Στη συντροφιά των Αγγέλων , επεισόδειο 4.1 – Η Συναισθητική

Η Τζιλ σηκώθηκε κι έκανε μεταβολή, ώστε να μπορέσει να δει την Πολυδόρα πιο καθαρά. Τι πλάσμα! Η κομψή γυναίκα είχε ύψος πάνω από 2 μέτρα κι έμοιαζε να είναι φτιαγμένη ολόκληρη από ασήμι. Δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο χρώμα εκτός από τις αντανακλάσεις που έριχνε, όμως το σχήμα της ήταν καθαρά θηλυκό. Φαινόταν να φοράει κάποιο μανδύα ή χιτώνα, πλούσια κεντημένο με παράξενα σύμβολα. Και τα φτερά! Η Τζιλ μπορούσε να δει μόνο ένα μέρος τους, εκεί που οι κορφές τους πλαισίωναν το κεφάλι της Πολυδόρας σχεδόν σαν φωτοστέφανο. Ήταν κι αυτά φωτεινά και λαμπερά ασημένια.

Η Πολυδόρα στεκόταν απολύτως ακίνητη. Η Τζιλ σχεδόν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν ένα ζωντανό πλάσμα.

«Χ-χαίρομαι που σας γνωρίζω δεσπ..ε..δεσποινίς Πολυδόρα,» είπε η Τζιλ.

Τα χείλη του αγάλματος κινήθηκαν κι η Τζιλ άκουσε έναν κουδουνιστό ήχο, που σύντομα κατάλαβε πως ήταν γλυκό γέλιο.

“Ενθουσιασμένη  που σας γνωρίζω, δεσποινίς Τζιλ» είπε το άγαλμα.

Η Πολυδόρα έγειρε το κεφάλι της με χάρη και μετά άπλωσε το μακρύ της χέρι προς τη Τζιλ. Η Τζιλ άπλωσε κι εκείνη το χέρι της για την χειραψία, αλλά αμέσως αναστατώθηκε. Η Πολυδόρα είχε έξι φίνα, λεπτά δάχτυλα, από τα οποία τα δύο εξωτερικά ήταν αντίχειρες. Έτσι, η πρώτη τους χειραψία ήταν μια από τις στιγμές που έκαναν την Τζιλ να συνειδητοποιήσει ότι δεν βρισκόταν μπροστά σε ανθρώπινο ον.

«Η Πόλυ είναι ο φύλακας της Πινακοθήκης, η γραμματέας μας, ο υπολογιστής μας, το σύστημα αρχειοθέτησης και, κυριότερο όλων, η οικοδέσποινα μας, όλα σε ένα» είπε ο κ. Λουκ. «Αν υπάρχει οτιδήποτε γεμάτο χάρη κι ομορφιά εδώ στην Πινακοθήκη, αυτό οφείλεται αποκλειστικά σ’ εκείνην».

Η Πόλυ γύρισε προς τον κ. Λουκ, ένωσε τις παλάμες της και υποκλίθηκε.

«Αλλά, δις Πολυδόρα…;» ρώτησε η Τζιλ.

«Μάλιστα, δις Τζιλ;»

«Αν δεν είναι αγένεια να ρωτήσω, τι είστε; Δεν έχω συναντήσει κανέναν σαν εσάς ποτέ, ούτε καν έχω διαβάσει για κάποιον σας εσάς. Είστεάγγελος;»

Η Πόλυ γέλασε με τους καμπανιστούς τόνους της. «Αγαπητό μου παιδί! Είναι αλήθεια πως μοιάζω με αυτό που θα μπορούσες ν’ αποκαλέσεις άγγελο , αλλά εγώ ανήκω στους Φερρουμάρι και έρχομαι από έναν κόσμο που ονομάζεται Ορμπαράτους».

«Δεν καταλαβαίνω,» είπε η Τζιλ.

«Ίσως μπορώ εγώ να το εξηγήσω στη Τζιλ, Πόλυ. Και όσο το κάνω, θα είχες την καλοσύνη να βρεις το τοπίο του κόσμου σου, ώστε να το μοιραστούμε μαζί της;» ρώτησε ο κ. Λουκ.

Η Πόλυ υποκλίθηκε και μετά, προς μεγάλη ευχαρίστηση της Τζιλ, άπλωσε τα ασημένια φτερά της και σηκώθηκε λαμπιρίζοντας στον αέρα από πάνω τους. Έπειτα έγειρε απότομα και όρμησε στο σκοτάδι πέρα από τα κιγκλιδώματα. Ο δυνατός άνεμος από τα φτερά της ανακάτεψε τα μαλλιά της Τζιλ, που επιτέλους κατάλαβε την πηγή των φτερουγισμάτων που άκουγε από την ώρα που έφτασε στην Πινακοθήκη. ΉτανταφτεράτηςΠόλυ.

Ο κ. Λουκ οδήγησε την Τζιλ πίσω στο τραπέζι. Καθώς εκείνη κι ο Σαμ κάθονταν, ο κ. Λουκ άρχισε να βηματίζει πέρα-δώθε μπροστά τους.

«Η Πόλυ,» άρχισε, «είναι η τελευταία του είδους της. Ο πλανήτης της, ο Ορμπαράτους, είναι εγκαταλελειμμένος.  Όλοι οι συμπατριώτες της, πλην εκείνης, χάθηκαν σε μεγάλους πολέμους πριν από χιλιάδες χρόνια κι εκείνη ζει εδώ και μας βοηθάει στο έργο μας γιατί δεν έχει άλλη οικογένεια».

«Πόσο λυπηρό!» είπε η Τζιλ. «Αλλά για ποιο λόγο έγιναν οι πόλεμοι; Κιεκείνη πώς επιβίωσε;»

«Δεν είμαι σίγουρος για όλες τις λεπτομέρειες κι η Πόλυ δεν θέλει να μιλάει για ένα τόσο οδυνηρό παρελθόν. Ξέρουμε, όμως, ότι μια φυλή πλασμάτων υποκίνησε τους πολέμους στον πλανήτη της. Πλάσματα που εισέβαλαν από έναν άλλο κόσμο».

«Σου έχω πει, Τζιλ, ότι εμείς, ως Ταξιδιώτες της Κορνίζας, μπορούμε να επισκεφθούμε άλλα μέρη τόσο στον χώρο όσο και στο χρόνο. Αλλά το ίδιο, προφανώς, μπορούν να κάνουν και άλλοι, αν κι ο τρόπος με τον οποίο ταξιδεύουν δεν μας είναι εντελώς κατανοητός. Όμως, πολλές χιλιάδες χρόνια πριν, ένας στρατός που τα μέλη του αποκαλούνται μερικές φορές Αμέντα φαίνεται πως κατόρθωσε να πάει στον Ορμπαράτους. Εκεί βρήκαν τους Φερρουμάρι, ένα ενσυνείδητο είδος υπηρετικών όντων, των οποίων οι δημιουργοί είχαν εκλείψει πολύ καιρό πριν.  Οι Αμέντα δεν έχουν σταθερή μορφή. Είναι αυτό που ονομάζουμε “πνεύματα”».

 «Στοιχειά τους λέμε,» είπε ο Σαμ.

 «Ναι, αυτό τον όρο προτιμάει ο Σάμιουελ,» είπε ο κ. Λουκ, «αλλά όπως κι αν τους ονομάσεις, είναι επικίνδυνα πλάσματα. Είτε με πειθώ, είτε με εκφοβισμό δένουν τους άλλους σε μια μορφή δουλείας. Έτσι πειθανάγκασαν τους πιο αδύναμους από τους Φερρουμάρι  να ξεκινήσουν πολέμους εξουσίας και κυριαρχίας. Κι αυτοί αύξαναν σε ένταση καθώς καθένας από τους Φερρουμάρι επέλεγε είτε να υπερασπιστεί την ειρήνη και την αρμονία ή είτε να συμμαχήσει με αυτούς που ήθελαν την εξουσία.

«Στο τέλος, το μεγαλύτερο τμήμα του Ορμπαράτους είχε ερημωθεί και όλοι οι Φερρουμάρι είχαν εξοντωθεί. Η νίκη των Αμέντα ήταν ολοκληρωτική, με εξαίρεση την Πολυδόρα.  Την εποχή της απόλυτης καταστροφής του Ορμπαράτους ήταν νεογέννητη και οι γονείς της την έκρυψαν. Όταν ήταν πια αρκετά μεγάλη, ώστε να εγκαταλείψει το καταφύγιο που της είχαν φτιάξει, βρήκε τον Ορμπαράτους έναν πλανήτη ερημωμένο και άδειο από κάθε είδος ζωής.

«Όμως, τέτοιοι είναι οι Φερρουμάρι, που ακόμα και με τέτοιες συνθήκες η Πόλυ δεν απελπίστηκε. Αντιθέτως, έμαθε όλα όσα μπορούσε για τον λαό της από οποιεσδήποτε πηγές είχε διαθέσιμες: αρχαίες ιστορίες και θρύλους, παραμύθια για άλλους κόσμους, ποίηση και τέχνη που είχαν απομείνει όχι μόνο από τους Φερρουμάρι, αλλά και από τη φυλή που τους είχε δημιουργήσει, για την οποία γνωρίζουμε λίγα. Πολλοί από αυτούς τους θησαυρούς είχαν διασωθεί, βλέπεις, στα ερείπια βιβλιοθηκών, πινακοθηκών και μουσείων. Αλλά κι οι γονείς της Πολυδόρας την είχαν προμηθεύσει με βιβλία και πίνακες δικούς της, ώστε να μαθαίνει καθώς θα μεγάλωνε».

«Όπως η βιβλιοθήκη μου σχεδόν!» είπε η Τζιλ.

«Ακριβώς!» είπε ο κ. Λουκ. «Και καθώς η Πόλυ διάβαζε τις ιστορίες του λαού της, καλλιέργησε την πεποίθηση της, ότι κανένα πλάσμα δεν μπορεί να είναι για πάντα ολομόναχο στο σύμπαν. Και οι ελπίδες της να συναντήσει άλλα έλλογα πλάσματα πραγματοποιήθηκαν τελικά, όταν κάποιοι από τους προγόνους μας επισκέφθηκαν τον Ορμπαράτους. Το έκαναν «ταξιδεύοντας στην κορνίζα» ενός τοπίου του τόπου της. Αυτού που φέρνει να μας δείξει τώρα η Πόλυ. Αυτή ήταν η πρώτη της φυσική επαφή με οποιοδήποτε άλλο ζωντανό πλάσμα.

 «Και να, τώρα μπορείς να δεις και μόνη σου πώς μοιάζει η πατρίδα της Πόλυ. Να την που έρχεται μ ετον πίνακα…».

Η Πολυδόρα πετάρισε απαλά μέχρι το πάτωμα της εξέδρας. Στα χέρια της κρατούσε μια εικόνα ζωγραφισμένη σε ένα ξύλινο πλαίσιο σχεδόν 1.80 ψηλό. Ο κ. Λουκ το τοποθέτησε σ’ ένα καβαλέτο κι ο Σαμ έριξε πάνω του έναν προβολέα, έτσι ώστε να φωτίζεται πλήρως. Η Τζιλ είδε ένα απόκοσμο τοπίο σε τόνους ασημί, μωβ και πράσινους. Φάνηκε στη Τζιλ πως όμορφες μεταλλικές κατασκευές ήταν χτισμένες στις πλαγιές απότομων βράχων,  ή μήπως οι βράχοι ήταν οι ίδιοι κτίρια; Ήτα αδύνατο να το πει με σιγουριά.

Παρ’ όλη την ομορφιά του, υπήρχαν σημάδια έντονης βίας και φθοράς στον πίνακα. Συντρίμμια στους δρόμους, κατεστραμμένα παράθυρα, τρύπες που έχασκαν στους τοίχους, νεκρές περικοκλάδες που χώνονταν σε ρωγμές στα κτίρια. Όμως η όλη αίσθηση παρέμενε αιθέρια και παραδόξως λυρική. Το τοπίο και τα κτίσματα, σαν την ίδια την Πολυδόρα, ήταν φτιαγμένα κυρίως από αστραφτερά μεταλλικά υλικά που έπιαναν το φως και το αντανακλούσαν σε χαριτωμένα τόξα. Παρόλο το μέταλλο, η εντύπωση που δινόταν δεν ήταν ενός κρύου και απρόσωπου μέρους, αλλά ενός μεγάλου, κατεστραμμένου πολιτισμού. Ακόμα και χωρίς ν’ απεικονίζεται κανένα ζωντανό ον, υπήρχε κάτι το οργανικό και οδυνηρά όμορφο σ’ αυτόν τον κόσμο.

Η Τζιλ, όμως, ένοιωσε κι ένα κενό, μιαν απώλεια και τη μακριά ροή του χρόνου που πρέπει να είχε περάσει από τότε που η πόλη είχε μετατραπεί σε ερείπια. Δεν κρατούσε πια τον κρύσταλλο του Σαμ στο χέρι της, αλλά μπορούσε σχεδόν ν’ ακούσει τον άνεμο ν’ αναστενάζει στους δρόμους της πόλης και να νοιώσει το πόσο δύσκολο θα ήταν για κάποιον να επιβιώσει εκεί – ολομόναχος. Όλη εκείνη η ομορφιά, όλη εκείνη η ιστορία, όμως χωρίς κανέναν να την μοιραστείς. Η Τζιλ ένοιωσε έναν κόμπο ν’ ανεβαίνει στο λαιμό της.

 «Νομίζω ότι σου αρέσει η πατρίδα μου,» είπε η Πόλυ στη Τζιλ. Η Τζιλ αναπήδησε. Είχε αιχμαλωτιστεί τόσο από τον πίνακα που δεν είχε προσέξει ότι η Πόλυ είχε έρθει δίπλα της. Η Πόλυ έπιασε απαλά το χέρι της Τζιλ και το έσφιξε.

Η Τζιλ σήκωσε το βλέμμα για να της απαντήσει και είδε δάκρυα στα μάτια της Φερρουμάρι.

«Ναι, μου αρέσει πάρα πολύ,» είπε, «αλήθεια, πάρα πολύ..»

Η Πόλυ έσφιξε ξανά το χέρι της Τζιλ, αλλά μετά γύρισε το κεφάλι της προς τον κ. Λουκ. «Αυτή εδώ βλέπει μακριά».

«Αλήθεια; Πόσο μακριά, Πόλυ;».

«Πιο μακριά απ΄ όσους έχω συναντήσει, εκτός απ’ τον Αζάριας».

«Είναι Αποδίδουσα, λοιπόν;»

«Όχι, Συναισθητική».

«Συναισθητική!!! Τι λες τώρα;» ξέφυγε του Σαμ.

«Είσαι σίγουρη, Πόλυ;» ρώτησε ο κ. Λουκ.

Η Πόλυ έγνεψε καταφατικά.

Η Τζιλ κοίταξε αυτήν και μετά τον κ. Λουκ. «Τι σημαίνει αυτό, κ. Λουκ; Ξέρω τη σημαίνει συναίσθηση – είναι κάτι σαν την ικανότητα να μοιράζεσαι τις εμπειρίες και τα αισθήματα κάποιου άλλου – αλλά εσείς δεν μιλάτε γι αυτό τώρα, έτσι δεν είναι;»

«Όχι, Τζιλ, δεν μιλάμε γι αυτό. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ένα συγκεκριμένο ταλέντο – ένα πολύ σπάνιο ταλέντο – που μόνο ελάχιστοι μέσα στο Τάγμα μας το είχαν όλα αυτά τα χρόνια.  Αν η Πόλυ έχει δίκαιο – και μπορώ να πω με ειλικρίνεια ότι ποτέ δεν ξέρω να μην έχει – μπορεί να έχεις ένα ταλέντο που χρειαζόμαστε εδώ και καιρό. Ένα ταλέντο που θα μας βοηθούσε στο έργο μας αν δεχόσουν να έρθεις μαζί μας.

«Μπορούμε, όμως, να τα κουβεντιάσουμε όλα αυτά αργότερα. Η Πόλυ λέει ότι σου αρέσει η όψη του κόσμου της. Θαήθελεςνατονεπισκεφθείς;»

«Εννοείτε, τώρααμέσως;»

«Βεβαίως! Πόλυ, θα μπορούσα να σε πείσω να έρθεις μαζί μας; Ξέρω ότι μπορεί να σου είναι δύσκολο, αλλά εσύ μπορείς να εξηγήσεις τόσα πολλά στη Τζιλ καλύτερα από τον Σαμ ή από εμένα».

Η Πολυδόρα κοίταξε με λαχτάρα τον πίνακα και μετά την Τζιλ. «Θα έρθω».

«Σ’ ευχαριστώ. Ξέρω τι μπορεί να σου στοιχίσει το να επιστρέψεις στον Ορμπαράτους» είπε ο κ. Λουκ.

«Δυο πρωτιές σε μια μέρα,» μουρμούρισε ο Σαμ.

«Σιωπή, Σαμ. Μια στιγμή να φέρω δυο επιπλέον κρυστάλλους και φύγαμε». Ο κ. Λουκ πήγε πίσω κοντά στο γραφείο που είχε δει η Τζιλ, όταν πρωτομπήκε στην Πινακοθήκη και πλησίασε τον τοίχο στη μια πλευρά της πόρτας. Παραμέρισε την κουρτίνα κι η Τζιλ είδε μια λάμψη χρυσού καθώς άνοιξε την πόρτα ενός ντουλαπιού.  Επέστρεψε με δυο δαχτυλίδια, ένα μικρό για τη Τζιλ, κι ένα μεγαλύτερο για την Πόλυ.

 «Τώρα, αυτά μπορείτε να τα αφήσετε στο χέρι σας όλη την ώρα, γιατί ο κρύσταλλος δεν βρίσκετε συνήθως σε συνεχή επαφή με το δέρμα. Αλλά, όταν ταξιδεύουμε στην κορνίζα, μπορείτε να γυρνάτε το πετράδι προς τα μέσα και να κλείνετε καλά το χέρι σας. Έτσι θα νοιώθετε την επιφάνεια του κρύσταλλου στο δέρμα σας. Δοκιμάστετοτώρα».

Η Τζιλ φόρεσε το δαχτυλίδι και δεν ένοιωσε τίποτα. Αλλά μετά έκανε όπως είπε ο κ. Λουκ. Έστριψε το δαχτυλίδι προς τα μέσα, έτσι ώστε το απλό κομμάτι της βέρας να φαίνεται προς τα έξω κι έσφιξε το χέρι της.

Αμέσως αισθάνθηκε το ηλεκτρικό μούδιασμα κι έπειτα  την κατέκλισε μια πελώρια πλημμύρα συναισθημάτων που σχεδόν την έριξε στο πάτωμα.  Γύρισε και κοίταξε επίμονα τον πίνακα του Ορμπαράτους, που τώρα έφεγγε μ’ ένα πραγματικά απόκοσμο φως.  Τα αισθήματα που είχε νοιώσει νωρίτερα, της ομορφιάς και της αρμονίας, αλλά και της απώλειας και του σπαραγμού και του πόνου, ενισχύθηκαν στο εκατονταπλάσιο. Ψήγματα φωτός κολυμπούσαν μπρος στα μάτια της και δεν πρόσεξε καν ότι κινδύνευε να πέσει.

«Βγάλτο!  Βγάλε το δαχτυλίδι!» άκουσε τον κ. Λουκ να της λέει, σαν από μεγάλη απόσταση…..

Η συνέχεια την επόμενη Παρασκευή……

For the original text, please go to: http://jefmurray.com/framerunners/coa_episode/episode-4-1-the-empath/