Στη Συντροφιά των Αγγέλων, Επεισόδιο 2.2 – Η Μεγάλη Περιπέτεια του Ράστυ (συν.)

«Τι εννοείς, “έπεσε μέσα στον πίνακα”;» ρώτησε η Τζιλ.

«Αυτό ακριβώς που είπα! Ο Ράστυ βρήκε ένα κόσμημα στο ράφι με τα βιβλία και είπε ότι θα το κράταγε δικό του. Του είπα ότι αυτό είναι κλεψιά και ότι έπρεπε να το βάλει εκεί που το βρήκε. Μετά προσπάθησα να του το πάρω για να μην χαθεί, αλλά εκείνος μ’ έσπρωξε μακριά του. Και τότε συνέβη! Έπεσε πάνω σ’ εκείνο τον πίνακα εκεί πέρα…». Η Κέιτ έδειξε ξανά τον πίνακα, που ήταν μεγάλος, σε μέγεθος πόστερ, κι έδειχνε ένα κάστρο πάνω σ’ ένα νησί τριγυρισμένο από θάλασσα. «Και μετά απλώς…απλώς έπεσε προς τα πίσω, σαν να έπεφτε από παράθυρο!!!».

Οι τρεις τους στέκονταν αμίλητοι, κοιτάζοντας την εικόνα.

Ο Σαμ έσκυψε προς την Τζιλ και ψιθύρισε στο αυτί της, «Τζιλ, πρέπει να βγάλεις την Κέιτ από δω μέσα για ένα-δυο λεπτά. ΕγώθαβρωτονΡάστυ.»

Η Τζιλ κοίταξε επίμονα τον Σαμ. Εκείνος της έγνεψε καταφατικά και έδειξε με τον αντίχειρα του την πόρτα.

«Κέιτ, μήπως έγινε κάτι άλλο..; Μήπως ο Ράστυ κρύβεται ή κάτι τέτοιο; Πάμε να δούμε μήπως είναι κάπου αλλού στο σπίτι..ξέρεις, ίσως κατάφερε να ξεγλιστρήσει απ’ το βλέμμα σου κάπως και προσπαθεί να μας κάνει φάρσα. Είναιτέτοιοςτύπος…»

«Όμως, ξέρω τι είδα Τζιλ! Δεν θα μπορούσε να φύγει από το δωμάτιο χωρίς να τον δω!»

«Σε πιστεύω! Αλλά ακόμα κι έτσι, δεν θέλουμε να ανησυχήσουμε τη θεία Κάθυ και τον θείο Κρις αν δεν είμαστε σίγουροι, έτσι;»

«Όχι, υποθέτω,» παραδέχτηκε η Κέιτ.

Τα δυο κορίτσια βγήκαν από το δωμάτιο και η Τζιλ έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Σαμ, αλλά εκείνο μόνο κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

Η Τζιλ κι η Κέιτ έψαξαν για τον Ράστυ στις ντουλάπες και μετά στο σαλόνι και κάτω από τον καναπέ. Η Τζιλ προσπαθούσε να καθυστερεί όσο γινόταν περισσότερο, ελπίζοντας ότι ο Σαμ μπορεί να ήξερε κάτι περισσότερο από εκείνη, για το που βρισκόταν ο Ράστυ. Τελικά, αφού τα κορίτσια εξάντλησαν όλες τις πιθανές κρυψώνες στο ισόγειο (εκτός από την τραπεζαρία, μιας και δεν ήθελαν να θορυβήσουν ακόμα τους μεγάλους), η Τζιλ άκουσε φωνές από τη βιβλιοθήκη και επέστρεψαν εκεί.

«Κοίτα, δεν νομίζεις ότι μάλλον χτύπησες το κεφάλι σου…;» άκουσαν να λέει ο Σαμ καθώς έμπαιναν.

Ο Ράστυ κουνούσε βίαια το κεφάλι του αρνητικά «Δεν το χτύπησα! Δεντοχτύπησα!».

«Εντάξει τότε, Ράστυ, γιατί δεν λες σε όλους τι έγινε πραγματικά;» απάντησε ο Σαμ.

«Όμως κι εσύ ήσουνα εκεί! Μπήκες μέσα και με πήρες!» φώναξε ο Ράστυ. ΟΣαμδενείπετίποτα.

«Ήμασταν κι δυο εκεί μέσα!», φώναξε ο Ράστυ, δείχνοντας τον πίνακα με το κάστρο. «Μπήκε μέσα και μέσα πάλι έξω, έτσι απλά! Ήμασταν στην παραλία! Και υπήρχε νερό, και πουλιά, κι ένα κάστρο, κι απ’ όλα

Ο Σαμ ανασήκωσε τους ώμους του. «ΟΚ, αν όντως έπεσες μέσα στον πίνακα, ίσως μπορείς να μας δείξεις πως έγινε. Δοκίμασεπάλι.» ΠαραμέρισεναανοίξειτοδρόμοστονΡάστυ.

Ο Ράστυ προχώρησε μέχρι τον πίνακα, άπλωσε το χέρι του και μετά σταμάτησε ξαφνιασμένος, όταν ένοιωσε το πλέξιγκλας που τον προστάτευε. «Μα…» είπε, «μα δεν ήταν έτσι! Εννοώ, μόλις πριν ένα λεπτό!».

Η Τζιλ παρακολουθούσε στενά τον Σαμ και τον είδε να χώνει κάτι στη τσέπη του παντελονιού του.

«Λοιπόν, Ράστυ, ότι και να έγινε, τώρα είσαι καλά,» είπε η Τζιλ

«Αλλά, Τζιλ» είπε η Κάιτ χαμηλόφωνα, «κι εγώ τον είδα να πέφτει μέσα στον πίνακα!».

«Ίσως και να τον είδες,» είπε ο Σαμ πλησιάζοντας την Κέιτ, «αλλά μήπως υπάρχει περίπτωση να ήταν κάποιο είδος ψευδαίσθησης; Εννοώ ότι τον πίνακα τον καλύπτει πλέξιγκλας και μπορεί  το φως να έπεσε πάνω του με τέτοιο τρόπο που να σ’ έκανε να νομίσεις ότι τον είδες να πέφτει μέσα…;».

«Έμ, δεν ξέρω…» είπε η Κέιτ, κοιτάζοντας τον Σαμ.

Ο Σαμ χαμήλωσε τη φωνή του. «Κοίτα, Κέιτ, πρέπει να ηρεμήσουμε τον Ράστυ. Είναιπολύαναστατωμένος..»

Κοίταξαν κι οι τρεις τον Ράστυ, που τώρα χτυπούσε τον πίνακα με τη γροθιά του.

Η Κέιτ κοίταξε ονειροπόλα μέσα στα μάτια του Σαμ και χαμογέλασε. «Καταλαβαίνω τι εννοείς, Σαμ. Θα δω τι μπορώ να κάνω…»

«Ράστυ!» είπε, «σταμάτα να χτυπάς τον πίνακα!! Αν δεν ηρεμήσεις, θα το πω στη μαμά και τότε δεν θα φας μπισκότα για επιδόρπιο! Και, θα πρέπει να γυρίσουμε σπίτι νωρίς και τότε θα βρεις πολύ άσχημο μπελά!!».

Ο Ράστυ της έριξε ένα κακό βλέμμα, αλλά ήταν ξεκάθαρο πως είχε αρχίσει να κουράζεται. Σταμάτησε να κοπανάει τον πίνακα και γλίστρησε μουλωχτά στην μεγάλη πολυθρόνα. «…κι όμως έπεσα μέσα! Κανένας δεν με πιστεύει εμένα ποτέ….».

Η Τζιλ κι η Κέιτ κοιτάχτηκαν κι έβαλαν τα γέλια, κι ο Σαμ χαλάρωσε κάπως. Τότε ακριβώς φώναξε η μητέρα της Τζιλ από το σαλόνι «Τζιλ, γλυκιά μου, θέλεις να έρθεις να πάρεις μπισκότα για όλους;»

«Έλα,» είπε εκείνη στην Κέιτ, «πάμε να πάρουμε επιδόρπιο».

Τα δυο κορίτσια έφυγαν κι ο Σαμ πήγε εκεί που καθόταν ο Ράστυ μόνος του. ΟΡάστυτοναγριοκοίταξε.

«Εσύ ξέρεις τι έγινε! Εσύ πήδηξε μέσα ξωπίσω μου!».

Ο Σαμ έσκυψε για να μην ακούγεται μακριά η φωνή του. «Βεβαίως και το έκανα Ράστυ. Αλλά, κάποιες φορές έτσι δουλεύει η μαγεία. Τη μια στιγμή πέφτεις μέσα σ’ ένα πίνακα και την επόμενη δεν μπορείς. Όμως, δεν θα πρέπει να μιλάμε πολύ γι αυτό με τα κορίτσια. Δεν θα το καταλάβαιναν. Εσύ καταλαβαίνεις τι εννοώ;».

Ο Ράστυ αναθάρρησε. «Εννοείς ότι είναι αλήθεια, λοιπόν; Δεν χτύπησα το κεφάλι μου;»

«Η μαγεία είναι αληθινή, Ράστυ, αλλά κάποιες φορές πρέπει να μην μιλάμε γι αυτό. Διαφορετικά..». Ο Σαμ κοίταξε γύρω του εμπιστευτικά, «…διαφορετικά, ο κόσμος μπορεί να νομίζει ότι είμαστε κι οι δυο παράξενοι στο κεφάλι». Έβαλε το δάχτυλο στον κρόταφο του και το έστριψε. «Ξέρεις τί λέω;».

Ο Ράστυ έγνεψε. «Ναι, αμέ!».

«Τώρα, όσο για το πέσιμο μέσα στον πίνακα, θα είναι το μικρό μας μυστικό, ΟΚ; Κι ίσως μια μέρα, όταν θα είσαι λίγο μεγαλύτερος, εσύ κι εγώ να μπορέσουμε να το ξαναδοκιμάσουμε παρέα. Τιλες;»

«Και γιατί δεν μπορούμε να το δοκιμάσουμε τώρα

«Μα, αφού δοκίμασες, δεν δοκίμασες; Και δεν δούλεψε;»

«Όχι, δεν δούλεψε».

«Ναι, αλλά έτσι δουλεύει η μαγεία κάποιες φορές. Ξέρω ότι είναι δύσκολο, αλλά αν είσαι υπομονετικός, θα έρθουν άλλες φορές που θα μπορούμε να το δοκιμάσουμε και πάλι και τότε θα δουλέψει, εντάξει;»

Ο Ράστυ τον κοίταξε καχύποπτα. «Δεν τα βγάζεις απ’ το μυαλό σου όλα αυτά, έτσι; Μόνο για να με κάνεις να σωπάσω; Συνέβη στην πραγματικότητα και δεν είμαι τρελός, έτσι;»

«Δεν είσαι τρελός, Ράστυ. Όμως, πιστεύω πως αν το πεις σε πολλούς άλλους ανθρώπους, εκείνοι μπορεί να σκεφτούν ότι είσαι. Άρα, δεν βγάζεις μιλιά, εντάξει;»

«Εντάξει!» είπε ο Ράστυ, ακτινοβολώντας.

Τα κορίτσια επέστρεψαν και η Τζιλ απόρησε με την αλλαγή του Ράστυ, που ξαφνικά, όπως της φαινόταν, δεν ήταν πια μουτρωμένος. Αντιθέτως, ήρθε στο τραπέζι στο κέντρο του δωματίου και με μεγάλο ενθουσιασμό έφαγε τρία μπισκότα μαζεμένα.

«Νοιώθεις καλύτερα τώρα, Ράστυ;» τον ρώτησε.

«Ναι, αμέ…», είπε αυτός, χώνοντας ακόμα ένα μπισκότο στο στόμα του και κλείνοντας το μάτι στο Σαμ.

Ο Σαμ έσκυψε προς τη Τζιλ. «Θα σου εξηγήσω αργότερα,» είπε. «Ή, ακόμα καλύτερα, θα αφήσω τον κ. Λουκ να σου εξηγήσει. Πρέπει να έρθεις να τον επισκεφτείς στο στούντιο του το συντομώτερο».

Πριν προλάβει να απαντήσει η Τζίλ όμως, ξαφνιάστηκαν κι οι τέσσερις από έναν απότομο και πολύ τρομακτικό ήχο ουρλιαχτού, που ερχόταν ακριβώς έξω από το παράθυρο της βιβλιοθήκης.

Η Τζιλ πετάχτηκε πάνω. «Τι στο καλό ήταν αυτό;»

Σηκώθηκε κι ο Σαμ. «Κάτι που σκέφτηκα ότι μπορεί να συμβεί. Αλλά, μην ανησυχείτε. Θα το κάνω να φύγει».

Ο ήχος δυνάμωσε. Ήταν ένας παράξενος και μυστηριώδης ήχος, λες και δεκάδες λύκοι ούρλιαζαν μέσα από κάποιο βαθύ μεταλλικό βαρέλι. Οι φωνές τόσων πολλών πλασμάτων, που έρχονταν φαινομενικά ακριβώς έξω απ’ το σπίτι, πάγωσαν τους πάντες μέχρι το κόκκαλο.

Ο Σαμ κοίταξε τριγύρω στη βιβλιοθήκη σαν να έψαχνε για κάτι. «Γρήγορα, Τζιλ, έχεις κάπου εδώ γύρω έναν μεγάλο καθρέφτη; Στομπάνιοήστοσαλόνιίσως ;»

«Ναι, στο μπάνιο του διαδρόμου. Υπάρχει ένας ολόσωμος καθρέφτης πίσω απ’ την πόρτα. Γιατί;»

«Πήγαινε με εκεί. Άσε με να μπω μέσα για μια στιγμή. Δεν θα κλειδώσω την πόρτα. Αλλάμετάθαέχωφύγει.»

«Φύγει;!»

«Ναι, θα έχω φύγει. Θα σου εξηγήσω αύριο. Το ουρλιαχτό, όμως, θα σταματήσει μόλις φύγω. Δενέχωχρόνοναεξηγήσωτώρα…»

Η Τζιλ άρπαξε τον Σαμ από το χέρι και βγήκαν βιαστικά μαζί στο διάδρομο. Ο Ράστυ και η Κέιτ παρέμειναν στη βιβλιοθήκη παγωμένοι από το φόβο. Η Τζιλ άκουσε τη μαμά, τη θεία και τον θείο της να σηκώνονται στην τραπεζαρία. Κι εκείνοι σίγουρα άκουγαν την αλλόκοσμη φασαρία και έρχονταν να δουν τι συμβαίνει.

«Αύριο!» είπε ο Σαμ. Μπήκε στο μπάνιο κι έκλεισε την πόρτα. Σχεδόν στη στιγμή, το ουρλιαχτό σταμάτησε.

«Τζιλ; Είστε όλοι καλά;» Ήταν η Ήβη. Μόλις είχε μπει στο διάδρομο. «Πούείναιοιυπόλοιποι;»

«Ο Ράστυ και η Κέιτ είναι στη βιβλιοθήκη».

«Και πού είναι ο Σαμ;»

Η Τζιλ άνοιξα μαλακά την πόρτα του μπάνιου και κοίταξε μέσα. Κανείς δεν ήταν εκεί. Ο Σαμ είχε εξαφανιστεί!

Σε αυτό το σημείο η Τζιλ δεν ήξερε τι να κάνει και τι να πει. Να έλεγε στη μητέρα της για την εξαφάνιση του Σαμ; Να της έλεγε για τον Ράστυ και ότι πίστευε πως είχε πέσει μέσα στο πίνακα της βιβλιοθήκης; Ή για τη δική της εμπειρία, όταν έβαλε το χέρι της μέσα στον πίνακα του Αυλητή; Ήξερε πως δεν μπορεί να πει ψέματα στη μητέρα της, αλλά τι άλλο μπορούσε να κάνει;

Η συνέχεια της ιστορίας μας, την επόμενη Παρασκευή

Για το πρωτότυπο κείμενο πηγαίνετε: http://jefmurray.com/framerunners/the-stories/