Στη συντροφιά των Αγγέλων, επεισόδιο 8 – Η Ντουλάπα

 

«Είναι το 1946;» ξέφυγε της Τζιλ.

«Ναι, αγαπητή μου. Γιατί, τι χρονιά νόμιζες ότι είναι;»

Η Τζιλ διαισθάνθηκε, άθελα της, ένα κύμα πανικού να έρχεται από τον Σαμ. Γύρισε προς το μέρος του και σκέφτηκε, όσο πιο “φωναχτά” μπορούσε: «Σαμ, τι τρέχει; Ξέρω ότι είναι τρελό να έχουμε γυρίσει πίσω στο χρόνο, αλλά γιατί είναι τόσο κακό το ότι είμαστε εδώ;»

Ο Σαμ ήταν πολύ προβληματισμένος με την είδηση ότι βρίσκονται στο 1946 για να καταλάβει, αρχικά, ότι η Τζιλ δεν του είχε μιλήσει κανονικά. «Επειδή», της απάντησε, «αν αλλάξουμε το παραμικρό όσο είμαστε εδώ, και εννοώ το παραμικρό, τη βάψαμε! Αυτό είναι το σημαντικό με την “χρονο-εξάρτηση”! Γι αυτό προσπαθούμε όσο γίνεται να μην ταξιδεύουμε ποτέ σε κορνίζες χρονοεξαρτημένων κόσμων».

«Μα, δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε και τόσα πολλά όσο είμαστε εδώ, μπορούμε;» σκέφτηκε η Τζιλ.

Ο Σαμ ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι η Τζιλ δεν είχε κουνήσει τα χείλια της. Το σοκ όμως ήταν μόνο στιγμιαίο. Κατανοώντας το τι συμβαίνει, σκέφτηκε “δυνατά” την απάντηση του, «Δεν χρειάζεται ν’ αλλάξουμε πολλά. Η οποιαδήποτε αλλαγή θα μπορούσε να κάνει άπειρα πράγματα να πάνε απίστευτα στραβά! Δεν το καταλαβαίνεις;»

«Κάποιος που θα ήθελε να μιλήσει σήμερα το απόγευμα με τον καθηγητή ίσως να μην μπορέσει, επειδή εμείς βρισκόμαστε στο γραφείο του. Μετά, αυτός ο κάποιος μπορεί να φύγει νωρίτερα και να μην μπορέσει να δει στον δρόμο κάποιον άλλον, που κανονικά επρόκειτο να προσέξει. Κι αν αυτός ο κάποιος ή αυτή η κάποια ήταν το πρόσωπο που έμελλε να παντρευτεί κάποτε, τότε τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα συμβεί. Κι όλα αυτά, γιατί εμείς ήμασταν εδώ, στο γραφείο του Καθηγητή, ενώ δεν έπρεπε να είμαστε!»

«Ή σκέψου το κι έτσι: ένα πουλάκι δεν έρχεται στην ταΐστρα όταν θα έπρεπε, γιατί εμείς στεκόμαστε εδώ, στο παράθυρο, και το τρομάζουμε. Γι αυτό, ένα παιδάκι που θα το παρατηρούσε από το παράθυρο, βγαίνει έξω να το αναζητήσει κι ίσως κατά λάθος να χτυπήσει ή ακόμα και να σκοτωθεί. Οτιδήποτε μπορεί να αλλάξει, βλέπεις, κι εμείς μπορεί να γυρίσουμε στο σπίτι μας και να βρούμε πως ο κόσμος που ξέραμε δεν υπάρχει πια. Ακόμα κι οι οικογένειες μας, κι όλοι μας οι γνωστοί, μπορεί να έχουν χαθεί για πάντα!»

Οι σκέψεις πλημμύρισαν το μυαλό της Τζιλ γρηγορότερα από όσο θα το έκαναν αν ο Σαμ τις είχε εκφράσει προφορικά. Και μαζί τους άρχισε να νοιώθει και τον αυξανόμενο πανικό του.

Όλη αυτή την ώρα ο Καθηγητής είχε παραμείνει σιωπηλός, αλλά τους παρατηρούσε πολύ προσεκτικά. Άρχισε να χαϊδεύει το πηγούνι του. «Ξέρω ότι είσαστε κι οι δυο λιγάκι απασχολημένοι, αλλά πιστεύω ότι αρχίζω να καταλαβαίνω…»

«Άσε με να μιλήσω μια στιγμή, νεαρέ κ.Ντέκαρντ και μετά μπορείς να μου πεις αν είμαι στο σωστό δρόμο. Εσύ και η δις Τζόνσον από δω, όσο κι αν μου φαίνεται απίστευτο, προέρχεστε από κάποιον μελλοντικό χρόνο, πολλά χρόνια ή και δεκαετίες μετά. Δεν θέλω, ούτε μου χρειάζεται να ξέρω τις λεπτομέρειες. Αλλά για όσο χρόνο είστε εδώ, φοβάστε μήπως αλλάξετε κάτι κι έτσι ο κόσμος σας τεθεί σε κίνδυνο. Η αλληλουχία των γεγονότων που οδηγεί στο μέλλον σας ίσως διαταραχτεί ή διακοπεί εντελώς. Αυτό εννοείς με το «χρονο-εξάρτηση», νεαρέ κ. Ντέκαρντ;

Ο Σαμ κοίταξε τον Καθηγητή με απορία και θαυμασμό. Δεν περίμενε, ακόμα κι από έναν καθηγητή, μια τόσο γρήγορη κατανόηση της δεινής τους θέσης. «Ε λοιπόν ναι, κύριε, αυτό τα συνοψίζει μια χαρά», είπε

«Εντάξει τότε, μην πείτε τίποτε άλλο! Μου φαίνεται, πώς ο ασφαλέστερος τρόπος δράσης θα ήταν να σας βοηθήσουμε να τελειώσετε τη δουλειά που σας έφερε μέχρι εδώ το συντομότερο δυνατόν. Δεν μου είναι άγνωστα τα προβλήματα που σχετίζονται με τα ταξίδια στον χρόνο, αν και τώρα τελευταία το λογοτεχνικό μου ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα ταξίδια στο διάστημα. Και τώρα, ας φροντίσουμε να πάτε πίσω εκεί που ανήκετε με όσο το δυνατό περισσότερη σπουδή και λιγότερη φασαρία γίνεται! Πείτε μου, λοιπόν, ακριβώς τι πρέπει να κάνουμε».

Ο Σαμ κοίταξε μια την Τζιλ και μια τον Καθηγητή. Η Τζιλ ένοιωσε τα αισθήματα του Σαμ να ηρεμούν καθώς αναλογιζόταν την αποστολή που τους είχε φέρει εδώ αρχικά και σκεφτόταν τι ακριβώς έπρεπε να γίνει.

«Πρώτα, κύριε, πρέπει να βρούμε το κοράκι. Ή, τουλάχιστον, να βρούμε τη φωλιά του. Με λίγη τύχη, ή θα κουβαλάει ακόμα το πετράδι που έκλεψε, ή θα το έχει κρύψει κάπου πρόχειρα και θα μπορέσουμε να το πάρουμε. Μήπως ξέρετε πού περνάει την ώρα του, όταν δεν είναι μέσα στη σοφίτα;»

«Δεν το σκέφτηκα ποτέ», είπε ο Καθηγητής. «Σίγουρα έχουμε κοράκια στο κτήμα πολύ συχνά, αλλά δεν έχω παρατηρήσει κάτι που να ξεχωρίζει το συγκεκριμένο κοράκι από τα υπόλοιπα. Αν τα έχω καν προσέξει είναι γιατί έρχονται στη γούρνα που πλένονται τα πουλιά, κουβαλώντας κανένα ψίχουλο ή γιατί τα γαυγίζει ο Μπρους.

«Ο Μπρους, κύριε;» είπε η Τζιλ.

«Ναι, ο σκύλος μας. Αυτός κι οι δυο γάτες μας τριγυρνάνε συχνά στο κτήμα και κάνουν σκανταλιές. Αυτές – οι γάτες – το μόνο που πιάνουν είναι κανένα ποντίκι. Ο Μπρους, αν και είναι πια πολύ γέρος για κυνηγήσει οτιδήποτε, αρέσκεται να γαυγίζει με την παραμικρή πρόκληση, συμπεριλαμβανομένων και των κοράκων».

«Μήπως έχετε παρατηρήσει κάποιο σημείο όπου συγκεντρώνονται συνήθως τα κοράκια;»

«Όχι, όχι πραγματικά».

«Τότε είμαστε εκεί που ξεκινήσαμε. Θα πρέπει να το περιμένουμε να γυρίσει στη σοφίτα και να προσπαθήσουμε να το πιάσουμε», είπε η Τζιλ.

«Χμ», είπε ο Σαμ «ίσως όχι. Καθηγητά, δεν είπατε ότι στα κοράκια αρέσει να μαζεύουν γυαλιστερά πράγματα;»

«Ναι, είναι πολύ προσεκτικά πουλιά και πάντα δελεάζονται από ασυνήθιστα αντικείμενα που παρατηρούν, ιδίως τα γυαλιστερά. Και ειδικά όταν είναι νεαρά, συγκεντρώνουν ένα θησαυρό από τέτοια αντικείμενα στη φωλιά τους»>

«Τι στο καλό σκέφτεσαι Σαμ;» ρώτησε η Τζιλ.

«Καλά, δεν το βλέπεις; Αν αυτό το κοράκι έχει μαζέψει στη φωλιά του μαζί με τον κρύσταλλο και κομματάκια από καθρέφτες ή κάτι άλλο αντανακλαστικό…»

«Αα!» είπε η Τζιλ.

«Φοβάμαι πως σας έχασα», είπε ο Καθηγητής. «Γιατί είναι σημαντικό αυτό;»

«Παραδέχομαι, ότι δεν φαίνεται σημαντικό», είπε ο Σαμ, «αλλά, έχετε κοιτάξει ποτέ σ’ ένα καθρέφτη και ν’ αναρωτηθείτε αν υπάρχει κάτι από την άλλη πλευρά; Ξέρετε, ένας άλλος κόσμος πίσω από την επιφάνεια της αντανάκλασης;»

Ο Καθηγητής κοίταξε τον Σαμ έντονα. «Υπονοείς, νεαρέ, ότι υπάρχει; Ένας άλλος κόσμος, εννοώ.»

«Ε, όχι ακριβώς κόσμος, αλλά ένας άλλος χώρος. Μια ενδιάμεση ζώνη μέσω της οποίας μπορεί κάποιος να περάσει από ένα μέρος σ’ ένα άλλο».

«Είχα να σκεφτώ μια τέτοια πιθανότητα από τότε που ήμουν παιδί. Τα πάντα μοιάζουν πιθανά όταν είσαι μικρός. Αλλά είναι σωστό να θεωρήσω ότι, αν ένας τέτοιος χώρος υπάρχει πίσω από κάθε καθρέφτη, εσύ μπορείς να ταξιδέψεις μέσα σ’ αυτόν τον χώρο;»

«Κατά κάποιον τρόπο, κύριε. Δεν είναι κάτι που μπορεί να το κάνει ο οποιοσδήποτε, τουλάχιστον όχι εύκολα, αλλά εγώ μπορώ με την βοήθεια ενός από τους κρυστάλλους». Ο Σαμ έτεινε το ζαφείρι του πάλι προς το Καθηγητή.

«Θεέ και Κύριε! Κόσμοι μέσα σε κόσμους! Αλλά πώς, πες μου σε παρακαλώ, προτίθεσαι να χρησιμοποιήσεις αυτή σου την ικανότητα για να βρεις το κοράκι;»

«Λοιπόν, αν έχω δίκαιο και το κοράκι έχει μαζέψει γυαλιστερά πράγματα που αντανακλούν ότι βρίσκεται γύρω τους, ίσως να μπορέσω να εντοπίσω τη φωλιά του «κοιτάζοντας» από τον Λαβύρινθο – έτσι ονομάζουμε τον ενδιάμεσο χώρο – μέσω κάποιων από αυτά τα πράγματα.

«Πολύ απίθανο μου ακούγεται», είπε η Τζιλ.

«Βέβαια κι είναι! Αλλά έχεις εσύ καμιά καλύτερη πρόταση»; Ρώτησε ο Σαμ.

Η Τζιλ σκέφτηκε μια στιγμή. «Όχι, δεν έχω. Υποθέτω ότι αξίζει να δοκιμάσουμε..»

«Εντάξει τότε», είπε ο Σαμ. «Καθηγητά, μήπως έχετε πρόχειρο έναν καθρέφτη; Έναν αρκετά μεγάλο, ώστε να χωράω να περάσω μέσα του»;

«Δεν πιστεύω ότι το λέω αυτό, αλλά ναι, υπάρχει ένας στη παλιά ντουλάπα. Την φυλάμε στη σοφίτα στο πάνω μέρος της σκάλας. Έχει καθρέφτες στο μέσα μέρος της πόρτας της».

«Τέλεια!» είπε ο Σαμ. «Αυτό πρέπει να μας κάνει».

Εκείνη τη στιγμή, η κ. Μίλερ χτύπησε την πόρτα του γραφείου του Καθηγητή. Η Τζιλ σηκώθηκε και την άνοιξε, κι η οικονόμος έφερε το σερβίτσιο του τσαγιού και το ακούμπησε σ’ ένα τραπεζάκι κοντά στη πόρτα.

«Θα χρειαστείτε τίποτες άλλο, Καθηγητά;» ρώτησε η κ. Μίλερ μόλις ταχτοποίησε τσαγιερό, φλιτζάνια, ψωμάκια, μαρμελάδα, σαρδέλες και βούτυρο, όλα όμορφα και καλά.

«Όχι, κ. Μίλερ, πιστεύω πως όλα είναι όπως πρέπει. Όμως, ήθελα να σας ρωτήσω αν ξέρατε κάτι άλλο σχετικά με το κοράκι που βλέπετε στη σοφίτα. Κάτι περισσότερο από όσα μου έχετε πει, εννοώ».

«Εννοείτε άλλο απ’ τ’ ότι μπαίνει συνέχεια μέσα; Είναι παράξενο πουλί, κύριε, πολύ παράξενο πουλί! Δεν αφήνει βρωμιές, αλλά τίποτα δεν το κρατάει έξω απ’ τη σοφίτα. Λέω μπας κι έρχεται για τους πίνακες».

«Τι στο καλό εννοείτε;»

«Ξέρετε όλους τους κορνιζαρισμένους πίνακες που φυλάτε κει πέρα στη σοφίτα», η κ. Μίλερ έγνεψε προς την πόρτα, «δεν ξέρω γιατί, αλλά μου φαίνεται ξεκάθαρο πως τ’ αρέσουν του πουλιού. Κάθε φορά που το τσακώνω κει μέσα, ή που κοιτάει κάποιον από δαύτους ή είναι κουρνιασμένο παραδίπλα. Σκεφτόμουνα τώρα, άμα τους σκεπάζαμε, μπορεί ο κακούργος να σταμάταγε να μπαίνει και να μας παιδεύει».

«Ευχαριστώ, κ. Μίλερ. Θα το σκεφτώ αυτό. Μπορεί ν’ αξίζει να το προσπαθήσουμε».

Η πόρτα έκλεισε πίσω από την οικονόμο. Ο Σαμ έμεινε να σκέφτεται για μια στιγμή. «Ξέρετε, κύριε, η κ. Μίλερ ίσως να έχει δίκαιο. Κι εμείς μέσα από έναν από τους πίνακες της σοφίτας σας ήρθαμε εδώ. Το κοράκι μπορεί κάλλιστα να κάνει κάτι παρόμοιο».

«Πώς ήρθατε εδώ!» ρώτησε ο Καθηγητής.

«Μέσω ενός από τους πίνακες σας, κύριε. Έτσι ταξιδεύουμε. Μ’ αυτό τον τρόπο ήρθαμε εδώ».

Ο Καθηγητής κούνησε το κεφάλι του κι έτριψε τα μάτια του. «Πρώτα καθρέφτες, μετά πίνακες. Κόσμοι μέσα σε κόσμους, όντως!» είπε, σα να μιλούσε μόνος του. Μετά σηκώθηκε. «Εντάξει, προφανώς δεν είναι ώρα για τσάι, αν και εγώ ευχαρίστως θα έπινα ένα φλιτζάνι αν θέλετε κι εσείς..».

Η Τζιλ κι ο Σαμ κοιτάχτηκαν και μετά σηκώθηκαν κι οι δύο.

«Όχι, κύριε», είπε η Τζιλ, «αν δεν σας πειράζει να κρυώσει το τσάι, δεν πειράζει ούτε κι εμάς. Πού είναι η ντουλάπα;»

Η Καθηγητής τους οδήγησε έξω στο πλατύσκαλο κι άνοιξε την πόρτα στην κορφή της σκάλας. Στον στενό χώρο της σοφίτας πίσω από την πόρτα – ένα διαφορετικό τμήμα της σοφίτας από αυτό που ήταν πριν – βρισκόταν μια ντουλάπα. Ήταν μεγάλη, βαριά και παλιομοδίτικη, φτιαγμένη από κάποιο ξύλο που η Τζιλ δεν αναγνώριζε και με περίεργα σκαλίσματα στο μπροστινό μέρος. Άνοιξαν τις πόρτες της. Ήταν άδεια. Αλλά, όπως είχε πει ο Καθηγητής, υπήρχαν καθρέφτες εφαρμοσμένοι στο μέσα μέρος της πόρτας.

«Τέλεια!» είπε ο Σαμ. «Απλά, κλείστε με μέσα και θα δω τι μπορώ να βρω».

«Δεν πρέπει ποτέ να κλείνεσαι σε μια ντουλάπα, νεαρέ. Υπάρχει περίπτωση να μπλοκάρει η κλειδαριά και να παγιδευτείς. Και στη δεδομένη περίπτωση, είμαι σίγουρος πως δεν έχω το κλειδί να την ξεκλειδώσω. Είναι πολύ παλιά ντουλάπα, όπως βλέπεις».

«Δεν θα παγιδευτώ, Καθηγητά, ακόμα κι αν μπλοκάρει η κλειδαριά, πιστέψτε με», είπε ο Σαμ, χαμογελώντας πλατιά. Μπήκε μέσα και τράβηξε τις πόρτες να κλείσουν.

Πέρασαν αρκετά λεπτά. Ο Καθηγητής έμοιαζε νευρικός και δεν μπορούσε να σταματήσει να πηγαινοέρχεται, όση ώρα αυτός κι η Τζιλ περίμεναν. Αλλά μετά από αρκετά λεπτά δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του. Τράβηξε απαλά μια από τις πόρτες της ντουλάπας και κοίταξε μέσα.

Η ντουλάπα ήταν εντελώς άδεια.

«Μην ανησυχείτε, κύριε», είπε η Τζιλ. «Ξέρω ότι είναι εντυπωσιακό την πρώτη φορά που το βλέπει κάποιος να συμβαίνει, κι εμένα μου συνέβη μόλις χτες για πρώτη φορά. Νομίζω, όμως, ότι είναι καλύτερα να κλείσουμε την πόρτα και να τον περιμένουμε. Θα γυρίσει σύντομα, το υπόσχομαι».

Ο Καθηγητής έμοιαζε αποσβολωμένος, αλλά έκλεισε την πόρτα και ξανάρχισε να βηματίζει. Δεν χρειάστηκε να περιμένουν για πολύ.

Με έναν κρότο, ο Σαμ ανήγγειλε την επιστροφή του. Η πόρτα της ντουλάπας άνοιξε απότομα και ο ενθουσιώδης νεαρός κουτρουβάλησε έξω.

«Το βρήκα!» είπε λάμποντας, «ή, δηλαδή, έχω μια πολύ καλή ιδέα για το πού πρέπει να ‘ναι».

«Πού;» ρώτησαν η Τζιλ κι ο Καθηγητής ταυτόχρονα.

«Πολύ κοντά εδώ που στεκόμαστε τώρα, αλλά θα χρειαστώ τη βοήθεια σας για να το εντοπίσω ακριβώς. Να τι βρήκα: το κοράκι έχει βουτήξει την πουδριέρα μιας γυναίκας ή κάποιον άλλο μικρό στρογγυλό καθρέφτη και τον αποθήκευσε στη φωλιά του μαζί με πολλά ακόμα αντικείμενα. Μπόρεσα να δω μερικούς γυάλινους βόλους, λίγο χρυσόχαρτο και μερικά πολύχρωμα κομμάτια από ύφασμα και κλωστές. Αυτά και ένα ζαφείρι».

«Μπόρεσες, όντως, να δεις το ζαφείρι;» ρώτησε η Τζιλ.

«Ναι, αμέ! Όπως βλέπω εσένα! Έ, όχι και τόσο καθαρά. Το φως ήταν αρκετά χαμηλό».

«Μπόρεσες, όμως, να δεις πού βρίσκεται η φωλιά;» ρώτησε ο Καθηγητής.

“No, not really, but that’s where I can use your help. I could hear you both talking when I put my ear up to the Maze portal, so I know the nest has to be somewhere very close to us: definitely in this part of the house.”

«Όχι, όχι πραγματικά, αλλά εδώ θα χρειαστώ τη βοήθειά σας. Μπορούσα να σας ακούω να μιλάτε, όταν έβαλα το αυτί μου στην πύλη του Λαβύρινθου, έτσι ξέρω ότι η φωλιά είναι κάπου εδώ πολύ κοντά μας: σίγουρα σ’ αυτό το κομμάτι του σπιτιού».

«ΟΚ τότε, πώς μπορούμε να σε βοηθήσουμε να το βρεις;» ρώτησε η Τζιλ.

«Ορίστε το σχέδιο», είπε ο Σαμ, «και είναι και πολύ έξυπνο, όχι που να το παινευτώ…»

Η Τζιλ ξίνισε τη μούρη της.

«Όχι, αλήθεια! Θα σας αρέσει πολύ! Κοίτα, εγώ θα πάω πίσω στον Λαβύρινθο, θα βρω ξανά τον καθρέφτη και θα περάσω από μέσα του τα δάχτυλα μου. Θα προσπαθήσω μ’ αυτά να προκαλέσω αρκετό θόρυβο, ώστε να μπορέσετε να τον ακολουθήσετε και να βρείτε τη φωλιά»>

«Και πώς θα το κάνεις αυτό;» ρώτησε η Τζιλ.

«Χτυπώντας τα δάχτυλα μου ή ψαχουλεύοντας τριγύρω ή γρατζουνώντας ή με όποιο άλλο τρόπο μπορέσω να κάνω φασαρία. Βλέπεις, μπορώ να περάσω μόνο ένα-δυο δάχτυλα από τον καθρέφτη, αλλιώς θα άρπαζα μόνος μου το ζαφείρι και θα ξεμπερδεύαμε».

«Στην πραγματικότητα όμως, Σαμ, δεν θα ξεμπερδεύαμε, έτσι δεν είναι; Δεν ξέρουμε με ποιο τρόπο μπαινοβγαίνει το κοράκι στους πίνακες. Μπορεί να έχει κι άλλους κρυστάλλους».

«Ναι, αυτό είν’ αλήθεια, αν κι ακόμα πάω στοίχημα ότι αυτό είναι το πετράδι χρησιμοποιεί για να ταξιδεύει στην κορνίζα. Αλλά όλα στη σειρά τους. Ας βρούμε πρώτα τη φωλιά..»

Η Σαμ μπήκε ξανά στη ντουλάπα. «Δώστε μου μερικά δευτερόλεπτα, ύστερα αρχίστε ν’ ακούτε προσεχτικά. Ίσως να μη μπορέσω να κάνω πολύ θόρυβο, αλλά δείτε μήπως μπορέσετε να καταλάβετε από πού έρχεται». Έκλεισε την πόρτα της ντουλάπας. Περίμεναν. Μετά από περίπου μισό λεπτό, άκουσαν κι οι δύο ένα θρόισμα και μετά έναν απαλό χτύπο, όπως κάνουν τα δάχτυλα πάνω σε ξύλο. Ο ήχος ακουγόταν από πολύ κοντά. Ακριβώς από πάνω τους.

«Πιστεύω ότι έρχεται από το πάνω μέρος της ίδιας της ντουλάπας!» είπε ο Καθηγητής.

«Είστε αρκετά ψηλός, ώστε να δείτε τι υπάρχει εκεί πάνω, κύριε;» ρώτησε η Τζιλ.

«Όχι καθαρά. Κάτσε να φέρω ένα φακό κι ένα σκαμνί. Δεν θ’ αργήσω..»

Η Τζιλ σκέφτηκε ότι ο Σαμ θα πρέπει να τους άκουσε, γιατί ο χτύπος σταμάτησε. Μια στιγμή μετά, ο Καθηγητής επέστρεψε και τοποθέτησε ένα σκαμνί στο πλάι της ντουλάπας. Έτσι, και με τη βοήθεια του φακού, κατάφερε να δει ολόκληρο το πάνω μέρος της καθαρά.

«Α!», δήλωσε, «Να την, εκεί στην πέρα γωνία! Μπράβο, Σαμ. Αν, δηλαδή, μπορείς ακόμα να με ακούσεις. Την βρήκαμε! Μπορείς τώρα να βγεις απ’ τη ντουλάπα, αν θέλεις».

Ο Σαμ άνοιξε ξανά την πόρτα της ντουλάπας. Ο Καθηγητής τον κοίταξε και ρώτησε «να πάρω το ζαφείρι; Φαίνεται να υπάρχει μόνο ένα στη φωλιά;»

Ο Σαμ έσμιξε τα φρύδια του και κοίταξε τη Τζιλ. «Υποθέτω, ότι το να έχουμε στη κατοχή μας τον κρύσταλλο προέχει. Άλλωστε, γι αυτό ήρθαμε. Αλλά μετά πρέπει να σκεφτούμε τι να κάνουμε με το κοράκι. Σου ακούγεται λογικό αυτό;»

«Νόμιζα πως εσύ ήσουνα το αφεντικό εδώ πέρα,» είπε η Τζιλ.

Ο Σαμ έγινε κατακόκκινος. «Όχι, κανένας δεν προσπαθεί να κάνει το αφεντικό. Είμαστε ομάδα –δεν είμαστε;»

Ήταν η σειρά της Τζιλ να κοκκινίσει. Είχε μόλις νοιώσει ένα απρόσκλητο κύμα πρωτόγνωρων συναισθημάτων να έρχονται από τον Σαμ. Νευρικότητα, ντροπή, ενθουσιασμός και – πιο παράξενο απ’ όλα – ευτυχία. Συνειδητοποίησε, ότι η ευτυχία προερχόταν απ’  το γεγονός ότι οι δυο τους δούλευαν μαζί και έκαναν κάτι σημαντικό.

«Ναι..βέβαια και είμαστε», απάντησε. «Συγνώμη, ήμουνα…, ε, δεν ξέρω πώς να το πω».

«Δεν ξέρω εάν ταιριάζει, δις Τζόνσον, αλλά εδώ θα το λέγαμε «ήμουν απαράδεκτη», είπε ο Καθηγητής, καθώς τους κοιτούσε από ψηλά. «Αλλά, να το πιάσω το πετράδι ή όχι;»

«Ναι, πιάστε το», απάντησε η Τζιλ. «Είναι όπως το λέει ο Σαμ. Γι αυτό το λόγο ήρθαμε εδώ».

Ο Καθηγητής άπλωσε το χέρι του  προς το πίσω μέρος της ντουλάπας. Έπειτα κατέβηκε από το σκαμνί και άνοιξε τη παλάμη του. Εκεί υπήρχε ένα μεγάλο, στρογγυλό ζαφείρι. Ήταν πανομοιότυπο με τα δύο άλλα που είχαν δει στον Ορμπαράτους.

Ο Σαμ άπλωσε και πήρε την πέτρα στο χέρι του. Συνοφρυώθηκε ξανά. «Καθηγητά, έχετε κανένα πίνακα στο γραφείο σας;»

«Βεβαίως», είπε ο Καθηγητής. «Γιατί ρωτάς;»

«Δεν μου φαίνετε και τόσο σωστό αυτό», είπε ο Σαμ. «Εννοώ, δεν παίρνω την ίδια αίσθηση αγγίζοντας αυτό τον κρύσταλλο, όπως όταν αγγίζω τους άλλους που γνωρίζω καλά. Θέλω να δω έναν πίνακα για να βεβαιωθώ».

Επέστεψαν στο γραφείο του Καθηγητή. Σ’ έναν από τους τοίχους κρεμόταν το τοπίο ενός ιταλικού χωριού. Ο Σαμ το πλησίασε κρατώντας τον κρύσταλλο και ακούμπησε την επιφάνεια. Μετά, έβαλε το στρογγυλό πετράδι στη τσέπη του, άρπαξε γερά το περιδέραιο του και, προς μεγάλη ευχαρίστηση του Καθηγητή, πέρασε το χέρι του μέσα στον πίνακα.

«Αξιοθαύμαστο!» αναφώνησε ο Καθηγητής.

«Όχι, δεν είναι», είπε ο Σαμ. «Μ’ αυτό τον τρόπο πρέπει να δουλεύουν, αλλά αυτό δεν το κάνει. Δεν βγαίνει νόημα».

«Όμως, Σαμ», είπε η Τζιλ, « ξέρουμε ότι είναι το ίδιο όπως τα άλλα στον Ορμπαράτους, έτσι δεν είναι;»

«Πιστεύουμε, ότι είναι. Είναι στρογγυλό, όπως κι εκείνα, κι έχει περίπου το σωστό μέγεθος. Αλλά αν είναι αυτό που κλάπηκε, μας αφήνει μ’ ακόμα περισσότερες ερωτήσεις απ’ ότι ξεκινήσαμε».

«Με συγχωρείτε», είπε ο Καθηγητής, «αλλά αν θα μπορούσατε να μου εξηγήσετε κάπως καλύτερα τη δυσχέρεια σας, ίσως να μπορούσα να σας βοηθήσω. Συνήθως έτσι γίνεται με τα δυσεπίλυτα προβλήματα».

Ο Σαμ έδειχνε να έχει αμφιβολίες, αλλά η Τζιλ μίλησε. «Έχετε δίκαιο, κύριε! Κι ο πατέρας μου συνήθιζε να μου λέει, ότι μερικές φορές που είχε να λύσει κάποιον ιδιαίτερα δύσκολο γρίφο, το καλύτερο πράγμα που μπορούσε να κάνει ήταν να προσπαθήσει να τον εξηγήσει σε κάποιον άλλον. Ακόμα κι αν αμφέβαλε ότι κατανοούσαν πλήρως τι τους έλεγε, και μόνο το να μιλάει για το πρόβλημα συχνά τον βοηθούσε να βρει τη λύση!»

Στράφηκε στον Σαμ. «Βλέπεις, κάποιες φορές μπερδευόμαστε με τις ίδιες μας τις σκέψεις και δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το δέντρο από το δάσος. Οπότε, ας το δοκιμάσουμε κι έτσι. Άσε με να τα εξηγήσω όλα στον Καθηγητή. Εσύ άκου και διόρθωνε με αν κάνω κάπου λάθος. Μ’ αυτό τον τρόπο θα δούμε βήμα-βήμα όλη την κατάσταση που βρισκόμαστε, κι ίσως να μπορέσουμε να ξεδιαλύνουμε όλοι μαζί τι είναι το καλύτερο να γίνει».

«Όμως εγώ ακόμα πιστεύω πώς όσο λιγότερα ξέρει ο Καθηγητής, τόσο πιο απίθανο είναι να αλλάξουμε κάτι στον τωρινό χρόνο που θα το μετανιώσουμε».

«Το ‘χουμε ξεπεράσει αυτό το σημείο, όμως, έτσι δεν είναι; Ο Καθηγητής ήδη γνωρίζει πολλά. Δεν είναι προτιμότερο ν’ αποφασίσουμε τι θα κάνουμε και να γυρίσουμε στον Ορμπαράτους όσο γίνεται πιο γρήγορα;»

She felt more than saw Sam agree with her, so she proceeded to explain to the Professor, more fully than they had before, where they had come from and why. She then explained that, although they now had the sapphire — or whatever this gem was — that they had come for, they had an additional problem in that the raven seemed able to framerun, somehow, and not by using this crystal. So, they needed to make sure that the raven couldn’t return to Orbaratus and steal the sapphire back again once they returned it.

Ένοιωσε παρά είδε τον Σαμ να συμφωνεί μαζί της, έτσι προχώρησε στο να εξηγήσει στον Καθηγητή, πιο ολοκληρωμένα από πριν, από πού έρχονταν και για ποιό λόγο. Μετά του εξήγησε ότι, αν και τώρα είχαν το ζαφείρι – ή ότι ήταν τέλος πάντων αυτό το πετράδι – που ζητούσαν, είχαν ένα επιπλέον πρόβλημα με το γεγονός ότι το κοράκι έμοιαζε να μπορεί να ταξιδεύει στην κορνίζα χωρίς να χρησιμοποιεί τον κρύσταλλο. Έτσι, έπρεπε να σιγουρευτούν, πως το κοράκι δεν θα μπορούσε να επιστρέψει στον Ορμπαράτους και να κλέψει πάλι το ζαφείρι.

Ο καθηγητής άκουγε προσεκτικά και παρακολουθούσε την αφήγηση της Τζιλ με μεγάλο ενθουσιασμό. «Αυτή είναι μια συναρπαστική ιστορία!» αναφώνησε όταν εκείνη τελείωσε. «Πρέπει κάποτε να την γράψεις, ξέρεις…»

«Αλλά, έχεις δίκαιο. Αν το κοράκι έκλεψε το πετράδι αρχικά, πρέπει να διαθέτει ακόμα κάποιο μέσον που του επιτρέπει να επιστρέφει σε εκείνο το μέρος, τον Ορμπαράτους. Κι αν αυτό ισχύει, πρέπει να ανακαλύψουμε πώς το κάνει και ν’ αφαιρέσουμε αυτό το μέσον. Αυτό, ή να βρούμε έναν τρόπο να το αποτρέψουμε από το να προξενήσει παρόμοιες ζημιές στο μέλλον. Θα μπορούσα να το κλείσω σ’ ένα κλουβί, το καημένο, αλλά σιχαίνομαι την ιδέα. Τα κοράκια είναι πολύ έξυπνα και θα υπέφερε υπέρμετρα. Θα μπορούσα επίσης να καλύψω όλους τους πίνακες μου, ώστε να μην μπορεί πλέον να ταξιδεύει ανάμεσα στους κόσμους, αλλά θα μπορούσε να βρει κάποιον άλλο πίνακα, σε κάποιαν άλλη σοφίτα και να το χρησιμοποιήσει ως πύλη και τότε ένας θεός ξέρει τι κακό θα μπορούσε να προκαλέσει».

Ο Καθηγητής σταμάτησε να ξανασκεφτεί το ζήτημα και έπιασε την πίπα του. Τη γέμισε, την άναψε, τράβηξε μερικές ρουφηξιές και στράφηκε να κοιτάξει σκεπτικός τον Σαμ και τη Τζιλ.

«Πιστεύω, εκτός κι στο μεταξύ σκεφτήκατε κάτι καλύτερο, ότι το καλύτερο που μπορεί να γίνει είναι να πάρετε το πουλί μαζί σας πίσω, Ίσως τα άλλα μέλη της ομάδας σας να βρουν έναν πιο ευγενικό τρόπο να αποφύγουν τα μελλοντικά προβλήματα από αυτόν που μπορώ να προτείνω εγώ προς το παρόν. Να θυμόμαστε, βεβαίως, ότι ο χρόνος είναι πολύ σημαντικός τώρα…».

«…και πέραν τούτου», είπε, κλείνοντας τους το μάτι, « η κ. Μίλερ θα ενθουσιαζόταν αν έφευγε το πουλί από την σοφίτα μια για πάντα, παρόλο που ποτέ δεν θα συμφωνούσα να πάθει κακό με κανένα τρόπο για να το πετύχουμε αυτό».

«Ω, μην ανησυχείτε, κύριε», είπε ο Σαμ, « ποτέ δεν θα του κάναμε κακό. Νομίζω, όμως, πως έχετε δίκαιο. Πρέπει να σιγουρευτούμε ότι δεν θα συνεχίσει να κλέβει πράγματα από άλλους κόσμους».

«Οπότε, ποιό είναι το σχέδιο μας;» ρώτησε η Τζιλ.

«Να πιάσουμε το κοράκι», είπε ο Σαμ.

«Καλώς», είπε ο Καθηγητής, «αλλά, πώς προτείνεις να το καταφέρουμε αυτό;»

«Ειλικρινά, δεν ξέρω, κύριε», είπε ο Σαμ.

«Ούτε κι εγώ», είπε η Τζιλ, «αλλά έχω την αίσθηση ότι καλά θα κάνουμε να βρούμε τρόπο και γρήγορα».

«Γιατί αυτό;» ρώτησε ο Σαμ.

«Γιατί», είπε η Τζιλ, δείχνοντας στο διάδρομο έξω απ’ το γραφείο του Καθηγητή, «να το το κοράκι τώρα, και σίγουρα φαίνεται να κρατάει ακόμα έναν από τους κρυστάλλους στα νύχια του».

 

Η συνέχεια, όπως παντα, την ερχόμενη Παρασκευή.

Για το πρωτότυπο κείμενο πήγαίνετε εδώ: http://jefmurray.com/framerunners/uncategorized/in-the-company-of-angels-episode-8-1-the-wardrobe/