Η Τζιλ περπατούσε κατά μήκος του πεζοδρομίου προσέχοντας τους αριθμούς στα κτήρια καθώς τα περνούσε. Ήταν το επόμενο πρωί από την εξαφάνιση του Σαμ από το σπίτι της. Είχε εξηγήσει στη μητέρα της, με απόλυτη ειλικρίνεια, ότι ο Σαμ είχε φύγει ακριβώς μόλις άρχισε το ουρλιαχτό απ’ έξω. Ο θείος Κρις έλεγξε την αυλή, αλλά μέχρι να το κάνει, η φασαρία είχε σταματήσει και δεν βρήκε καμία ένδειξη εισβολέων. Έτσι, όλοι οι ενήλικες επέστρεψαν στην τραπεζαρία και έφαγαν επιδόρπιο. Περίπου μισή ώρα αργότερα, ύστερα από επιμονή της Ήβη, η Τζιλ τηλεφώνησε στον Σαμ. Είχε επιστρέψει στο σπίτι του και ήταν μια χαρά, δεν έδωσε όμως καμιά επιπλέον εξήγηση. Της έδωσε μόνο τη διεύθυνση του στούντιο του κ. Λουκ.
Εκεί πήγαινε τώρα.
Όταν έφτασε στο τετράγωνο με τους αριθμούς 200, παρατήρησε ότι τα περισσότερα κτήρια έμοιαζαν βιομηχανικά, με πολλά φορτηγά να σταματούν σε πλατφόρμες φόρτωσης και πολύ κίνηση πέρα-δώθε. Ο αριθμός 220 ήταν ακριβώς μετά. Ήταν μια μεγάλη τριώροφη αποθήκη, χτισμένη με τούβλα, με μια απλή μεταλλική πόρτα με ματ τζάμια μπροστά και λίγα παράθυρα στον δεύτερο όροφο. Η πινακίδα στην πόρτα ήταν ίδια με την επαγγελματική κάρτα του κ. Λουκ. Έγραφε:
Λούκας Λέστερ,
Καλλιτέχνης & Εικονογράφος,
«Μπορώ να σας βοηθήσω;»
«Είμαι η Τζιλ Τζόνσον. Έχω έρθει να δω τον κ. Λουκ. Ο Σαμ Ντέκαρντ μου έδωσε τη διεύθυνση».
Έγινε μια μακριά σιωπή και μετά ακούστηκε ένας δυνατός βόμβος κι ένα κλικ καθώς η κλειδαριά της πόρτας ελευθερώθηκε. «Ελάτεεπάνω, παρακαλώ» είπεημεταλλικήφωνή.
Η Τζιλ άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Η είσοδος ήταν ένα μικρό αδιακόσμητο δωμάτιο. Μια βαριά, απλή μεταλλική πόρτα, που προφανώς το συνέδεε με το ισόγειο της αποθήκης βρισκόταν στα δεξιά και μια σκάλα που οδηγούσε επάνω ήταν στα αριστερά. Ανέβηκε τα δυο μικρά τμήματα της σκάλας μέχρι το πάνω πάτωμα και βρέθηκε να στέκεται μπροστά σε ακόμα μια πόρτα με ματ τζάμια, παρόμοια με αυτή που έβγαζε στο δρόμο. Μέσα από το τζάμι διέκρινε διάφορες κηλίδες φωτός και κάποια κίνηση. Χτύπησε και μια σκιώδης μορφή πλησίασε. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και ο Λουκ Λέστερ στεκόταν στο κατώφλι, ντυμένος με μια φόρμα εργασίας πιτσιλισμένη με κάθε χρώμα που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.
«Α! Τζέιν! Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που ήρθες!»
«Ε, με λένε Τζιλ, κ. Λουκ. ΤζιλΤζόνσον».
«Ω, ναι, ναι βέβαια. Τι χαζός! Είμαι τόσο κακός με τα ονόματα! Συγχώρεσε με, σε παρακαλώ; Μπορώ να πάρω το παλτό σου;»
«Ναι, ευχαριστώ,» είπε η Τζιλ. Έδωσε το παλτό της στον κ. Λουκ, που το πήρε και το πέρασε προσεκτικά σε μια κρεμάστρα και στη συνέχεια το κρέμασε σ’ ένα βαριά διακοσμημένο καλόγερο από χυτοσίδηρο, που στεκόταν πλάι στην πόρτα. Δίπλα στον καλόγερο βρισκόταν μια θήκη για ομπρέλες, φτιαγμένη από σκούρο επισμαλτωμένο κεραμικό με χρυσαφένιους δράκους ζωγραφισμένους στο χείλος. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο με μερικά όμορφα αλλά ξεθωριασμένα ανατολίτικα χαλιά. Αυτά όμως ήταν μόνο κοντά στην πόρτα, από την οποία είχε μπει. Το υπόλοιπο πάτωμα ήταν από σκληρό ξύλο κι η Τζιλ παρατήρησε, ότι σίγουρα του χρειαζόταν ένα καλό σκούπισμα.
Το ίδιο το δωμάτιο, όμως, ήταν λιγότερο δωμάτιο και περισσότερο μια πελώρια εξέδρα με σκαλιστά ξύλινα κιγκλιδώματα στις τρεις πλευρές και κάποιο είδος σκούρας σκαλωσιάς, που μόλις ξεχώριζε πέρα από το κιγκλίδωμα. Αν και το τι ακριβώς ήταν ή το τι στήριζε, η Τζιλ δεν το έβλεπε καλά. Για ότι κι αν προορίζονταν αυτές οι κατασκευές, έμοιαζαν να φτάνουν όχι μόνο μέχρι τον κάτω όροφο, αλλά και να εκτείνονται μέχρι την οροφή του κτηρίου, που βρισκόταν στον τρίτο όροφο της αποθήκης.
Πάνω στην ίδια την εξέδρα υπήρχαν μερικές καρέκλες κι ένα μεγάλο γραφείο κοντά στην πόρτα, ένα συνονθύλευμα από στημένες πανοπλίες, όπλα, ράφια με ρούχα και δεκάδες καβαλέτα τοποθετημένα στην τύχη. Το καθένα είχε πάνω του έναν πίνακα ή μερικούς μικρότερους πίνακες μαζί. Πολλά από τα καβαλέτα είχαν δίπλα τους καλόγερους, πάνω στους οποίους ήταν στοιβαγμένα κάπες, καπέλα, μπότες κι άλλα είδη που η Τζιλ δεν αναγνώριζε.
Ο τοίχος πίσω της και κάποια τμήματα της εξέδρας χωρίζονταν με βαριές μωβ κουρτίνες και κάποια ήταν εντελώς περικλεισμένα από αυτές. Σε κάποιους από αυτούς τους χώρους, η Τζιλ μπορούσε να δει δυνατά φώτα και καβαλέτα με μισοτελειωμένους πίνακες. Όλα τα παράθυρα που είχε δει από το δρόμο φαίνονταν να καλύπτονται από βαριές κουρτίνες και το μόνο φως στην αποθήκη προερχόταν από τους προβολείς που ήταν τοποθετημένοι σε διάφορα σημεία της εξέδρας. Η αίσθηση που έδινε στη Τζιλ όλο αυτό το στοίβαγμα και το ανακάτεμα, ήταν κάπως σαν κινηματογραφικό πλατό γεμάτο σκηνικά για ταινίες και μπορούσε να υποθέσει ότι οι τοίχοι ίσως να είχαν καλυφθεί με βαρύ βελούδο για να απορροφούν τους εξωτερικούς ήχους.
Γιατί, δεν υπήρχε ήχος μέσα στην αποθήκη. Εκτός, δηλαδή, από το απαλό μουρμούρισμα του ηλεκτρικού φωτισμού. Όμως αυτό δεν ήταν απολύτως σωστό, συνειδητοποίησε η Τζιλ, γιατί κάθε τόσο νόμιζε ότι άκουγε ένα πετάρισμα να έρχεται από τους σκοτεινούς χώρους πέρα από τα σκαλιστά κιγκλιδώματα. Αναρωτήθηκε μήπως είχαν εγκλωβιστεί πουλιά μέσα στο κτήριο ή μήπως είχαν βρει διόδους και μπαινόβγαιναν στην αποθήκη, κι είχαν χτίσει τις φωλιές του στα δοκάρια της οροφής.
Όλες αυτές οι σκέψεις πλημμύριζαν το μυαλό της Τζιλ, όση ώρα ο κ. Λουκ ασχολιόταν με το παλτό της, αλλά στην πραγματικότητα είχαν περάσει μόλις λίγες στιγμές.
«Να ‘μαστε, λοιπόν. Καλωσόρισες στο στούντιο μου.
«Εμ..» είπεηΤζιλ. «Υποθέτω πως δεν ξέρω τι ακριβώς να σκεφτώ! Δεν έχω ξαναδεί ένα τέτοιο μέρος σαν αυτό! Αλλά τελικά, τώρα που το σκέφτομαι, αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια, γιατί είχα δει κάποτε μια παράσταση ενός έργου στο θέατρο Φοξ, κι όταν μετά πήγαμε στα παρασκήνια να συναντήσουμε κάποιους από τους ηθοποιούς, θυμάμαι τα δωμάτια με τα σκηνικά και το μακιγιάζ και τις αποθήκες. Μουθυμίζουνκάπωςαυτόεδώ».
«Α! ναι, υποθέτω πως μπορεί να υπάρχουν κάποιες ομοιότητες. Συχνά ανακαλύπτουμε ότι μας χρειάζονται σκηνικά για τη δουλειά που κάνουμε εδώ. Αλλά, ποιο έργο είχες δει; Και ποιος σε είχε πάει; Ημητέρασου;»
«Καλά, δεν ήταν ακριβώς θεατρικό έργο. Ήταν μια όπερα. Ήταν το «Χάνσελ και Γκρέτελ». Η Τζιλ σταμάτησε για μια στιγμή και η φωνή της έγινε σιγανή, «ήταν ακριβώς πριν..πριν ο πατέρας μου..»
«Ω, Τζιλ! Είσαι εδώ!» Ήταν ο Σαμ. Η Τζιλ δεν τον είχε ακούσει να μπαίνει. Υπέθεσε ότι θα μάλλον θα ήταν πίσω από κάποια κουρτίνα.
«Α, Σάμιουελ! Ναι, ήρθε η Τζιλ. Σ’ ευχαριστώ που της εξήγησες πώς να μας βρει!» είπε ο κ. Λουκ.
Ο Σαμ πλησίασε τη Τζιλ χαμογελώντας.
«Εντάξει Σαμ, ίσως τώρα μπορείς ν’ αρχίσεις να μου εξηγείς τι ακριβώς συνέβη χτες βράδυ; Και πώς τα κατάφερες να βγεις από το μπάνιο που δεν είχε παράθυρα ή άλλη πόρτα εκτός απ’ αυτή που έκλεισες πίσω σου;»
Ο Σαμ κοίταξε τον κ. Λουκ, που έγνεψε καταφατικά.
«Εντάξει, κοίτα Τζιλ, υπάρχουν πολλά που θα πρέπει να σου εξηγήσουμε και οι δύο και ίσως ήταν ευκολότερο αν όλοι καθόμασταν και παίρναμε τα πράγματα με τη σειρά. Πριν αρχίσουμε, θα ήθελες κάτι να πιείς ή να φας; Ίσως ένα τσάι; Ίσως μας πάρει λίγο χρόνο…»
«Σύμφωνοι, γι’ αυτό είμαι εδώ. Και, ναι, θα ήθελα πολύ λίγο τσάι.»
«Τέλεια, ας κάτσουμε εδώ, κοντά στο γραφείο. Ο κ. Λουκ θα ασχοληθεί με το τσάι».
Ενώ ο Σαμ μιλούσε, ο κ. Λουκ προχώρησε προς τα κιγκλιδώματα. Η Τζιλ άκουσε πάλι το φτερούγισμα, αλλά ο κ. Λουκ επέστρεψε σε λιγάκι κρατώντας ένα δίσκο με ένα τσαγερό, φλιτζάνια, πιατάκια κι ένα κέικ με παπαρουνόσπορο. Υπήρχαν τρία μικρά πιάτα, πετσέτες, μια γαλατιέρα και ένα μπωλ με ζάχαρη. Επί πλέον, υπήρχε κι ένα πιάτο με κάτι που έμοιαζε με κομμάτια σολομού κι από το τσαγερό έβγαινε ατμός. Η Τζιλ γνώρισε τον συνδυασμό. Είχε πάει με την μητέρα στη Αγγλία μόλις την προηγούμενη χρονιά κι όταν ήταν εκεί είχαν δειπνήσει με τέτοιου είδους τροφή στα τσαγάδικα των Κότσγουολντς.
«Αυτό είναι θαυμάσιο!» αναφώνησε. «Ποτέ δεν θα περίμενα τόσο ωραία υποδοχή! Κ. Λουκ, αυτό μου θυμίζει εγγλέζικο τσάι. Έχετε πάει ποτέ στην Αγγλία;»
Ο Σαμ χαζογέλασε άθελα του.
«Σάμιουελ! Να είσαι ευγενικός!» είπε ο κ. Λουκ. «Η Τζες, από δω, δεν θα μπορούσε να ξέρει την καταγωγή μου! Αλλά, ναι, Τζες…»
«Με λένε Τζιλ!»
«Συγνώμη, ναι, Τζιλ, έχω περάσει αρκετά χρόνια της ζωής μου στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Αγγλία. Σπούδασα κάποια χρόνια στην Οξφόρδη, αλλά και στη Ρώμη. Ο μέντορας μου, ο Αζάριας, κατοικεί ακόμα στο Λονδίνο και βρισκόμαστε σε διαρκή επαφή. Αλλά, χαίρομαι τόσο που σου αρέσει το τσάι. Η Πόλυ θα χαρεί πάρα πολύ».
«Η Πόλυ;»
¨Είναι η…ναι…πώς θα περιέγραφες την Πόλυ, Σάμιουελ;»
«Εμ, να, δεν μοιάζει με κανέναν που έχεις γνωρίσει. Θέλει λίγο χρόνο να την συνηθίσεις, αυτό στα σίγουρα…» είπε ο Σαμ.
«Εννοώ τον ρόλο της στην …εμ..οργάνωση μας».
«Α, αυτό! Ναι, καλά, Τζιλ, η Πόλυ είναι εν μέρει οικονόμος, εν μέρει γραμματέας, εν μέρει υπολογιστής, εν μέρει σύστημα αρχειοθέτησης και εν μέρει οικοδέσποινα, όλα σε ένα. Τη αποκαλούμε «Φύλακα». Αυτό που κάνει περισσότερο και καλύτερα είναι να προσέχει την Πινακοθήκη.
«Την Πινακοθήκη;» ρώτησε η Τζιλ. «Έτσι αποκαλείτε την αποθήκη σας εδώ, κ. Λουκ;»
«Ε, ναι,» είπε ο κ. Λουκ. «Είναι, μερικώς, μια αποθήκη, αλλά είναι μάλλον ένας συνδυασμός στούντιο, πινακοθήκης και βιβλιοθήκης. Έχουμε αρκετά εκατομμύρια πινάκων και σχεδίων φυλαγμένα εδώ και αυτά συντηρούνται και οργανώνονται σε αυτά τα ράφια που μπορείς να δεις πέρα από τα κιγκλιδώματα».
«Αρκετάεκατομμύρια;»
«Ναι, βεβαίως! Θα καταλάβεις μόλις σου εξηγήσουμε. Σάμιουελ, βγάζεις το ζαφείρι σου;»
Ο Σαμ σηκώθηκε όρθιος και τράβηξε από την τσέπη του το ίδιο εκείνο μενταγιόν και αλυσίδα που είχε βρει η Τζιλ στο σπίτι της την προηγούμενη μέρα. Το σήκωσε ψηλά στο φως και η Τζιλ μπορούσε να δει και πάλι πόσο όμορφο ήταν το πετράδι, καθώς αντανακλούσε θραύσματα φωτός από τους προβολείς γύρω τους.
«Ο Σάμιουελ μου λέει ότι το βρήκες, όταν φύγαμε από το σπίτι σου. Πολλά ευχαριστώ που του το επέστρεψες, παρεμπιπτόντως! Δεν μπορείς να ξέρεις πόσο επικίνδυνο θα μπορούσε να ήταν, αν κάποιος άλλος το είχε ανακαλύψει κατά λάθος!»
«Επικίνδυνο; Τι εννοείτε επικίνδυνο!» αναφώνησε η Τζιλ.
Η συνέχεια, όπως πάντα, τη ερχόμενη Παρασκευή!
Για το πρωτότυπο κείμενο πηγαίνετε εδώ: http://jefmurray.com/framerunners/coa_episode/episode-3-1-the-gallery/