένη και ζαλισμένη από το πέρασμα στο σκίτσο. «Αχ, πόσο θα ήθελα να ήμασταν πίσω εκεί, με τον Σαμ και τον κ. Λουκ και…και την Πόλυ…» Ήξερε ότι η ευχή της ήταν άσκοπη και ότι δεν σκεπτόταν καθαρά.
Όταν τελικά άρχισε να θυμάται πιο καθαρά το πού ήταν, συνειδητοποίησε ότι ο αέρας δεν ήταν τόσο δυνατός εδώ κάτω, στη βάση των κτιρίων. Και ήταν και πιο σκοτεινά. Το φως στάλαζε αργά από πολύ-πολύ ψηλά και γαλάζιες και μωβ αποχρώσεις παιγνίδιζαν στις προσόψεις των κτιρίων, καθώς τα μακρινά σύννεφα περνούσαν από πάνω τους. Μετά κατάλαβε ότι μασούσε κάτι. Ήταν ένα κομμάτι γλυκόπικρης σοκολάτας. Κοίταξεπάνω. ΕκείστεκότανοΣαμ, χαμογελώνταςτης.
«Νομίζω ότι είσαι χειρότερη κι από τον κ. Λουκ!» της είπε χαμογελώντας. «Αν και για να λέμε την αλήθεια, κι εγώ έχω νοιώσει αρκετές φορές τόσο άσχημα ταξιδεύοντας σε σκίτσο Αποδίδοντος. Κανείς δεν θα πρέπει να χρειάζεται να το κάνει αυτό, εκτός κι αν βρίσκεται υπό την απειλή ακραίας βίας!»
Η Τζιλ χαμογέλασε. Μερικές φορές, ο Σαμ «πέταγε» σπάνιες εκφράσεις, που τις είχε ακούσει, του είχαν αρέσει και είχε αποφασίσει να τις οικειοποιηθεί. Το «υπό την απειλή ακραίας βίας» ήταν σίγουρα μια καινούργια, που είχε υιοθετήσει πρόσφατα.
«Νομίζω , πως το ίδιο θα έλεγε κι ο κ. Λουκ για το ταξίδι στο Λαβύρινθο μαζί σου, Σαμ. Μου έδωσε την εντύπωση, ότι τον κάνει να νοιώθει χειρότερα απ’ ότι εγώ τώρα» είπε. «Αν και, ειλικρινά, αισθάνομαι σαν να ήμουνα στο μεγαλύτερο τραινάκι λούνα-παρκ του κόσμου και ταυτόχρονα περνούσα γαστρεντερίτιδα!».
“Well, someday I’ll take you into the Maze, and then you can tell me if that’s better or worse.”
«Ε, καλά, κάποια μέρα θα σε πάρω στον Λαβύρινθο και τότε θα μου πεις αν είναι καλύτερα ή χειρότερα».
«Όχι σύντομα, εντάξει;»
Ο Σαμ χαμογέλασε. «Ναι, ΟΚ. Αλλά ακόμα κι αν σε κάνει να νοιώθεις άσχημα, το ταξίδι στο Λαβύρινθο έχει τα προνόμια του, όπως λένε. Επιτρέπει σε κάποιον να κάνει πράγματα σχεδόν θαυματουργά, αν μου επιτρέπεται να το λέω εγώ αυτό», είπε με μια λάμψη στα μάτια του. Φύσηξε τα δάχτυλα του και τα έτριψε στο πέτο του.
«Θαυματουργά;! Τι στην ευχή έκανες, που να χαρακτηρίζεται θαυματουργό;!» ρώτησεηΤζιλ.
«Λοιπόν, πρώτον, πρέπει να σου υπενθυμίσω ότι δεν βρισκόμαστε πλέον στη Γη, αλλά γι αυτό σε συγχωρώ. Τώρα, στο θέμα των θαυμάτων, κοίταξε μόνη σου!» Με αυτό, ο Σαμ άπλωσε τα χέρια του πέρα από τους δυο τους και υποκλίθηκε βαθιά.
In the direction he was indicating, Jill saw two figures; both of whom looked familiar. The first she soon recognized as Mr. Luke. But he was bending over the second person, who appeared to be on the ground sleeping. Jill was still a bit disoriented, so it took her some time to realize that the person on the ground didn’t look quite right. Whoever it was, he or she appeared to be made entirely out of metal, almost like a robot or a statue….
Στη κατεύθυνση που υποδείκνυε, η Τζιλ είδε δυο φιγούρες, που έμοιαζαν γνωστές. Αναγνώρισε γρήγορα την πρώτη, ως τον κ. Λουκ. Αλλά ήταν σκυμμένος πάνω από ένα δεύτερο άτομο, που έμοιαζε να κοιμάται στο έδαφος. Η Τζιλ ήταν ακόμα λίγο ζαλισμένη, έτσι της πήρε λίγο χρόνο να καταλάβει, ότι το ξαπλωμένο άτομο έδειχνε παράξενο. Όποιος κι αν ήταν, αυτός ή αυτή, έμοιαζε φτιαγμένος από μέταλλο, σχεδόν σαν ρομπότ ή άγαλμα… Της Τζιλ της κόπηκε η ανάσα. «Δεν…δεν μπορεί! Μπορεί, Σαμ;!»
Ο Σαμ χαμογέλασε πλατιά. «Ε ναι, λοιπόν, και μπορεί και είναι! Είναι η Πολυδόρα, που γύρισε από τη γη των…εμ…των ζωντανών νεκρών!»
Η Τζιλ ήταν κατάπληκτη. «Αλλά…αλλά..μπήκε στο πέρασμα της πύλης! Κλειδώθηκε στις σπηλιές με τους Αφέντες! Πώςμπορεί….;»
«Ο Αζάριας το έκανε στην πραγματικότητα,» είπε ο Σαμ, «όχι εγώ. Μπήκαμε μαζί στον Λαβύρινθο. Έδειχνε να ξέρει πράγματα για τις σπηλιές, που εγώ σίγουρα δεν ήξερα. Κι αν και δεν ήταν σίγουρος, πίστευε ότι θα μπορούσε να βρει μια δίοδο προς τα μέσα και μιαν έξοδο για εμάς και τη Πόλυ. Ήταν βέβαιος ότι υπήρχαν κάτοπτρα κάπου μέσα στην αίθουσα και τα βρήκαμε αμέσως μόλις αρχίσαμε να ψάχνουμε! Η Πόλυ ήταν δεμένη από τη δύναμη του πετραδιού-φύλακα, ακριβώς όπως και οι Αφέντες, και ήταν αναίσθητη. Η ράβδος του Αζάριας εμπόδιζε τους Αφέντες να της κάνουν κακό. Καταφέραμε να την τραβήξουμε μαζί μας μέσα στον Λαβύρινθο και να την φέρουμε εδώ, στη βάση των γκρεμών. Δεν ξεχάσαμε να πάρουμε και τη ράβδο. Χωρίς αυτήν δεν θα είχε μπορέσει ποτέ η Πόλυ να αποκρούσει τους Αφέντες! Είναι ακόμα ναρκωμένη, αλλά ο Αζάριας πιστεύει ότι θα συνέλθει μόλις την απομακρύνουμε από την επήρεια των πετραδιών».
Η Τζιλ, παρά την αδυναμία της, κατάφερε να σταθεί στα πόδια της με τη βοήθεια του Σαμ, και πήγε στο πλευρό της Πολυδόρας.
«Γεια σου, μικρούλα,» είπε μια γνώριμη φωνή στο μυαλό της Τζιλ. «Σου έλειψα;»
Για το πρωτότυπο: http://jefmurray.com/framerunners/in-the-company-of-angels/