Στη Συντροφιά των Αγγέλων, επεισόδιο 9.1 – Ο Αποδίδων

Το γκρίζο φως μιας κρύας και υγρής χειμωνιάτικης μέρας, που έμπαινε από τα παράθυρα ενός διαμερίσματος στο Λονδίνο, υποδέχτηκε τον Λουκ Λέστερ, όταν αυτός πέρασε μέσα από το σκίτσο που είχε φτιάξει στον Ορμπαράτους και έφτασε στην Αγγλία. Είχε φτιάξει το σκίτσο με αυτό το διαμέρισμα κατά νου, βέβαια, και γνωρίζοντας τον αρχηγό του Τάγματος του, δεν ξαφνιάστηκε καθόλου όταν κατάλαβε ότι ο Αζάριας είχε προβλέψει την άφιξη του.

Το διαμέρισμα βρισκόταν στον τελευταίο όροφο ενός συμπλέγματος τούβλινων κτηρίων στα δυτικά των περιοχών Κένζινγκτον και Τσέλσι του Λονδίνου. Η συνοικία είχε πάρει την εντυπωσιακή επωνυμία Αρχοντικά του Κένζινγκτον. Ο Αζάριας, ή καλύτερα ο “Αδελφός Αζάριας”, όπως υπενθύμισε ο Λουκ στον εαυτό του, ήταν ένας παράξενος και εκκεντρικός κάτοικος μιας πολύ πλούσιας συνοικίας. ;Eνας καλόγερος ανάμεσα σε εκατομμυριούχους.

Όμως η τοποθεσία του διαμερίσματος, που βρισκόταν κοντά στον σταθμό Μετρό του Κένζινγκτον, επέτρεπε στον Αδελφό Αζάριας εύκολη πρόσβαση στο αεροδρόμιο Χίθροου, και στους σιδηροδρομικούς σταθμούς του Πάντιγκτον και του Κίνγκς Κρος. Έτσι, μπορούσε να ταξιδέψει χωρίς περιορισμούς προς κάθε κατεύθυνση. Επίσης, βρισκόταν κοντά στο Βρετανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και στο Μουσείο “Βικτώρια και Άλμπερτ”, και αυτό έκανε την τοποθεσία του ιδανική για έναν πολυμαθή μελετητή της ιστορίας, του πολιτισμού, της επιστήμης και της παράδοσης. Γιατί ως τέτοιος παρουσιαζόταν ο Αζάριας στους γείτονες του. Ο Λουκ χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε να κρυφακούει μια συζήτηση του Ηγούμενου, του Πατέρα Χίλντεμπραντ με τον Αδελφό Αζάριας, σχετικά με την επιλογή της κατοικίας του.

«Θα δείχνει κάπως πλούσια για έναν θρησκευόμενο», είχε πει στον Αδελφό Αζάριας.

«Όντως, αλλά αυτή η τοποθεσία θα μου δώσει πρόσβαση σε μέσα που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού, και ποιος μπορεί να πει τι καλό μπορεί να φέρει ένας “πόλος αντίθεσης” σε μια τόσο λουσάτη γειτονιά». Ο Λουκ μπορούσε ακόμα να θυμηθεί το μειδίαμα στο πρόσωπο του Αζάριας όταν έκανε αυτή τη δήλωση. Ήταντοχαμόγελοτηςαλεπούςστοκοτέτσι.

Ο Αρχι-ηγούμενος είχε συμφωνήσει με την αίτηση του Αδελφού Αζάριας, χωρίς να χρειαστεί περαιτέρω πειθώς. Ο Λουκ γνώριζε, μιας και του το είχε πει ο ίδιος ο αδελφός του, ο Τσαρλς, ότι οι δύο άνδρες είχαν μακρά “ιστορία”. Ο Τσαρλς ήταν στενός φίλος με πολλούς Βενεδικτίνους μοναχούς και ο Πατέρας Χίλντεμπραντ ήταν ο παγκόσμιος αρχηγός του Τάγματος.

Ο Πατέρας Χίλντεμπραντ και ο Αδελφός Αζάριας, σύμφωνα με τον Τσαρλς, καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον με έναν τρόπο που μπέρδευε τον Λουκ, αλλά ο Τσαρλς επέμενε πάντα ότι αυτοί οι δύο ήταν αδελφές ψυχές με τρόπο δύσκολο να γίνει κατανοητός από τον απλό κόσμο.

«Πρέπει να ξέρεις, Λουκ, ότι ο Αδελφός Αζάριας είναι – πώς να το θέσω; – δύσκολο να εξιχνιασθεί, σε βαθμό που να μοιάζει αλλόκοσμος», του είχε εκμυστηρευτεί κάποτε ο Τσαρλς. «Ακριβώς γι αυτό τον επιφόρτισαν με την αρχηγία του Τάγματος σου, των Ταξιδιωτών της Κορνίζας. Υποψιάζομαι πώς είναι κοινωνός γνώσεων που ούτε ο Πατέρας Χίλντεμπραντ δεν κατέχει. Πίστεψε με! Τον έχω δει σε καταστάσεις, στις οποίες κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα ήθελε να βρεθεί και αποδείχτηκε περισσότερο από ικανός να τις αντιμετωπίσει κάθε φορά…».

Αυτές οι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του Λουκ καθώς στεκόταν στο καθιστικό του διαμερίσματος του Αδελφού Αζάριας. Ήταν λιτά επιπλωμένο με έναν καναπέ, ένα τραπέζι και ράφια με βιβλία που κάλυπταν όλους τους τοίχους. Ο Λουκ θυμήθηκε ότι το διαμέρισμα είχε ένα μπάνιο και δύο υπνοδωμάτια, τα οποία ήταν επίσης πνιγμένα στα βιβλία. Το κατάλυμα προοριζόταν τόσο για τα μέλη των Βενεδικτίνων και για τα μέλη του FratrumSimulacrorum, όσο και για τον ίδιο τον Αζάριας. Ήταν ένα «ασφαλές σπίτι», ένας μυστικός τόπος συγκέντρωσης  κρυμμένος στην πολύβουη καρδιά του Λονδίνου. Ο Λουκ σταμάτησε και άκουσε προσεκτικά. Το διαρκές «κλικ-κλικ, κλικ-κλικ» των υπόγειων τραίνων, ακριβώς έξω από τα παράθυρα του διαμερίσματος, έμοιαζε να μην σταματά ποτέ. Τον ξεχνούσε αυτόν τον ήχο μέχρι να ξαναγυρίσει εδώ. Ήταν ο διαρκής χτύπος της καρδιάς του Λονδίνου.

Όμως τώρα, ο Λουκ έπρεπε να συγκεντρωθεί. Με το που έφτασε, παρατήρησε μια στοίβα από φακέλους στο τραπέζι του σαλονιού, με ονόματα γραμμένα με το χέρι. Υπήρχε ένα για τον Τσαρλς, ένα για τον Αδελφό Άραν, ένα για τον Πατέρα Χίλντεμπραντ, ένα για κάποια Κασσάνδρα, που δεν την γνώριζε, κι ένα για εκείνον. Αυτό το τελευταίο έφερε τη σημείωση “Επείγον!” γραμμένη κάτω από το όνομα. Τοάνοιξεαμέσως.

 «Αγαπητέ μου Λουκ,

Αν διαβάζεις αυτό, τότε έχεις έρθει στο διαμέρισμα μου αναζητώντας με. Δεν θα με βρεις εδώ. Αλλά ίσως θελήσεις κατά την απουσία μου να μελετήσεις τον πίνακα που κρέμεται στον διάδρομο, αυτόν που άφησα ασκέπαστο. Με την πρώτη ευκαιρία, σε παρακαλώ, συνάντησε με στα δώματα του Αρχι-ηγουμένου στη Ρώμη. Μόλις φτάσεις, βρες την πόρτα και χτύπησε την. Αν δεν απαντήσει κανείς, να έχεις υπομονή. Αν κι αυτό δεν έχει αποτέλεσμα, βγες έξω και αναζήτησε τον Πατέρα Χίλντεμπραντ. Θα έρθω κι εγώ, όσο πιο γρήγορα μπορέσω, αλλά πρέπει να με περιμένεις. Για κανένα λόγο δεν πρέπει να επιστρέψεις στην Πινακοθήκη! Συνέβη μια πυρκαγιά. Θα σου εξηγήσω μόλις συναντηθούμε.

Αζάριας»

Ο Λουκ ξαναδιάβασε το γράμμα. Ήταν συνηθισμένος στα αινιγματικά ορνιθοσκαλίσματα του Αζάριας, όμως η αναφορά σε φωτιά τον θορύβησε. Γνώριζε ότι ο Αζάριας ήταν αδηφάγος αναγνώστης λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του 20ου αιώνα, και αναγνώρισε, ή νόμισε ότι αναγνώρισε, την λογοτεχνική αναφορά. Το «συνέβη μια πυρκαγιά, κύριε,» ήταν μια από τις πιο χαρακτηριστικές γραμμές στο βιβλίο του Μάικλ Κράιτον “Το σύνδρομο της Ανδρομέδας”. Αν αυτόν τον συνειρμό προσπαθούσε να προκαλέσει το γράμμα του Αζάριας, τότε σίγουρα είχε συμβεί κάτι καταστροφικό. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει τις οδηγίες του κατά γράμμα και αμέσως.

Στράφηκε και βγήκε από το καθιστικό στον διάδρομο. Το φως ήταν χαμηλό, αλλά βρήκε το ντουλάπι και ψαχούλεψε μέσα. Μπορούσε να αισθανθεί τις κόχες ενός καμβά χωρίς κορνίζα. Τον έβγαλε έξω και τον έφερε στο γκρίζο φως του καθιστικού, στηρίζοντας τον στο πλάι του καναπέ. Ήταν ένας μικρός πίνακας, ίσως 60×100 εκατοστά και του φάνηκε ότι τον αναγνώρισε σαν έναν από  τους πίνακες του αδελφού του, του Τσαρλς. Ο Τσαρλς κέρδιζε τα προς το ζην ως ζωγράφος στη περιοχή Κότσγουολντς και ήταν πολύ ταλαντούχος, ειδικά στα τοπία. Ο Λουκ ήταν περισσότερο σκιτσογράφος, το λάδι δεν ήταν το αγαπημένο του μέσο. Δεν υπήρχε αδελφική αντιπαλότητα μεταξύ τους, ήταν πολύ αγαπημένοι κι ας ζούσαν σε διαφορετικές ηπείρους, κι ας προτιμούσαν διαφορετικά καλλιτεχνικά στυλ.

Όμως, αυτός ο συγκεκριμένος πίνακας ήταν σκοτεινός. Απεικόνιζε έναν σχεδόν κλειστοφοβικό χώρο γεμάτο ράφια με βιβλία, χάρτες, ντουλάπια και μικρά κορνιζαρισμένα πορτρέτα, όλα φωτισμένα πολύ αμυδρά, σαν από το φως κεριών  ή κάποια μαγική λάμψη. Ήταν ένα μυστικό μέρος, ένα κρυμμένο μέρος, με παράξενα εργαλεία και βιβλία που μόλις φαίνονταν πάνω σε σκοτεινά ράφια. Επίσης, ήτανέναμέροςκαθόλου, μακαθόλουελκυστικό.

«Σε ποιο σημείο της Ρώμης θα μπορούσε να βρει κανείς μια τέτοια σκιουρο-φωλιά, γεμάτη τεχνουργήματα και έγγραφα;» αναρωτήθηκε.

Αλλά ο Λουκ δεν δίστασε να συνεχίσει στο καθήκον του. Βεβαιώθηκε πως η πόρτα το διαμερίσματος ήταν όντως κλειδωμένη και ασφαλής κι ύστερα επέστρεψε στο καθιστικό, έστριψε πάλι το δαχτυλίδι του και κοίταξε άλλη μια φορά τον πίνακα του αδελφού του. Τώρα έφεγγε με την γνωστή γαλάζια λάμψη στις άκρες του καμβά. Ο Λουκ συσπειρώθηκε, έδωσε κουράγιο στον εαυτό του και μπουσούλισε (δεν υπάρχει πιο κομψός όρος να το περιγράψω, είναι μια απ’ τις πολλές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αδελφοί του FratrumSimulacrorum) μέσα από τον πίνακα στον χώρο πίσω του.

Σύρθηκε και άπλωσε τα χέρια του για να βρει ασφαλή χώρο, όπου θα μπορούσε να σταθεί. Ο φωτισμός ήταν όντως ελάχιστος. Υποψιάστηκε ότι ο αδελφός του είχε κάνει αρκετή χρήση της καλλιτεχνικής αδείας στην απόδοση του μέρους, για να μπορέσει να το κάνει ορατό. Εκτός από το φως που έμπαινε από την πύλη, δεν υπήρχε άλλο, ώστε να μπορέσει να δει τον περίγυρο. Έτσι καθυστέρησε να στρίψει το δαχτυλίδι του μέχρι να μάθει τα κατατόπια. Ένοιωσε το γνωστό αίσθημα ναυτίας που τον συνόδευε πάντα, όποτε ταξίδευε στην κορνίζα, εκτός κι αν ήταν δικό του το σχέδιο. Έτσι έμεινε στο πάτωμα μέχρι να καταφέρει να φάει μερικά κομμάτια σοκολάτας.

«Πολύ ωραία,» είπε, μόλις άρχισε να αισθάνεται καλύτερα, «να οι χάρτες και τα ράφια με τα βιβλία. Και –δόξατωΘεώ – νακιηπόρτα!»

Σηκώθηκε, χτύπησε στην πόρτα και περίμενε. Δεν πήρα καμία απάντηση. Περίμενε λίγο ακόμα και χτύπησε ξανά. Τίποτα.

Έβαλε το αυτί του στο βαρύ ξύλο και άκουσε προσεκτικά. Πολύ αμυδρά άκουσε φωνές, που ευτυχώς έμοιαζαν να δυναμώνουν. Όταν μπόρεσε να ξεχωρίσει συγκεκριμένες φωνές, χτύπησε δυνατά την πόρτα με τη γροθιά του.

Έγινε μια σύντομη παύση και ύστερα άκουσε το κουδούνισμα κλειδιών. Τελικά μια σχισμάδα φωτός φάνηκε απ’ έξω. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και οι χρυσές ηλιαχτίδες μια ιταλικής χειμωνιάτικης μέρας του έκαψαν τα μάτια.

«Αφέντη Λουκ, χαίρετε!» είπε δυνατά μια γνώριμη φωνή. Ήταν ο Αδελφός Αζάριας, βεβαίως, και ο Λουκ αναγνώρισε την γκρίζα γενειοφόρα όψη του να ορθώνεται από πάνω του στο ηλιόλουστο δωμάτιο. Στην πόρτα στεκόταν ακόμα ένας άνδρας. Πιο μικρόσωμος και νεότερος στην εμφάνιση από τον Αζάριας, αλλά αυτό δεν έκανε την παρουσία του λιγότερο έντονη.

Ο Πατέρας Χίλντεμπραντ προχώρησε μπροστά, άρπαξε το χέρι του Λουκ και τον βοήθησε να σταθεί όρθιος και να περάσει από το κρυφό δωμάτιο στο επίσημο γραφείο. Το δωμάτιο είχε τοίχους καλυμμένους με ξύλο και μαρμάρινο πάτωμα. Ένα γραφείο αντίκα και καρέκλες βρίσκονταν στο κέντρο του χώρου και βιβλιοθήκες κάλυπταν δύο από τους τοίχους. Πίσω από το γραφείο, ψηλά, τοξωτά παράθυρα άφηναν να μπαίνει το χρυσαφένιο φως του απογεύματος.

Ο Πατέρας Χίλντεμπραντ ήταν Αρχι-ηγούμενος του Τάγματος των Βενεδικτίνων όσο καιρό μπορούσαν να θυμηθούν οι περισσότεροι εν ζωή καλόγεροι, αλλά διατηρούσε την εμφάνιση ενός άνδρα σαράντα, το πολύ πενήντα χρόνων. Ο Λουκ σκέφτηκε ότι ποτέ μέχρι τώρα δεν το είχε παρατηρήσει κι αυτό ήταν παράξενο, αφού ήταν καλλιτέχνης και συνήθως τον συνέπαιρναν τα πρόσωπα και οι εκφράσεις των ανθρώπων. Αναρωτήθηκε, αν ο Πατέρας Χίλντεμπραντ μπορούσε να περιβάλει τον εαυτό του με κάτι σαν νέφος “μη παρατηρητικότητας”. Μια τέτοια ικανότητα θα ήταν πολύτιμη σε οποιονδήποτε κατείχε μια τόσο σημαντική θέση, αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν.

«Σας ευχαριστώ και τους δύο», είπε ο Λουκ. «Και ζητώ συγνώμη, αν η άφιξη μου ήταν ενόχληση..»

Ο Πατέρας Χίλντεμπραντ έκρυψε με το ζόρι ένα εγκάρδιο χαμόγελο και ο Αζάριας χτύπησε το μέτωπο του. «Τι στο καλό λες, Αφέντη Λούκας; Κάθε άλλο παρά ενόχληση ήταν. Περιμέναμε την άφιξη σου αρκετό καιρό τώρα! Το παιγνίδι έχει αρχίσει! Δενυπάρχειχρόνοςγιαχάσιμο!»

«Γιατί; Συνέβη κάτι;» ρώτησε ο Λουκ.

«Πρώτα να μας πεις εσύ! Υπάρχουν σημαντικά νέα εδώ, αλλά υποψιάζομαι ότι θα είναι πιο συνετό να ακούσουμε πρώτα εμείς τα δικά σου. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να καθορίσουμε την πλήρη φύση του τι συμβαίνει και γιατί. Λοιπόν, περιμέναμε να ακούσουμε νέα σου και ελπίζαμε ότι θα φτάσεις σύντομα. Ευτυχώς, ήρθες σύντομα!»

«Παρακαλώ, Λουκ, κάθισε», είπε ο Πατέρας Χίλντεμπραντ, δείχνοντας μια καρέκλα δίπλα στο γραφείο του.

Ο Αδελφός Αζάριας, άνετα ο ψηλότερος από τους τρεις άνδρες, περίμενε να καθίσουν ο Λουκ και ο ηγούμενος και μετά πήγε μέχρι την πόρτα που οδηγούσε από το γραφείο στον διάδρομο του Μοναστηριού του Σαντ Ανσέλμο. Άνοιξε λιγάκι την πόρτα για να βεβαιωθεί ότι δεν βρισκόταν έξω κανείς άλλος εκτός από τον Αδελφό Κάρολ, τον γραμματέα του ηγούμενου. Έπειτα έκλεισε την πόρτα, την κλείδωσε, τράβηξε άλλη μια καρέκλα δίπλα στον Λουκ και κάθισε βαριά.

«Οπότε, σε παρακαλώ, Λουκ, πες μας τι συνέβη, που σε έφερε εδώ σ’ εμάς», είπε ο ηγούμενος.

Ο Λουκ άρχισε να εξηγεί για το κυνήγι του Αυλητή, στο οποίο είχαν επιδοθεί εκείνος κι ο Σαμ την προηγούμενη μέρα, και πώς αυτό το άπιαστο πλάσμα τους οδήγησε τελικά στη βιβλιοθήκη της Τζιλ Τζόνσον.

«Α, ώστε ξανάρθε αυτός!» είπε ο Αζάριας. «Το φαντάστηκα. Μοιάζει να εμφανίζεται όποτε πρόκειται να συμβεί κάτι μνημειώδες. Ακόμα δεν ξέρουμε αν ταξιδεύει στις κορνίζες χρησιμοποιώντας κάποιον κρύσταλλο ή αν αντ’ αυτού χρησιμοποιεί κάτι άλλο;»

«Όχι, δεν έχουμε καταφέρει να καταλάβουμε τίποτα γι αυτόν, φοβάμαι», είπε ο Λουκ. «Αλλά πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό το ότι μας οδήγησε στο σπίτι της δεσποινίδας Τζόνσον. Είναι η δεύτερη φορά που μας φέρνει σε επαφή με κάποιο μέλος της οικογένειας της, όπως ξέρετε. Και ξέρετε επίσης τι συνέβη την πρώτη φορά…»

«Φοβάμαι πώς ναι», είπε ο Αζάριας και το μέτωπο του σκοτείνιασε.

 

Η συνέχεια την επόμενη  Παρασκευή.

Για το πρωτότυπο: http://jefmurray.com/framerunners/uncategorized/in-the-company-of-angels-episode-9-1-the-renderer