Στη Συντροφιά των Αγγέλων, επεισόδιο 7.2 – Η σοφίτα (συν.)

«Τι έχετε εσείς οι δυο να πείτε για τον εαυτό σας;» ρώτησε ο Καθηγητής, ανοίγοντας περισσότερο την πόρτα προς το γραφείο του και σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος του. Κοίταξε και τους δυο τους με προσδοκία.

«Λοιπόν, κύριε, εμείς .. εμ .. είμαστε μαθητές», είπε ο Σαμ.

«Ναι, αυτό είναι απολύτως πιθανόν», είπε ο Καθηγητής, «αλλά είναι σύνηθες για τους Αμερικανούς μαθητές να εισβάλλουν στα σπίτια Άγγλων καθηγητών χωρίς την άδεια τους;»

«Α! Ώστε είμαστε στην Αγγλία», είπε η Τζιλ.

«Πού αλλού μπορεί να νόμιζες ότι είστε;» ρώτησε ο Καθηγητής.

«Αυτό, κύριε, μπορεί να χρειαστεί κάμποση εξήγηση», είπε ο Σαμ.

«Λοιπόν; Λοιπόν; Αν αυτό χρειάζεται εξήγηση, τότε παρακαλώ ξεκινήστε! Όμως, κ. Μίλερ, για να μην αποκτήσουμε κακή φήμη για απρεπή συμπεριφορά προς τους ξένους σπουδαστές, θα είχατε την καλοσύνη να μας φτιάξετε λίγο τσάι; Θα το πάρουμε στο γραφείο μου».

«Στο γραφείο σας, κύριε;» ρώτησε η κ. Μίλερ. «Θα το έβρισκα πιο ταιριαστό να το σερβίρω στο παιδικό δωμάτιο, αλλά όπως επιθυμείτε…». Η γυναίκα γύρισε και κατέβηκε με βαριά βήματα τη σκάλα. Μερικές στιγμές μετά, ο Σαμ κι η Τζιλ άκουσαν το χτύπο από κατσαρόλες και τηγάνια στην κουζίνα από κάτω. Στο μεταξύ, ο Καθηγητής τους έβαλε μέσα στο δωμάτιο του.

Ο χώρος ήταν κάπως ακατάστατος. Υπήρχαν βιβλία και ράφια βιβλιοθήκης παντού και μια δεύτερη πόρτα στην άλλη άκρη του δωματίου οδηγούσε είτε σε ντουλάπα, είτε σε κάποιο άλλο δωμάτιο. Ένα γραφείο ήταν τοποθετημένο μπροστά από ένα παράθυρο που έβλεπε σε έναν περιποιημένο κήπο. Η Τζιλ είδε τριαντάφυλλα πλεγμένα σε αψίδα στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, κάτω απ’ την οποία έμοιαζε να περνά το μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι. Πρόσεξε μια γάτα που περνούσε επιφυλακτικά δίπλα απ’ τα τριαντάφυλλα. Γρήγοραχάθηκεσ’ έναάνοιγματωνθάμνωντουφράχτη.

Τα χρώματα και τα αρώματα του εγγλέζικου καλοκαιριού πότιζαν ακόμα και τη μουχλιασμένη ατμόσφαιρα του καταφυγίου του Καθηγητή, όμως στη Τζιλ άρεσε η μυρωδιά των βιβλίων και το άρωμα του καπνού της πίπας που τους περικύκλωναν. Της θύμισαν τη δική της βιβλιοθήκη και τον πατέρα της. Άθελα της, ένοιωσε δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια της κι αμέσως προσπάθησε να τα συγκρατήσει. «Δεν είναι ούτε ο τόπος, ούτε η ώρα, να σκέφτομαι τον πατέρα!» είπε στον εαυτό της.

Ο Καθηγητής έκλεισε την πόρτα του γραφείου πίσω τους κι έδειξε τις καρέκλες. «Παρακαλώ, βολευτείτε. Το τσάι θα είναι εδώ σύντομα. Ή ίσως όχι και τόσο σύντομα, αν κρίνω από τη διάθεση της κ. Μίλερ». Γέλασε από μέσα του. Μόλις κάθισαν οι δυο τους, έστριψε την καρέκλα του γραφείου του και κάθισε απέναντί τους.

«Τώρα, πείτε μου παρακαλώ ποιοί είστε και από πού ήρθατε. Και σας παρακαλώ να μην επαναλάβετε την όποια ιστορία είπατε στην κ. Μίλερ, αν της δώσατε καν κάποια εξήγηση. Ξέρω ότι δεν είστε Αμερικανοί μαθητές σε διακοπές. Άρα, ποιοι ακριβώς είστε;»

Ο Σαμ κι η Τζιλ κοιτάχτηκαν κι η Τζιλ έδειξε τον Σαμ. «Εσύ θα πρέπει να του πεις», είπε.

«Τα πάντα;» ρώτησε εκείνος.

Η Τζιλ έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της και προσπάθησε να διαισθανθεί το ποιός μπορεί να είναι αυτός ο Καθηγητής. Αν, δηλαδή, ήταν κάποιος που μπορούσαν να εμπιστευτούν. Όλα όσα  μπόρεσε να αντιληφθεί γι αυτόν μέσω της καινούργιας συναισθητική της ικανότητας, της υπεδείκνυαν ένα λαμπερό φως σ’ έναν σκοτεινό κόσμο – κάποιον πολύ ασυνήθιστο. Σχεδόν τον αντιλαμβανόταν σαν να φοράει ένα αστραφτερό φωτοστέφανο – συναίσθημα παρόμοιο μ’ αυτό που αισθανόταν όποτε είχε τηλεπαθητική επαφή με την Πολυδόρα. Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε με απορία και θαυμασμό.

«Ποιος είστε ακριβώς;» τον ρώτησε.

Ο Καθηγητής χαμογέλασε πλατιά. «Ω, μα κανείς ιδιαίτερος, αγαπητή μου. Αλλά εσείς οι δύο…. Υπάρχει κάτι πάνω σας που είναι τελείως διαφορετικό. Είμαι συνηθισμένος να έρχονται εδώ παιδιά, ξέρετε…από τον Πόλεμο. Αλλά ποτέ κανένα δεν ήταν Αμερικανός. Κι ακόμα και οι Αμερικανοί δεν ντύνονται όπως εσείς. Έτσι λοιπόν, από πού ακριβώς είστε; Και τι κάνετε στο σπίτι μου;»

«Είναι ασφαλής,» είπε η Τζιλ στον Σαμ. ΟΣαμέγνεψε.

«ΟΚ τότε, αυτά που θα σας πω ίσως σας κάνουν να νομίζετε ότι κοροϊδεύω. Δεν το κάνω. Έχουμε έρθει από έναν άλλο τόπο», είπε ο Σαμ, «κι ίσως κι από άλλο χρόνο….Μακάρι να ήτανε εδώ ο κ. Λουκ, εκείνος θα ‘ξερε τι να σας πει. Αλλά, ας πούμε ότι ήρθαμε εδώ γιατί προσπαθούμε να βρούμε κάποιες απαντήσεις σε κάποια σημαντικά ερωτήματα και να πάρουμε πίσω κάτι που κλάπηκε από τους…από το νόμιμο τόπο του. Δεν είχαμε σκοπό να μπούμε παράνομα στο σπίτι σας. Κατά κάποιο τρόπο οδηγηθήκαμε εδώ….»

Ο Καθηγητής ακούμπησε στη πλάτη της καρέκλας του και παρατήρησε τον Σαμ προσεκτικά. «Πώς σε λένε;» ρώτησε.

«Σαμ Ντέκαρντ», απάντησε ο Σαμ.

«Κι εσένα, αγαπητή μου;» ρώτησε ο Καθηγητής, γυρνώντας στη Τζιλ.

Η Τζιλ ένοιωσε ξαφνικά μια πολύ έντονη επιθυμία να κάνει κάτι που δεν είχε ξαναδοκιμάσει, παρά μόνο με την Πόλυ. Προσπάθησε να απαντήσει στον Καθηγητή με το μυαλό της.

«Ονομάζομαι Τζιλ Τζόνσον», σκέφτηκε, όσο πιο «δυνατά» μπορούσε.

Τα μάτια του Καθηγητή άνοιξαν διάπλατα. «Πω,πώ!» είπε φωναχτά.

«Τι;» ρώτησε ο Σαμ.

Ο Καθηγητής έδειχνε ελαφρώς σαστισμένος. «Τζιλ Τζόνσον;» ρώτησε τη Τζιλ ευθέως..

«Ναι», σκέφτηκε εκείνη.

«Μα, αυτό είναι θαυμάσιο!» είπε ο Καθηγητής.

«Τι πράγμα;» ρώτησε ο Σαμ.

«Μιλούσα στο Καθηγητή όπως με έμαθε η Πόλυ», είπε η Τζιλ.

Τα μάτια του Σαμ γούρλωσαν αλλά δεν μίλησε.

Ο Καθηγητής κάθισε τώρα στην άκρη της καρέκλας του και κοίταξε με θαυμασμό τη Τζιλ. «Είσαι από τον πνευματικό κόσμο, αγαπητή μου, ή είσαι άνθρωπος;» ρώτησε.

Η Τζιλ μπερδεύτηκε. «Είμαι απλά ένα κορίτσι, κύριε», είπε. «Αλλά φαίνεται ότι μπορώ να “ακούω” κάποια πράγματα που σκέφτονται οι άλλοι και κάποιες φορές να μπορώ να τους μιλάω χωρίς φωνή. Όμως, όλα αυτά μου είναι πολύ καινούργια κι έτσι δεν ξέρω αν το κάνω καλά».

«Αξιοπρόσεκτο!» είπε ο Καθηγητής. «Ποτέ μου δεν συνάντησα κάτι τέτοιο!»

«Όμως, κύριε», είπε ο Σαμ, « εμείς ήρθαμε εδώ για κάποιο λόγο και δεν μπορούμε να μείνουμε για πολύ. Έχουμε φίλους που μας περιμένουν και χρειάζονται τη βοήθεια μας. Δεν μπορώ να σας πω πολλά περισσότερα, γιατί κρύβονται μεγάλοι κίνδυνοι στο να μιλάμε για τέτοια πράγματα. Ο κ. Λουκ με προειδοποίησε ότι μπορεί να μπούμε σε χρονο-εξαρτημένη επικράτεια. Σ’ αυτή την περίπτωση, όσο λιγότερα ξέρετε για μας, τόσο το καλύτερο και για σας και για μας».

«Είμαι σίγουρος, ότι δεν κατάλαβα ούτε τα μισά απ’ όσα είπες, νεαρέ», είπε ο Καθηγητής, «αλλά βλέπω πως εσείς οι δύο είστε τμήμα από κάτι που πρέπει να πάρω στα σοβαρά, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνω. Πες μου όσα μπορείς και σε τι χρειάζεσαι βοήθεια. Δεν υπόσχομαι τίποτα προκαταβολικά, εκτός του να σε ακούσω προσεκτικά, αλλά δεν είμαι ασυνήθιστος σε … εμ…πώς να το πω; Σε μαγικά πράγματα. Υπόσχομαι λοιπόν να βοηθήσω, αν πιστέψω ότι μπορώ και πρέπει να το κάνω».

«Τότε, κύριε», είπε ο Σαμ, «χρειαζόμαστε βοήθεια, τουλάχιστον άμεσα, μ’ ένα κοράκι».

«Ένακοράκι»;

«Μάλιστα, κύριε. Με ένα κοράκι. Ένα που περνάει το χρόνο του στη σοφίτα σας, απ’ ότι φαίνεται».

«Α! Θα είναι αυτό, για το οποίο παραπονιέται συνέχεια η κ. Μίλερ. Έχει προσπαθήσει να το διώξει, όσες φορές το έχει βρει εκεί, αλλά πάντα επιστρέφει. Μέχρι που ανοίγει και καινούργιες τρύπες στα κεραμίδια κάθε φορά που κλείνουμε τις παλιές. Αλλά δεν μου πάει η καρδιά μου να του κάνω κακό. Μου φαίνεται πολύ ασυνήθιστο και έξυπνο πουλί και αγαπώ όλων των ειδών τα πλάσματα. Αλλά, εσείςοιδυογιατίτοθέλετε;»

«Πιστεύουμε ότι έχει πάρει κάτι, κύριε. Κάτι που δεν του ανήκει. Και πρέπει να το πάρουμε πίσω, ώστε να εμποδίσουμε πολλά άσχημα πράγματα από το να συμβούν».

«Ε, δεν θα παραξενευόμουνα αν ένα κοράκι ήταν κλέφτης. Τους αρέσει πολύ να μαζεύουν πράγματα, ειδικά όσα γυαλίζουν. Θυμάμαι ότι είχα βρει μια φωλιά, όταν ήμουν παιδί, κι ήταν γεμάτη με κομματάκια χρυσόχαρτο, κορδέλες, βόλους, ακόμα και σπασμένα κομμάτια από γυαλί και καθρέφτη».

«Αλλά αυτό δεν έχει τώρα σημασία. Τι είναι αυτό που έκλεψε αυτό εδώ;»

«Ένα πετράδι, κύριε. Ένα ζαφείρι, νομίζουμε, σαν αυτό εδώ». Ο Σαμ έβγαλε τον δικό του μενταγιόν με τον κρύσταλλο μέσα απ’ το πουκάμισο του και το πρότεινε στον Καθηγητή.

Ο Καθηγητής άπλωσε το χέρι να πιάσει τον κρύσταλλο, αλλά σταμάτησε. «Αυτό δεν είναι κοινό πετράδι», είπε.

«Τι εννοείτε;» τον ρώτησε ο Σαμ νευρικά.

Ο Καθηγητής κοίταξε τον Σαμ κατευθείαν στα μάτια. «Εννοώ ότι έχει κάποια ιδιότητα πέρα από το ότι είναι όμορφο. Έχει μια…δύναμη μέσα του, μου φαίνεται. Έχω δίκαιο;»

Η Τζιλ σκούντηξε τον Σαμ. «Στο είπα, είναι ασφαλής. Μπορείς να του πεις».

«Ναι, κύριε, δίκαιο έχετε. Αυτός ο κρύσταλλος, κι άλλοι σαν αυτόν, επιτρέπουν στο άτομο που τα φοράει να κάνει πράγματα που μοιάζουν πολύ παράξενα στον περισσότερο κόσμο».

«Εννοείς όπως το να ταξιδεύει σε διαφορετικούς κόσμους; Ή διαφορετικούς χρόνους;»

«Ε, ναι, κύριε. Αλλά, όπως είπα, δεν πρέπει να σας πούμε πάρα πολλά, γιατί αυτό μπορεί να προκαλέσει σε όλους μας πολλά προβλήματα», είπε ο Σαμ, «αλλά μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;»

«Βεβαίως».

«Μπορείτε να μας πείτε πού είμαστε και τι χρονιά είναι;»

«Μιλώντας σωστά, νεαρέ, θα έπρεπε να με ρωτήσεις “θα μπορούσατε να μας πείτε”, όχι “μπορείτε να μας πείτε”».

Ο Καθηγητής κούνησε το κεφάλι του και μουρμούρισε κάτω απ’ την αναπνοή του, «Τι στην ευχή τους μαθαίνουν στα αμερικάνικα σχολεία;» Μετά, με δυνατότερη φωνή, είπε, «Αλλά, αφήνοντας αυτό στην άκρη, θέλετε να πείτε ότι δεν ξέρετε που βρισκόσαστε; Τι περίεργο! Βέβαια, σήμερα ήταν μια μέρα γεμάτη περίεργα γεγονότα. Λοιπόν, να σας απαντήσω, βρισκόσαστε στην Οξφόρδη, στην Αγγλία», είπε ο Καθηγητής.

«Και τι χρονιά είναι;»

«Το σωτήριον έτος χίλια εννιακόσια σαράντα έξι».

«Ωχ, όχι!» είπε ο Σαμ.

Η συνέχεια την επόμενη Παρασκευή, όπως πάντα….

Για το πρωτότυπο κείμενο: http://jefmurray.com/framerunners/coa_episode/in-the-company-of-angels-episode-7-2-the-attic-cont/