Μόλις συνειδητοποίησε πως η Πόλυ είχε χαθεί, είχε χαθεί για πάντα, η Τζιλ κατέρρευσε με λυγμούς στο έδαφος της πέτρινης πλατείας. Κατά τη διάρκεια της προέλασης της Πολυδόρας και των Φερρουμάρι προς την πύλη, η Τζιλ ήταν πολύ απορροφημένη από το τραγούδι και από την τελευταία εντολή που της είχε δώσει η Πόλυ για να καταλάβει το τι ακριβώς συνέβαινε. Το κύμα θριάμβου που απέρρεε από την αρχαία φυλή των υπηρετών του Ορμπαράτους είχε συμπαρασύρει τη Τζιλ. Το τραγούδι τους ήταν το τραγούδι ενός λαού που είχε ανακτήσει την αρχαία πατρίδα του και που, για δεύτερη φορά στην ιστορία του, κατανίκησε ένα πανίσχυρο κακό, που θα μπορούσε με ευκολία να εξαπλωθεί σε άλλους πλανήτες και να καταστρέψει κι άλλους λαούς, πολιτισμούς και κόσμους, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της Τζιλ.
Τώρα, όμως, όλα είχαν τελειώσει και το τραγούδι των Φερρουμάρι είχε σιγήσει. Μέσα στην παράξενη σιωπή που ακολούθησε, η Τζιλ δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη θλίψη για την απώλεια της φίλης της. Ήταν η απώλεια του δεσμού με μια άλλη ψυχή. Και μέσα στα αναφιλητά κατάλαβε, πώς ήταν τέτοιος που σαν αυτόν δεν είχε νοιώσει από την εξαφάνιση του πατέρα της, περισσότερο από ένα χρόνο πριν. Τώρα, με αυτή την καινούργια απώλεια, η παλιά πίκρα ξανάρθε στην Τζιλ και αισθάνθηκε πιο εγκαταλελειμμένη από όσο θα μπορούσε κανείς να αισθανθεί.
Ένοιωσε ένα χέρι στον ώμο της και κοίταξε πάνω. Ήταν ο Σαμ. Δεν είπε τίποτα. Δεν χρειαζόταν. Κι εκείνος είχε δάκρυα στα μάτια του. Η Τζιλ αισθάνθηκε κύματα θλίψης να ρέουν από εκείνον, καθώς προσπαθούσε με κόπο να συγκρατήσει τα δάκρυα του. Στάθηκε μαζί της μερικές στιγμές, ανίκανος να μιλήσει. Η Τζιλ είδε, μέσα από τα δικά της δάκρυα, μια άλλη μορφή να τους πλησιάζει. Ήταν ο Αζάριας.
«Σαμ, θα χρειαστώ τη βοήθεια σου,» είπε ο ψηλός άντρας απαλά.
Ο Σαμ κατένευσε και η Τζιλ αισθάνθηκε εκ μέρους του ένα κύμα ανακούφισης. Συνειδητοποίησε, ότι το να έχει μια δουλειά να κάνει του επέτρεπε να σπρώξει μακριά τη λύπη του για λίγο. Θα επέστρεφε, κι έμοιαζε να το ξέρει, αλλά έτσι είχε μάθει να αντιμετωπίζει τον πόνο του. Και τότε η Τζιλ αναρωτήθηκε, τι μπορεί να είχε υποφέρει ο Σαμ στη διάρκεια των ταξιδιών του στις κορνίζες. Ή μήπως, αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης είχε σχέση με κάτι άλλο; Η Τζιλ ήξερε ότι ο Σαμ ζούσε με τον θείο του. Δεν είχε ρωτήσει ποτέ για τους γονείς του κι ένοιωσε ότι δεν του είχε σταθεί και πολύ καλή φίλη.
Ο Σαμ έσφιξε ξανά τον ώμο της και είπε με πνιχτή φωνή, «Θα γυρίσω σύντομα». Απομακρύνθηκε με τον Αζάριας προς την κλειστή πύλη. Η Τζιλ τους παρακολούθησε καθώς προχωρούσαν. Ο Αζάριας μιλούσε στον Σαμ χαμηλόφωνα.
Ο κ. Λουκ ήρθε κοντά της και τη βοήθησε να σηκωθεί. Κι εκείνος πάλευε με τη λύπη του, που τον περικύκλωνε και τον πλάκωνε σαν ένα μεγάλο σιδερένιο βαρίδι. Προφανώς, γνώριζε την Πολυδόρα περισσότερο καιρό από όλους τους άλλους – ίσως κι απ’ τον Αζάριας ακόμα – και πιθανώς να είχε περάσει μαζί της πιο πολύ χρόνο από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο.
«Λυπάμαι, κ. Λουκ,» του είπε η Τζιλ. Άπλωσε τα χέρια της κι ο Λουκ έσκυψε και την αγκάλιασε σφιχτά. Όταν την άφησε, η Τζιλ είδε δάκρυα να τρέχουν ελεύθερα στα μάγουλα του. Έβγαλε ένα μαντίλι και σκούπισε το πρόσωπο του. Μετά φύσηξε δυνατά τη μύτη του.
«Ορίστε. Το χρειαζόμουν αυτό» είπε. «Δεν θυμάμαι την τελευταία φορά που έκλαψα. Κι ελπίζω να περάσει πάρα πολύς καιρός μέχρι να χρειαστεί να το ξανακάνω. Φοβάμαι πως αυτό δεν ήταν ούτε κατά διάνοια το είδος του ταξιδιού που σχεδίαζα για την πρώτη σου εμπειρία στα ταξίδια κορνίζα. Λυπάμαι πάρα πολύ. Πάρα, πάρα πολύ.
Κάλυψε τα μάτια του και τα δάκρυα κύλησαν πάλι στο πρόσωπο του.
«Δεν πειράζει, κ. Λουκ,» είπε η Τζιλ και τον αγκάλιασε πάλι. Υπήρχε κάτι στη συνειδητοποίηση πως μοιραζόταν τον πόνο της με όλους τους, που βοηθούσε να γίνει ο χαμός της φίλης της κάπως πιο ανεκτός. Ένα κομμάτι του εαυτού της άλλαξε για πάντα εκείνη τη στιγμή και κατάλαβε ότι τα δάκρυα της στέγνωναν ήδη στους δυνατούς ανέμους του Ορμπαράτους.
Ο Αζάριας και ο Σαμ επέστρεψαν κι η Τζιλ παρατήρησε ένα παράξενο βλέμμα στα μάτια του Σαμ.
«Λουκ,» είπε ο Αζάριας, «ξέρω πως όλοι χρειαζόμαστε λίγο χρόνο για να συνέλθουμε από όσα συνέβησαν, όμως υπάρχουν ένα-δυο πράγματα που πρέπει να γίνουν και δεν μπορούν να περιμένουν. Συχώρεσε με, Τζιλ…»
«Λουκ, να τι θέλω να κάνεις: Πρώτα, με τη βοήθεια της Τζιλ, θέλω να προσπαθήσεις να θυμηθείς, όσο καλύτερα μπορείς, την ακριβή στιγμή που περάσατε εδώ, μέσω του πίνακα του Ορμπαράτους στην Πινακοθήκη. Μετά, θέλω να σχεδιάσεις αυτή τη στιγμή. Σκέψου το σαν την εικόνα που θα έβλεπε κάποιος από μια πλεονεκτική θέση, κάπου αλλού μέσα στην Πινακοθήκη, και θα σας παρακολουθούσε να περνάτε μέσα στον πίνακα. Είναι σημαντικό να κρατήσεις αυτή την πρόθεση κατά νου, όπως θα ζωγραφίζεις, εντάξει;»
«Εννοείς την πρόθεση το σκίτσο να απεικονίζει την ακριβή στιγμή;»
«Ακριβώς»
«Εντάξει, αυτό δεν θα είναι και πολύ δύσκολο,» απάντησε ο Λουκ.
«Και, Τζιλ..,» είπε ο Αζάριας, «ξέρω ότι δεν έχουμε συστηθεί επισήμως, αλλά αυτό θα πρέπει να περιμένει. Τώρα, χρειάζομαι τη βοήθεια σου σε κάτι».
«Μάλιστα, κύριε;»
«Θέλω να παρακολουθείς τον Λουκ πολύ προσεκτικά και να βοηθήσεις ώστε να κάνει την εικόνα απολύτως σωστά. Θέλω να θυμηθείτε και οι δύο όσες περισσότερες λεπτομέρειες γίνεται, αλλά μόνο αυτές για τις οποίες είστε βέβαιοι και οι δύο. Αν δεν θυμόσαστε κάτι καθαρά, μην το συμπεριλάβετε στο σχέδιο».
«Πού θέλεις να το σχεδιάσω;» ρώτησε ο Λουκ.
«Σε οποιαδήποτε κατάλληλη επιφάνεια. Σε αυτήν εδώ πέρα, ας πούμε». Ο Αζάριας έγνεψε προς έναν από τους μονόλιθους της πλατείας, που δεν είχε πέσει από τους σεισμούς και που είχε λεία, πέτρινη επιφάνεια στις δύο από τις τέσσερις πλευρές του.
«Ο Σαμ κι εγώ πρέπει να επιληφθούμε ενός άλλου καθήκοντος. Θα χρειαστεί να ταξιδέψουμε στον λαβύρινθο, όση ώρα εσείς ασχολείστε με το σκίτσο. Όταν επιστρέψουμε θα χρειαστεί να φτιάξεις ένα δεύτερο σχέδιο, αλλά για τώρα επικεντρώσου σε αυτό με την Πινακοθήκη και όλους σας μέσα του, συμπεριλαμβανομένου και του πίνακα του Ορμπαράτους. Θα πρέπει να είναι τόσο πλήρες, ώστε να μπορεί να ταξιδευτεί με ασφάλεια..
«Από όλους μας;»
«Όχι, μόνο από μένα. Αλλά, μιας και δεν ήμουν εκεί, μάλλον χρειάζεται να είναι πιο λεπτομερές από το αν το ταξίδευες εσύ μόνος σου».
«Δεν θα μου πάρει περισσότερο από καμιάν ώρα,» είπε ο κ. Λουκ.
«Καλώς. Αυτό αρκεί. Θα πρέπει να έχουμε γυρίσει μέχρι τότε.»
«Μπορώ να ρωτήσω προς τι όλα αυτά;» ρώτησε ο Λουκ.
«Θα σου εξηγήσω αργότερα, όχι τώρα. Ο χρόνος πιέζει. Όλα θα ξεκαθαρίσουν…»
Ο κ. Λουκ κατένευσε. Έβαλε το χέρι μέσα στο μακρύ παλτό του και έβγαλε ξανά ένα κομμάτι κιμωλίας. Ύστερα, στράφηκε προς τον μονόλιθο και μελέτησε τη πρώτη από τις δύο κενές του επιφάνειες. Η Τζιλ είδε τον Αζάριας και τον Σαμ να περπατάνε μαζί προς έναν γειτονικό τοίχο φτιαγμένο από το ίδιο μεταλλικό ορυκτό, που οι Φερρουμάρι είχαν χρησιμοποιήσει για να χτίσουν μεγάλα τμήματα της πόλης. Συνομίλησαν μια στιγμή και μετά, εξαφανίστηκαν μαζί γρήγορα μέσα στον τοίχο.
«Πώς είναι, κ. Λουκ; Εννοώ, το να βρίσκεσαι στον Λαβύρινθο;»
«Ο κ. Λουκ ανατρίχιασε. «Δεν είναι σαν τίποτα που θα μπορούσα να σου περιγράψω. Πολύ δυσάρεστο: τουλάχιστον για μένα. Είμαι βέβαιος, πως κάποια στιγμή ο Σαμ θα σε πάρει στον Λαβύρινθο, αλλά ποτέ, μα ποτέ, μην το προσπαθήσεις μόνη σου! Παρά είναι επικίνδυνο! Είναι πολύ, πάρα πολύ χαοτικό, κι είναι πανεύκολο να μπερδέψεις πραγματικές εικόνες, πραγματικές εξόδους από τον Λαβύρινθο, με αντανακλάσεις και το αντίθετο. Έχεις βρεθεί ποτέ σε δωμάτιο με καθρέφτες, σ’ ένα τσίρκο ή κάποιο πανηγύρι; Ξέρεις, αυτά που έχουν για διασκέδαση;
«Ναι, μια φορά, όταν ήμουν πολύ μικρή. Είχα πάει με τον πατέρα μου».
«Θυμάσαι πόσο παραπλανητικό ήταν;»
«Ναι, έτσι νομίζω. Καμιά φορά έπεφτες κατευθείαν πάνω σ’ έναν καθρέφτη νομίζοντας ότι ήταν ο δρόμος για την έξοδο, κι άλλες φορές, δεν μπορούσες να βρεις το δρόμο γιατί νόμιζες πως ήταν αντανακλάσεις».
«Δεν θα μπορούσα να το περιγράψω καλύτερα,» είπε ο Λουκ. «Πάρε αυτό και πολλαπλασίασε το με το χίλια και θα πάρεις μια γεύση του πόσο μπορεί να σε μπερδέψει ο Λαβύρινθος»
«Αλλά όχι τον Σαμ;»
«Προφανώς, όχι. Όμως, αυτό είναι το χάρισμα του, το ιδιαίτερο ταλέντο του. Μοιάζει να μην μπερδεύεται ποτέ από όσα συναντά στον Λαβύρινθο. Βέβαια, εκείνος θα έβρισκε – βρίσκει δηλαδή- την ικανότητα σου, να καταλαβαίνεις τα αισθήματα και τις σκέψεις των άλλων γύρω σου, εξ ίσου παράξενη και δύσκολη να κατανοηθεί. Ας επιστρέψουμε, όμως, στη δουλειά που έχουμε να κάνουμε. Ας σκεφτούμε αυτό το σκίτσο. Όταν πρωτοήρθαμε μέσα από τον πίνακα, πρώτος πέρασε ο Σαμ, σωστά;»
«Ναι, και μετά πέρασε η Πόλυ και μετά εγώ..» Άθελα της, τα μάτια της Τζιλ γέμισαν δάκρυα ξανά.
«Δεν πειράζει, καλή μου. Κι εγώ το ίδιο πρόβλημα έχω. Πάρε μόνο μια βαθιά ανάσα…»
Η Τζιλ πήρε πολλές βαθιές αναπνοές. «ΟΚ. Είμαι καλύτερα τώρα. Συγγνώμη. Εντάξει, για να δούμε… Κρατούσα το χέρι της Πόλυ, όταν περάσαμε από την κορνίζα…»
Ο Λουκ άρχιζε να σχεδιάζει, ενώ η Τζιλ έκατσε στις πλάκες της πλατείας κοντά στον μονόλιθο και τον παρακολουθούσε. Πρώτα σχεδίασε το σχήμα του ίδιου του πίνακα στο καβαλέτο του. Μετά έφτιαξε πρόχειρα μια φιγούρα με μακρύ παλτό – τον εαυτό του – με την Πόλυ και τη Τζιλ να βρίσκονται δίπλα του και να προχωράνε προς τα εμπρός. Μετά συμβουλεύτηκε τη Τζιλ για το τι άλλα αντικείμενα μπορεί να υπήρχαν στους σωρούς γύρω από τον πίνακα και το καβαλέτο. Καθώς μιλούσαν, το σκίτσο έπαιρνε μορφή. Σύντομα, όλες οι γραμμές ήταν στη θέση τους κι ο Λουκ χρησιμοποίησε ένα πιο σκουρόχρωμο κι ένα πιο ανοιχτόχρωμο κομμάτι κιμωλίας για να κάνει πιο σωστή τη σκίαση της εικόνας.
Μετά από μια ώρα περίπου, όπως το είχε προβλέψει, ο Λουκ σταμάτησε κι έκανε ένα βήμα πίσω από τη στήλη. Μπροστά του, πάνω στην επίπεδη, γκριζωπή επιφάνεια της πέτρας, βρισκόταν ένα σχέδιο. Πολύ περισσότερο από ένα απλό σκίτσο, αυτό πλησίαζε την αρτιότητα μιας ρεαλιστικής εικόνας.
«Ο Αζάριας θα πρέπει να μπορεί να δουλέψει μ’ αυτό,» είπε δυνατά ο Λουκ. Κοίταξε πίσω του και ανακάλυψε ότι η Τζιλ είχε αποκοιμηθεί εκεί που καθόταν. Την πλησίασε, έβγαλε το μακρύ παλτό του και το άπλωσε δίπλα της. Έπειτα, τη σήκωσε απαλά και την ακούμπησε στο παλτό, σκεπάζοντας την για να μείνει ζεστή».
Πέρασε άλλη μια ώρα πριν αρχίσει να αναδεύεται η Τζιλ. Η Λουκ είχε χρησιμοποιήσει αυτό τον χρόνο τελειοποιώντας το σχέδιο και βηματίζοντας πάνω-κάτω στην πλατεία για να κρατηθεί ζεστός. Ο ήλιος μακριά, πίσω από παχιά σύννεφα, προφανώς έδυε και η θερμοκρασία είχε αρχίσει να πέφτει.
Η Τζιλ ανακάθισε και έτριψε τα μάτια της. Για μια στιγμή ξαφνιάστηκε καθώς περιεργάστηκε το παράξενο τοπίο γύρω της, αλλά μετά θυμήθηκε που βρισκόταν.
«Κ. Λουκ;» φώναξε.
«Ναι, καλή μου;» είπε αυτός. Βρισκόταν σε αρκετή απόσταση, κοντά στην άκρη της πλατείας και κοίταζε κάτω στο σκοτεινό φαράγγι.
«Συγγνώμη, πρέπει ν’ αποκοιμήθηκα. Δεν επέστρεψε ακόμα ο Αδελφός Αζάριας;»
«Όχι, αλλά θα επιστρέψει εγκαίρως, είμαι βέβαιος,» είπε ο Λουκ επιστρέφοντας στον μονόλιθο.
Η Τζιλ κοίταξε το σκίτσο, που τώρα ήταν πολύ πιο λεπτομερές από την ώρα που την πήρε ο ύπνος. Ήταν πραγματικά αξιοπρόσεκτο το τι μπορούσε να κάνει ο κ. Λουκ.
«Το σχέδιο είναι θαυμάσιο! Αλλά γιατί ακριβώς το χρειάζεται ο Αζάριας;» ρώτησε η Τζιλ.
«Θα μας πει εν ευθέτω χρόνω, πιστεύω,» είπε ο κ. Λουκ, εξετάζοντας γι άλλη μια φορά το σκίτσο, «αλλά σίγουρα θα υπάρχει πολύ σημαντικός λόγος για να το ζητήσει. Ειδικά μιας και ζήτησε να αναπαράγω ακριβώς τη στιγμή που φεύγαμε από την Πινακοθήκη. Εγώ δεν μπορώ να φανταστώ γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν σημαντικό. Όμως, ο Αζάριας…εμ…ο Αδελφός Αζάριας, δεν εξηγεί πάντα τα πράγματα πλήρως. Κρατάει πολλά για τον εαυτό του. Αυτό έλεγε συχνά κι ο αδελφός μου, ο Τσαρλς».
«Α! Έχετε αδελφό;» ρώτησε η Τζιλ. Χασμουρήθηκε και τέντωσε τα χέρια της.
«Ναι. Ο Τσαρλς είναι επίσης καλλιτέχνης, αλλά δεν ανήκει στο Τάγμα».
«Όχι; Λέτε, όμως, ότι γνωρίζει τον Αδελφό Αζάριας. Πώς γνωρίζονται, αν όχι μέσω του Τάγματος;»
«Ο Τσαρλς δουλεύει περισσότερο με τον Πατέρα Χίλντεμπραντ και τους Βενεδικτίνους απ’ ευθείας. Δεν γνωρίζω με ποια ιδιότητα. Παρότι είναι διαφορετικό κομμάτι της ίδιας οικογένειας, για να είμαι ειλικρινής. Όλοι μας προσπαθούμε να κάνουμε τα ίδια πράγματα, απλώς από διαφορετικές σκοπιές και με διαφορετικά εργαλεία».
«Τι είδους πράγματα, όμως, κ. Λουκ; Εννοώ, μετά το σημερινό, δεν ξέρω καθόλου τι είναι αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε….»
Ο Λουκ κοίταξε κάτω προς τη Τζιλ. «Προσπαθούμε να κάνουμε το σωστό, αγαπητή μου. Αυτό είναι όλο. Δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχωρίζουμε ποιό είναι αυτό, αλλά σήμερα, νομίζω πως είδαμε το τι μπορεί να αντιμετωπίσουμε. Και πρέπει να σου πω, ότι βοήθησες πάρα πολύ, όντως πάρα πολύ! Αν και δεν είμαι κάποιος με τον οποίο γνωρίζεσαι καλά ακόμη, θέλω να σου πω ότι είμαι πολύ περήφανος για σένα και πολύ ευτυχής που ήσουν μαζί μας όταν…όταν…»
Ο κ. Λουκ γύρισε στο πλάι για μια στιγμή και η Τζιλ ένοιωσε πάλι να βουρκώνει. Αλλά εκείνη τη στιγμή άκουσαν μια φωνή πίσω τους.
«Λουκ, αυτό είναι εξαιρετικό! Μπράβο!» Ήταν ο Αζάριας. «Και…είστε κι οι δύο βέβαιοι ότι αυτή ήταν η ακριβής σκηνή στην Πινακοθήκη, όταν την εγκαταλείψατε;»
«Ναι, Σίγουρα, αυτό πιστεύω,» είπε ο Λουκ.
«Τζιλ;»
«Μάλιστα, κύριε. Έτσι ήταν τα πράγματα».
«Θαυμάσια! Τότε σκοπεύω να χρησιμοποιήσω το σκίτσο σου άμεσα για καλό σκοπό, υπέροχε Αποδίδοντα φίλε μου,» είπε ο Αζάριας. «Μόλις φύγω, θα ήθελα να αρχίσεις να δουλεύεις ένα δεύτερο σκίτσο. Ένα που θα επιτρέψει σε εσάς τους δύο να επιστρέψετε στην πύλη στη βάση των γκρεμών. Σε αυτή, δηλαδή, που σας έφερε εδώ αρχικά. Θα μπορούσε να σας πάει εκεί ο Σαμ μέσω του Λαβύρινθου, αλλά είναι απασχολημένος προς το παρόν. Θα σας συναντήσει κάτω, και αν και δεν περιμένω να υπάρξει πρόβλημα, αν για οποιονδήποτε λόγο ανακαλύψετε ότι η πύλη δεν υπάρχει πια…»
«Δεν υπάρχει;! Τι εννοείς, δεν υπάρχει;!» ρώτησεοΛουκ.
«Μην σε απασχολεί! Το πιο πιθανό είναι, ότι θα είναι όλα εντάξει. Αλλά, για την απίθανη περίπτωση να λείπει η πύλη…»
«Ναι; Τι να κάνουμε τότε;» ρώτησε ο Λουκ.
«Θα πρότεινα να περιμένετε λίγο, κι αν μετά από, ας πούμε, μια ώρα, η πύλη δεν έχει ξανανοίξει, τότε συγκέντρωσε τους όλους και επιστρέψτε στο διαμέρισμα στο Λονδίνο. Συνεχίστε από εκεί για τη Ρώμη. Δεν πιστεύω ότι θα φτάσει μέχρι εκεί το πράγμα, αλλά αν τα πράγματα φτάσουν στο χειρότερο, ίσως να χρειαστείτε τη βοήθεια και τη συμβουλή του Πατέρα Χίλντεμπραντ».
«Μήπως θα έπρεπε απλώς να γυρίσουμε στην Πινακοθήκη;»
«Όχι, όχι στην Πινακοθήκη, σε καμία περίπτωση αν βρείτε κλειστή την πύλη! Καταλαβαίνεις; ΟΑζάριαςκοίταξεέντονα, σχεδόνάγρια, τονΛουκ.
«Ε λοιπόν, δεν καταλαβαίνω, όχι πραγματικά, αλλά σίγουρα θα κάνουμε όπως λες».
«Καλώς. Μην φοβάστε! Όλα θα είναι εντάξει, μάλλον! Κι αν είναι όντως έτσι, θα σας δω και τους δύο πολύ σύντομα!» Με αυτό, ο Αζάριας έσφιξε ένα ζαφείρι στο χέρι του, και χωρίς κανέναν απολύτως δισταγμό, μπήκε στο σχέδιο του Λουκ και χάθηκε.
Όταν ο Αζάριας έφτασε στην Πινακοθήκη, ο Λουκ μόλις χανόταν μέσα στον πίνακα του Ορμπαράτους. Ο Αζάριας προχώρησε προς τον πίνακα και για λίγο είδε τις τέσσερις φιγούρες να διαγράφονται στο κατεστραμμένο τοπίο του πλανήτη της Πολυδόρας. Ύστερα έσβησαν κι ο πίνακας έδειχνε πάλι όπως πάντα.
Ο Αζάριας έριξε μια ματιά τριγύρω στην Πινακοθήκη. Όλα έμοιαζαν να είναι εντάξει, αλλά ήξερε, πως μέσα σε λίγα λεπτά κάποιοι σίγουρα θα εισέβαλλαν στην αποθήκη. Όποιοι κι αν ήταν, δεν θα ήταν διακριτικοί, γιατί μέσα σε λίγες ώρες, οι ειδήσεις του έργου τους θα είχαν ήδη ταξιδέψει μέχρι την άλλη πλευρά του ωκεανού και θα είχαν αναφερθεί στον Πατέρα Χίλντεμπραντ. «Και σε μένα,» σκέφτηκε ο Αζάριας, ενθυμούμενος τη περίπλοκη κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Αυτή τη στιγμή, δεν ήταν απλά εκεί, στην Πινακοθήκη, αλλά και στο Λονδίνο, στο διαμέρισμα του. Το ταξίδι στο χρόνο ήταν πάντα κάπως ανησυχητικό, ακόμα και για εκείνον. Ήταν κάτι που ποτέ δεν έπρεπε να το παίρνει αψήφιστα.
Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Αζάριας ήταν να περιμένει τους Αμέντα και τους πράκτορες τους και να τους παρακολουθήσει να κάνουν την πρώτη κίνηση. Αλλά μπορούσε τουλάχιστον να προσπαθήσει να αισθανθεί αν υπήρχε κανείς άλλος, εκείνη την ώρα, μέσα στην Πινακοθήκη ή ακριβώς απ’ έξω. Έκλεισε τα μάτια του, αφουγκράστηκε και «ένοιωσε» όσο πιο έντονα μπορούσε. Όλαήτανήρεμαακόμα.
Ο Αζάριας ήξερε, ότι η Πινακοθήκη ήταν προφυλαγμένη έναντι των Αμέντα, των πνευματικών όντων που κατέτρεχαν το FratrumSimulacrorum. Αλλά οι Αμέντα μπορούσαν να στρατολογήσουν πράκτορες, όταν κάποια φυσική πράξη ήταν απαραίτητη. Άντρες και γυναίκες με σάρκα και αίμα, πρόθυμους να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους. Αυτούς τους διέφθειραν, ψιθυρίζοντας τους και πείθοντας τους να γίνουν αντιπρόσωποι του κακού. Συνήθως, αυτή ήταν μια μακρά και αργή διαδικασία. Το να διαφθείρεις ψυχές δεν ήταν πάντα εύκολο. Κι όμως, σε κάθε γενιά υπήρχαν αυτοί που ήταν λίγο ή πολύ επιρρεπείς στα ψεύδη των σκοτεινών δυνάμεων. Οι ίδιοι οι Αμέντα έλκονταν πάντοτε από τους κρυστάλλους. Επειδή η Πινακοθήκη ήταν προστατευμένη, δεν μπορούσαν να μπουν μέσα, ακόμα κι αν κανείς δεν ήταν μέσα. Αλλά οι πράκτορες τους μπορούσαν. Κι ο Αζάριας ήξερε, πως αυτό που ετοιμάζονταν να κάνουν οι πράκτορες ήταν να κατακάψουν την Πινακοθήκη και όλα, όσα ήταν μέσα της.
Η Πινακοθήκη, με όλους τους πίνακες της και τα άλλα αρχεία που ήταν φυλαγμένα μέσα στην αποθήκη, θα μπορούσαν σε λίγες ώρες να είναι ένας όγκος από αποκαΐδια. Και μόνο η απώλεια των πινάκων θα ήταν καταστροφική για το Τάγμα, αλλά αυτό που θα ήταν τελικά ακόμα χειρότερο, θα ήταν το να κλαπούν όσοι κρύσταλλοι βρίσκονταν ακόμα μέσα στην αποθήκη. Το αν η κλοπή θα γινόταν πριν μπει η πυρκαγιά ή μετά, όταν θα μπορούσαν να ψάξουν για τα πετράδια μέσα στα συντρίμμια του κτιρίου, ο Αζάριας δεν το ήξερε. Ήξερε μόνο ότι ήταν ο πρωταρχικό στόχος.
Τα ζαφείρια που επέτρεπαν τα «ταξίδια στην κορνίζα» ήταν το κλειδί για να φτάσει κάποιος σε όλους τους σχεδιασμένους ή ζωγραφισμένους κόσμους, ανεξάρτητα αν αυτά τα τοπία υπήρχαν στη γη ή σε κάποιο εντελώς διαφορετικό σύμπαν. Οι κρύσταλλοι ήταν μοναδικοί και μπορούσε κανείς να τους βρει αποκλειστικά και μόνο στη Γη. Η τοποθεσία του ορυχείου που τα παρήγαγε ήταν εφτασφράγιστο μυστικό, όπως και η ύπαρξη τους και το πού βρίσκονταν. Χωρίς αυτούς, δεν υπήρχε άλλος γνωστός τρόπος ταξιδιού στην κορνίζα προς άλλους κόσμους ή άλλους χρόνους. Οι Αμέντα χρειάζονταν τους κρυστάλλους, για να μπορέσουν να μεταφέρουν τους πράκτορες τους σε άλλες Εικονικές Περιοχές. Και το FratrumSimulacrorum είχε σχηματιστεί για να τους εμποδίσει να το πετύχουν.
Η μακριά μάχη ανάμεσα στους δύο αντιπάλους μετρούσε ήδη χιλιετίες. «Και η μάχη θα κρατήσει για πολλές ακόμα πριν το τέλος,» σκέφτηκε ο Αζάριας. Αφουγκράστηκε και πάλι και νόμισε πως άκουσε θορύβους να έρχονται από το κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στον κύριο όροφο της Πινακοθήκης. Κοίταξε γύρω του και είδε έναν ολόσωμο καθρέφτη κοντά του. Σφίγγοντας τον κρύσταλλο του, μπήκε μέσα. Όταν είχε χτιστεί η Πινακοθήκη, είχε καταβληθεί κάθε προσπάθεια, ώστε να υπάρχουν πάρα πολλοί καθρέφτες σπαρμένοι σε όλο το κτήριο. Υπήρχαν καθρέφτες τοποθετημένοι ακόμα και μέσα από τις πόρτες των χρηματοκιβωτίων, όπου φυλάσσονταν όσοι κρύσταλλοι δεν ήταν σε χρήση. Έτσι, το πρώτο πράγμα που έκανε ο Αζάριας μόλις μπήκε στον Λαβύρινθο, ήταν να ψάξει μέσα στη δύνη των περιστρεφόμενων επιφανειών που των κύκλωναν, για εκείνη που θα τον οδηγούσε στο χρηματοκιβώτιο των κρυστάλλων. Σύντομα βρήκε μια-δυο πιθανές επιφάνειες και άπλωσε τα χέρια μέσα τους για να ψαχουλέψει στην άλλη μεριά. Η δεύτερη ήταν αυτή που έψαχνε. Μέσα της έπιασε κοσμήματα και άδετα πετράδια. Το μάζεψε προσεκτικά και τα φύλαξε στις τσέπες του,
Τώρα που τα ζαφείρια ήταν ασφαλή, έστρεψε την προσοχή του πίσω σε ότι συνέβαινε σε άλλα σημεία της Πινακοθήκης. Ψάχνοντας καθρέφτη – καθρέφτη, ανακάλυψε τελικά έναν, στον οποίο είδε δύο φιγούρες να σκαρφαλώνουν προσεκτικά από την σκάλα κινδύνου στο πίσω μέρος της αποθήκης. Οι άντρες ήταν ντυμένοι σαν οικοδόμοι, αλλά καθένας τους κουβαλούσε ένα μεγάλο μπιτόνι. «Το πιο πιθανό γεμάτο με παραφίνη ή πετρέλαιο,» σκέφτηκε ο Αζάριας. Ύστερα, είδε άλλα δύο άτομα στο κλιμακοστάσιο. Και αυτοί κουβαλούσαν μπιτόνια και ανέβαιναν τα τελευταία σκαλιά προς τον δεύτερο όροφο. Μέσα από έναν τρίτο καθρέφτη, είδε ένα μεγάλο φορτηγάκι, με τουλάχιστον έναν άνδρα στο τιμόνι. Ήταν σταματημένο στο στενό πίσω από την Πινακοθήκη.
«Όπως το σκέφτηκα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί,» σκέφτηκε ο Αζάριας. « Δεν έχω όπλα, αλλά αν πρόκειται να τους σταματήσω, δεν έχω να χάσω λεπτό…»
Για το πρωτότυπο: http://jefmurray.com/framerunners/the-stories/