Στη Συντροφιά των Αγγέλων, επεισόδιο 4.2 – Η Συναισθητική (συν.)

«Βγάλτο! Βγάλε το δαχτυλίδι! άκουσε να της λέει ο κ. Λουκ σαν από μεγάλη απόσταση, όμως η Τζιλ δεν μπορούσε να κουνηθεί. Έπειτα, δυνατά χέρια την άρπαξαν απ’ τους ώμους και συνειδητοποίησε ότι η Πολυδόρα την κρατούσε όρθια. Αμέσως αισθάνθηκε να ηρεμεί κι άκουσε το πιο όμορφο τραγούδισμα, καθάριο και γλυκό, που έμοιαζε να έρχεται ψηλά από τα δοκάρια της οροφής. Η Πόλυ είχε στρέψει την Τζιλ, είχε γονατίσει μπροστά της και την κρατούσε όρθια κοιτάζοντας στα μάτια της.

Η Τζιλ κοίταξε το πρόσωπο της Φερρουμάρι κι άκουσε στο κεφάλι της μια φωνή να λέει «Αυτοί είναι εκείνοι που χάθηκαν, αλλά οι φωνές τους δεν είναι λυπημένες. Είναι φωνές χαράς. Αντηχήσεις από εποχές πολύ πριν γεννηθώ εγώ. Καταλαβαίνεις;»

Η Τζιλ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι πραγματικά. Αλλά…θα είμαι εντάξει. Χρειάζομαιμόνομιαστιγμή…»

«Συγνώμη,» είπε, «κοιτάζοντας πάνω προς τον κ. Λουκ και τον Σαμ. «Μάλλον ήταν που έπρεπε να συνηθίσω το δαχτυλίδι, νομίζω».

«Όχι, ήταν κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Πόλυ, πιστεύεις ότι θα είναι εντάξει στον Ορμπαράτους;»

«Ναι, αν είμαι μαζί της. Όπως είπα, βλέπει πολύ μακριά και ίσως μπορέσει γρήγορα να αισθάνεται την παρουσία και τα συναισθήματα των τριγύρω της τόσο καλά όσο εγώ».

«Εννοείς,» ρώτησε η Τζιλ, «εννοείς ότι κι εσύ είσαι Συναισθητική;»

«Βεβαίως,» είπε η φωνή στο κεφάλι της. «Έτσι κατάλαβα το τι ήσουν και το τι σκεφτόσουν κι αισθανόσουν». ΗΠόλυχαμογέλασε.

«Αλλά εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό,» είπε η Τζιλ.

«Δεν μπορείς να κάνεις τί;» ρώτησε ο Σαμ.

«Σιωπή, Σαμ,» είπε ο κ. Λουκ.

«Κι όμως, ήδη το κάνεις!» σκέφτηκε η Πόλυ. «Τοκάνειςτώρα!».

Η Τζιλ κοίταξε την Πόλυ με γουρλωμένα μάτια. «Εντάξει, άσε με να το δοκιμάσω..» είπε η Τζιλ.

«Να δοκιμάσεις τί;» ρώτησε ο Σαμ.

«Σιωπή, Σαμ!» είπε ο κ. Λουκ

«Μπορείς να μ’ ακούσεις;» σκέφτηκε η Τζιλ, κοιτάζοντας κατευθείαν την Πόλυ.

Η Πόλυ έγνεψε καταφατικά και χαμογέλασε, «Βεβαίως!» ανταπέδωσε την σκέψη.

«Μάλιστα, αυτό είναι πρωτόγνωρο!» είπε δυνατά.

«Τι είναι πρωτόγνωρο;» ρώτησε ο Σαμ κι ο κ. Λουκ του έκλεισε το στόμα με το χέρι του.

«Όμως, Πόλυ,» σκέφτηκε η Τζιλ, «αν μπορώ να καταλαβαίνω τι σκέφτεσαι εσύ, γιατί δεν μπορώ να καταλάβω τί σκέφτονται όλοι οι άλλοι;»

Jill heard a tinkling sound in her head that she recognized as Polly’s laughter. “Because, little one, you’ve not tried to! And because it is always easier to read the thoughts of another Empath than of anyone else, provided, of course, that the Empath is allowing you to do so.”

Η Τζιλ άκουσε ένα κουδούνισμα στο κεφάλι της, που αναγνώρισε ως το γέλιο της Πόλυ. «Γιατί, μικρούλα, δεν το προσπάθησες! Και γιατί είναι πάντα ευκολότερο να διαβάσεις τις σκέψεις ενός άλλου Συναισθητικού παρά όλων των άλλων. Με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι ο Συναισθητικός θα σου το επιτρέψει».

«Α!» είπε η Τζιλ δυνατά. Έκλεισε τα μάτια της και τα έτριψε.

«Τι τρέχει, κ. Λουκ;» ρώτησε ο Σαμ, εμφανώς μπερδεμένος.

«Κάτι που ούτε εσύ έχεις ξαναδεί, Σάμιουελ, ούτε κι εγώ. Κάτι που πρέπει να το θυμάσαι και να το φυλάξεις με προσοχή. Μπορεί να μη το ξαναδείς στη ζωή σου! Η Τζιλ μαθαίνει κάτι καινούργιο για τον εαυτό της, ένα υπέροχο πράγμα. Θυμάσαι τότε που πρωτόμαθες ότι είσαι Πλοηγός;»

«Ναι..»

«Ε, είναι σαν εκείνο, αλλά ακόμα περισσότερο».

«Αα!»

Ενώ ο Σαμ κι κ. Λουκ μιλούσαν, η Πόλυ και η Τζιλ έμεναν σιωπηλές κοιτάζοντας η μία την άλλη.

«Πόλυ» είπε ο κ. Λουκ μετά από λίγο, «ξέρω ότι σε ρώτησα ήδη, αλλά είσαι σίγουρη ότι η Τζιλ θα είναι εντάξει στον Ορμπαράτους;»

Ακολούθησε μια μακριά παύση, καθώς η Τζιλ κι η Πόλυ έμοιαζαν να κουβεντιάζουν μεταξύ τους. Μετά, η Τζιλ είπε, «Ναι, κ. Λουκ. Η Πόλυ μου έλεγε ήδη για τον κόσμο της και θα ήθελα πολύ να τον δω και μόνη μου».

Ο Σαμ κούνησε το κεφάλι του. «Ώστε τώρα μπορείς να διαβάζεις σκέψεις;»

«Όχι,» είπε η Τζιλ, «όχι τη δική σου. Αλλά η Πόλυ λέει ότι θα μπορέσω με τον καιρό.»

«Ωωχ! Δεν μου ‘φτανε που ‘πρεπε να προσέχω το στόμα μου, τώρα θα πρέπει να προσέχω και τις σκέψεις μου!»

«Δεν το ‘χεις κάνει μ’ εμένα μέχρι τώρα,» είπε η Πόλυ χαμογελώντας. «Γιατί να πρέπει να το κάνεις με την φίλη σου;»

«Είναι..είναι αλλιώτικα με τη Τζιλ…» είπε ο Σαμ μουτρωμένος.

«Λοιπόν, αυτά μπορούμε να τα κανονίσουμε αργότερα,» είπε ο κ. Λουκ. «Τώρα, αν συμφωνούμε όλοι, ας πάμε να εξερευνήσουμε έναν άλλο κόσμο…».

 

Ο κ. Λουκ πήγε πίσω από μια κοντινή κουρτίνα και εμφανίστηκε φορώντας το μακρύ παλτό που φορούσε όταν τον ανακάλυψε η Τζιλ στην βιβλιοθήκη της. Είχε φέρει και δυο κοντές, γκρίζες κάπες με κουκούλα μαζί του. «Δεν κάνει και τόσο κρύο στον Ορμπαράτους,» είπε καθώς έδινε τη μια κάπα στον Σαμ και την άλλη στη Τζιλ, «αλλά μπορεί να έχει λίγη υγρασία και να φυσάει. Αυτές θα σας βοηθήσουν να μείνετε ζεστοί και στεγνοί όσο θα είμαστε εκεί».

Ύστερα, οι τέσσερις τους μαζεύτηκαν κοντά στον πίνακα. «Βεβαιωθείτε όλοι, παρακαλώ, ότι το δέρμα σας είναι σε επαφή με τον κρύσταλλο,» είπε ο κ. Λουκ.

Η Τζιλ έσφιξε τη γροθιά της κι ένοιωσε το τσίμπημα του ηλεκτρισμού. Ακολούθησε γι άλλη μια φορά η πλημμύρα των συναισθημάτων και ο ήχος του τραγουδιού από τον πίνακα. Αλλά, είτε γιατί αυτή τη φορά ήταν προετοιμασμένη, είτε γιατί το χέρι της Πόλυ ακουμπούσε στον ώμο της, η Τζιλ ανακάλυψε, πως τώρα μπορούσε να το αντέξει.

«Είναι όλοι έτοιμοι;» ρώτησε ο κ. Λουκ, κοιτάζοντας με νόημα τη Τζιλ.

Η Τζιλ έγνεψε καταφατικά.

«Τότε κρατήστε τα καπέλα σας!» είπε ο Σαμ. Με αυτό, πήδηξε και με τα δύο πόδια κατευθείαν πάνω στον πίνακα. Η Τζιλ τη μια στιγμή τον έβλεπε και την άλλη είχε χαθεί. Χωρίς να το θέλει της κόπηκε η ανάσα.

«Τώρα εσείς οι δύο, Πόλυ,» είπε ο κ. Λουκ.

Η Πόλυ προχώρησε μπροστά χωρίς δισταγμό και βάδισε μέσα στον πίνακα, σκύβοντας για να περάσει το κεφάλι και φτερά της μέσα. Κρατούσε το χέρι της Τζιλ σφιχτά στο δικό της. Η Τζιλ την ακολούθησε, διστάζοντας μόνο μια στιγμή. Μόλις πέρασε, τα πόδια της έτριξαν πάνω σε κάτι σαν χαλίκι κι ένοιωσε ένα δροσερό, υγρό αεράκι στα μαλλιά της.

Κοίταξε γύρω της. Πάνω της, σύννεφα έτρεχαν στα ασημένια ουράνια και τα κτίρια που έμοιαζαν με ψηλά βράχια υψώνονταν σε όλες τις πλευρές. Η Πολυδόρα, που κρατούσε ακόμα το χέρι της, στεκόταν λίγο πιο μπροστά της και κοίταζε επίμονα προς ένα συγκεκριμένο σημείο, ψηλά πάνω σε ένα από τα κτίρια.

Ο Σαμ στεκόταν μπροστά τους και χαμογελούσε πλατιά. «Τιλες;» είπε

Η Τζιλ αισθανόταν τελείως αποπροσανατολισμένη – ζαλισμένη, και λίγο πειραγμένη στο στομάχι. Γύρισε προς τα πίσω, ίσα για να δει τον κ. Λουκ να έρχεται δίπλα της. Ακριβώς πίσω του μπορούσε ακόμα να δει τα φώτα και το γραφείο στην Πινακοθήκη. Η Τζιλ έσκυψε λίγο στο πλάι του, για να δει καλύτερα, και συνειδητοποίησε ότι το παράθυρο, αν κανείς μπορούσε να το πει έτσι, κρεμόταν στο κενό. Άφησε το χέρι της Πόλυ και το πλησίασε. Άνοιξε το χέρι της και το άπλωσε να ακουμπήσει το φωτεινό πλαίσιο, αλλά μόλις το έκανε, αυτό εξαφανίστηκε κι έμεινε να κοιτάζει το άδειο τοπίο του Ορμπαράτους. Τράβηξετοχέριτηςξαφνιασμένη.

«Ακόμα εκεί είναι, ξέρεις,» είπε ο κ. Λουκ. Κλείσε ξανά το χέρι σου πάνω στον κρύσταλλο».

Η Τζιλ έκλεισε τη γροθιά της κι αμέσως η κορνίζα ξανάνοιξε μπροστά της.

«Θα παραμείνει εδώ για να την χρησιμοποιήσουμε όταν επιστρέψουμε,» είπε ο κ. Λουκ, «αλλά κανείς δεν μπορεί να την δει ή να την χρησιμοποιήσει χωρίς ένα από τα ζαφείρια μας»>

Η Τζιλ συνέχισε για μια στιγμή ακόμα να κοιτάζει μέσα απ’ την πύλη και μετά χαλάρωσε το κράτημα της στο ζαφείρι. Η θέα του δικού της μακρινού κόσμου διαλύθηκε, αλλά όχι πριν προλάβει να δει φευγαλέα κάτι ή κάποιον να κινείτε στο πίσω μέρος της εικόνας που χανόταν. Ετοιμαζόταν να το πει στον κ. Λουκ, αλλά είδε, με το φως του Ορμπαράτους, ότι φαινόταν πολύ χλωμός.  «Δεν φαίνεστε και τόσο καλά, κ. Λουκ, Είστε εντάξει;» ρώτησε.

«Μην ανησυχείς, έτσι είναι πάντα μετά από κάθε πέρασμα,» είπε ο Σαμ, πλησιάζοντας την. «Όμως, πώςείσαιεσύ; Εντάξει;»

«Έτσι νομίζω. Λίγο ζαλισμένη, υποθέτω».

«Ναι, όπως κι ο κ. Λουκ. Να, πάρε λίγη σοκολάτα». Ο Σαμ της έδωσε μια πλάκα σοκολάτας και αφού έφαγε μερικά κομμάτια, η Τζιλ άρχισε να αισθάνεται καλύτερα.

«Νόμιζα ότι αυτό δουλεύει μόνο στα βιβλία του Χάρρυ Πόττερ,» είπε.

«Μπα, εγώ νομίζω πως η Τζ.Κ.Ρόουλινγκ γνώριζε κάποιον από το Τάγμα και έκλεψε την ιδέα. Η σοκολάτα μοιάζει να βοηθάει, αν ένα ταξίδι στην κορνίζα σε ζαλίσει. Εμένα δεν με πειράζει σχεδόν ποτέ, αλλά έχω πάντα λίγη μαζί μου για καλό και για κακό. Τοίδιονακάνειςκιεσύ».

«Ε, δεν είμαστε όλοι Πλοηγοί, Σάμιουελ,» είπε ο κ. Λουκ, που κι αυτός τώρα μασουλούσε μια σοκολάτα.

«Γιατί αποκαλείτε τον Σαμ “Πλοηγό”, κ. Λουκ;» ρώτησε η Τζιλ.

«Γιατί αυτό είναι το ιδιαίτερο ταλέντο του, ακριβώς όπως το δικό σου είναι η Συναίσθηση».

«Και τι σημαίνει να είναι κανείς Πλοηγός;»

«Σημαίνει ότι ο Σαμ είναι πολύ ικανός στο να ταξιδεύει στην κορνίζα. Μπορεί να το κάνει όλη την ημέρα χωρίς να κουραστεί ή να αποπροσανατολιστεί. Έχει μάλιστα μιαν εξαιρετική ικανότητα, να αισθάνεται την ύπαρξη κορνιζών ή πυλών ακόμα και χωρίς την βοήθεια κάποιου κρυστάλλου. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιεί καθρέφτες για να μεταφέρεται από ένα σημείο σ’ ένα άλλο, κάτι που ονομάζουμε «ταξίδι στον λαβύρινθο», χωρίς να χάσει καθόλου την αίσθηση κατεύθυνσης. Αυτή την ικανότητα δεν την έχουμε εσύ κι εγώ. Θα το βρίσκαμε ίσως εντελώς αδύνατο να ταξιδέψουμε στο λαβύρινθο μόνοι μας χωρίς να μπερδευτούμε εντελώς ή ακόμα και να καταλήξουμε να χαθούμε για πάντα στον Λαβύρινθο».

«Ώστε έτσι έφυγε από το σπίτι χτες βράδυ ο Σαμ; Μέσα από τον καθρέφτη;»

«Ναι, προφανώς, αν και δεν έχω ακούσει ακόμα όλες τις λεπτομέρειες. Βρήκε το δρόμο για το δικό του σπίτι χωρίς καν να βγει έξω. Πολύ ζηλεύω τον χρόνο που γλυτώνει με το να μεταφέρεται ακαριαία από το ένα μέρος στο άλλο όποτε χρειάζεται..».

«Ώστε εσείς ο ίδιος δεν είστε Πλοηγός, κ. Λουκ;».

Ο Σαμ χαζογέλασε.

«Χμ!» είπε ο κ. Λουκ, αγριοκοιτάζοντας τον Σαμ. «Όχι, Τζιλ. Ούτε Συναισθητικός είμαι, όπως εσύ και η Πόλυ. ΕγώείμαιΑποδίδων».

«Αυτό είναι μια φανταχτερή λέξη για το καλλιτέχνης,» είπε ο Σαμ.

«Υπάρχουν πολλά περισσότερα σ’ αυτό. Αλλά η περιγραφή είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα για τον σκοπό που τη θέλουμε,» είπε ο κ. Λουκ. «Τώρα που τα είπαμε, πρέπει να..»

Ο κ. Λουκ κοίταξε πίσω απ’ τη Τζιλ.

«…τώρα, πρέπει να ανακαλύψουμε τι είναι αυτό στο οποίο έχει επικεντρωθεί την Πόλυ…»

Η Τζιλ έκανε μεταβολή. Η Πόλυ δεν είχε πάρει μέρος στην κουβέντα τους. Είχε παραμείνει να κοιτάζει με εμμονή την κορυφή ενός από τα τεράστια κτίρια. Ήταν απολύτως ακίνητη και σιωπηλή, κι η Τζιλ σκέφτηκε πώς εύκολα μπορούσε κάποιος να την περάσει για άγαλμα. Όμως, η Τζιλ μπορούσε σχεδόν να νοιώσει την Πόλυ να αφουγκράζεται. Να αφουγκράζεται με προσήλωση, όχι μόνο με τα αυτιά της αλλά με όλες της συναισθητικές της αισθήσεις.

«Τι είναι, Πόλυ;» ρώτησε ο Τζιλ, πλησιάζοντας και πιάνοντας το χέρι της Φερρουμάρι.

«Δεν το νοιώθεις;» Η Πόλυ μίλησε στο μυαλό της Τζιλ.

«Τι, Πόλυ;» σκέφτηκε η Τζιλ.

«Κάποιος άλλος είναι εδώ. Εδώ, στονΟρμπαράτους».

«Αλλά, νόμιζα πως είπες, ότι η πατρίδα σου είναι εγκαταλελειμμένη. Ότι κανείς εκτός από σένα δεν ζούσε εδώ..».

‘Αυτό ήταν αλήθεια, μικρούλα,» σκέφτηκε η Πόλυ, «αλλά δεν είναι έτσι πια. Κάποιος είναι εκεί πάνω». Η Πόλυ τέντωσε το μακρύ της χέρι προς τα πάνω κι έδειξε τις κορφές των βράχων. «Κάποιος ή κάτι…».

 

Η συνέχεια την επόμενη Παρασκευή, όπως πάντα.

For the original text, please go here:  http://jefmurray.com/framerunners/coa_episode/in-the-company-of-angels-episode-4-2-the-empath-cont/