«Μάλλον δεν καταλαβαίνω. Τι θα μπορούσε να οδηγήσει τους Αμέντα να καταστρέψουν έναν κόσμο, ..οποιονδήποτε κόσμο». Περνούσαν από το διαμέρισμα στο Λονδίνο και ο Λουκ έτρωγε γι’ άλλη μια φορά κομμάτια σοκολάτας. Ο Αζάριας έριξε μια ματιά στις επιστολές πάνω στο τραπέζι, παρατηρώντας ότι δεν είχε παρθεί καμία άλλη πλην αυτής του Λουκ.
Ο Λουκ παρατήρησε με μια δόση ζήλιας, ότι ο Αζάριας έδειχνε να μην επηρεάζεται από το ταξίδι στην κορνίζα. Και τότε συνειδητοποίησε, ότι δεν ήταν εντελώς βέβαιος σε ποια από τις τρείς κύριες κατηγορίες του Tάγματος ανήκε ο μεγαλύτερος άνδρας. Ήξερε πως είχε κάποιες συναισθητικές ικανότητες και ότι μπορούσε να Αποδώσει εικόνες. Μπορεί να είχε και ικανότητες Πλοηγού επίσης. «Κάποιοι έχουν όλη την τύχη», σκέφτηκε καθώς κατάπινε άλλη μια μπουκιά σοκολάτας. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι θα ζυγίζω 150 κιλά μέχρι να φτάσω στην ηλικία του», σκέφτηκε με πικρία.
Από την αποθήκη του Αδελφού Χίλντεμπραντ, την γεμάτη σαν φωλιά σκίουρου, ο Αζάριας είχε πάρει ένα σκήπτρο που έμοιαζε να είναι από ατόφιο ασήμι. Στην κορυφή της σχετικά απλής ράβδου υπήρχε ένας μεγάλος γαλάζιος κρύσταλλος. Ο Αζάριας είχε πει ότι θα την χρειάζονταν, αλλά χωρίς να δώσει λεπτομέρειες, από φόβο μήπως καθυστερήσει την επιστροφή τους στον Ορμπαράτους.
«Συγνώμη, ποια ήταν η ερώτηση σου;» ρώτησε ο Αζάριας.
«Η ερώτηση μου είναι: ποιο το νόημα; Δηλαδή, γιατί να βάλουν οι Αμέντα έναν ολόκληρο πλανήτη να αυτοκαταστραφεί;»
«Α! Αυτό καλύτερα να το ρωτούσες τον Πατέρα Χίλντεμπραντ παρά εμένα. Είναι πιο κοντά στο γνωστικό του πεδίο».
«Γιατί αυτό;»
«Μα, γιατί έχει να κάνει με την φύση του κακού. Με το τί ζητά και πώς μεγαλώνει».
«Πολύ βαριά πράγματα αυτά….»
«Ναι, όντως! Αλλά, μιας και πρέπει να βρούμε την πύλη σου – και που είναι, παρακαλώ; – θα σου απαντήσω απλά. Ρωτάς, τι ψάχνουνε οι Αμέντα; Ψυχές. Μόνο αυτό. Είναι όντως τόσο απλό».
«Ψυχές;»
«Ψυχές. Θα σου εξηγήσω περισσότερα όταν θα έχουμε την ευκαιρία, αλλά πού είναι η πύλη; Δεν μπορώ να τη διακρίνω, κι ας κρατάω ένα από τα ζαφείρια».
Ο Λουκ κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο. Φορούσε ακόμα το δαχτυλίδι του αλλά για μια στιγμή μπερδεύτηκε. Το γκρίζο φως από τον Ορμπαράτους ήταν σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό που έμπαινε από τα παράθυρα του καθιστικού και η πύλη βρισκόταν ακριβώς μπροστά σε ένα απ’ αυτά. Έτσι γινόταν πολύ δύσκολο να την ξεχωρίσεις από τον περίγυρο.
«Να την,» είπε, δείχνοντας.
«Α! μάλιστα. Πάμε;»
Ο Λουκ κοίταξε από την πύλη πριν περάσει μέσα, και χάρηκε που το έκανε. «Κάτι δεν πάει καλά,» είπε, «ο ορίζοντας είναι λάθος».
Κοίταξαν μέσα από την φωτεινή κορνίζα και είδαν την πλατεία στον Ορμπαράτους. Αλλά ήταν λες κι ένας γίγαντας να την είχε γυρίσει στο πλάι.
«Ή ο κόσμος στην άλλη πλευρά της κορνίζας υπόκειται μία τρομακτική αναταραχή¨, είπε ο Αζάριας, «ή η βασική σου εικόνα ξέφυγε από ότι την συγκρατούσε και έχει πέσει στο το πλάι».
«Μάλλον το δεύτερο», είπε ο Λουκ, «αν και τη σχεδίασα πάνω σ’ έναν τεράστιο βράχο, που θα χρειάστηκε πολύ δυνατό χτύπημα για να πέσει κάτω. Υποφέραμε έναν σεισμό, ακριβώς πριν φτιάξω το σχέδιο. Αναρωτιέμαι μήπως στο μεταξύ έγινε κι άλλος».
«Θα μάθουμε σύντομα», είπε ο Αζάριας. Και μ’ αυτό, πέρασε μέσα στην πύλη, βρήκε ότι η βαρύτητα τον τραβούσε στο πλάι, κι έτσι μισοκύλισε – μισομπουσούλισε έξω στην πλατεία. Ο Λουκ ακολούθησε ακριβώς πίσω του.
Αυτό που είδαν μόλις ανέκτησαν την αίσθηση του χώρου, τους σόκαρε. Η πλατεία ήταν γεμάτη από σμήνη μαύρων σκιών, κι ένα βουητό κι ένα ουρλιαχτό γέμισαν τα αυτιά τους. Καθώς σηκώθηκαν όρθιοι αντιλήφθηκαν την πύλη στην άλλη άκρη της πλατείας, κι έμοιαζε να είναι το επίκεντρο όλης αυτής της αναστάτωσης και της σύγχυσης. Όμως, μέσα σ’ αυτήν την καρδιά του σκότους μπορούσαν ακόμα να διακρίνουν μία φωτεινή φιγούρα να στέκει ολομόναχη. ΉτανηΠολυδόρα.
«Έλα», είπε ο Αζάριας, «δεν έχουμε στιγμή να χάσουμε».
—————————
Το κοράκι είχε τοποθετηθεί σε ένα ψάθινο καλάθι με πολλά ανοίγματα, που επέτρεπαν στο πουλί να αναπνέει ελεύθερα και να κοιτάζει κατά διαστήματα τους απαγωγείς του με καταφρόνια. Έκρωζε και χτύπαγε το ράμφος του και η Τζιλ έπαιρνε όρκο, πώς μια φορά είπε κάτι που ακούστηκε σαν Λατινικά, αν κι εκείνη δεν αναγνώρισε τις λέξεις.
Όταν ο Σαμ βούτηξε μέσα από την πύλη, πιάστηκε αρχικά στην ίδια κουβέρτα, που ο Καθηγητής και η Τζιλ είχαν ετοιμάσει για το πουλί. Υπήρξαν μερικές στιγμές απόλυτου πανικού και σύγχυσης, καθώς εκείνος και το πουλί βγήκαν σχεδόν ταυτόχρονα με μεγάλη ορμή από τον πίνακα.
Με κάποιο τρόπο κατάφεραν να ξεχωρίσουν το πουλί από το αγόρι και κράτησαν το πρώτο γερά, μέχρι να βρεθεί κατάλληλο μέρος. Ο Καθηγητής ανακάλυψε ένα παλιό καλάθι, που του είχε φέρει πριν χρόνια ένας φίλος του από την Αιθιοπία. Ήταν όμορφο πράγμα και δεν ήθελε να το αποχωριστεί, αλλά δεν είχε ενδοιασμούς να το προσφέρει για την φύλαξη του πουλιού.
Μόλις το κοράκι τοποθετήθηκε στο προσωρινό του σπίτι, οι τρεις τους, κουβαλώντας το, επέστρεψαν στη σοφίτα. Ο πίνακας του Ορμπαράτους γυρίστηκε και αποκαλύφθηκε. Η Τζιλ ήξερε πώς ο χρόνος πίεζε και ότι με το να εμπιστευτούν τον Καθηγητή έσπαγαν κάθε νόμο των Ταξιδιωτών της Κορνίζας, αλλά διαισθανόταν ότι με κάποιον τρόπο όλα θα ήταν εντάξει.
«Καθηγητά, ήθελα να σας ρωτήσω, πού βρήκατε αυτόν τον πίνακα; Αυτόν που χρησιμοποιήσαμε για να έρθουμε εδώ;»
«Μου τον έδωσε ένας φίλος μου στην Οξφόρδη. Ήταν ζωγραφισμένος από έναν συγγραφέα δυστοπιών: ένα κάποιον Ισαάκ Ασίμοφ, αν θυμάμαι καλά. Δεν πιστεύω να «έπιασαν» ποτέ τα έργα του, αλλά ο πίνακας άρεσε στον φίλο μου και τον αγόρασε σε μια δημοπρασία. Πίστευε ότι θα μου άρεσε, επειδή δούλευα πάνω σε βιβλία για διαστημικά ταξίδια προς άλλους κόσμους. Είναι παράξενος πίνακας και δεν τα κατάφερα ακόμα να τον κορνιζάρω ή να τον κρεμάσω, γι αυτό είναι στη σοφίτα».
«Αν ποτέ αποφασίσετε ότι δεν τον θέλετε, κύριε, ξέρω μια ομάδα ανθρώπων που θα ενδιαφέρονταν να τον φυλάξουν για σας», είπε ο Σαμ. «Δεν ξέρω ποιος είναι ο επικεφαλής τους σε αυτή την εποχή, αλλά επιτρέψτε μου να τους γράψω ένα σημείωμα με τη διεύθυνση σας».
Ο Καθηγητής του έφερε έναν φάκελο, χαρτί, κι ένα μολύβι και ο Σαμ έγραψε μια σύντομη εξήγηση προς τον Πρωτο-ηγούμενο του Τάγματος των Βενεδικτίνων, λέγοντας με λίγα λόγια ότι ο πίνακας απεικόνιζε τον Ορμπαράτους και ίσως να χρειάζεται ασφαλή φύλαξη. Μετά πρόσθεσε τη διεύθυνση του μοναστηριού του Σαντ Ανσέλμο στον φάκελο.
«Ορίστε, κύριε», είπε στον Καθηγητή. «Αν αποφασίσετε ποτέ να τον αποχωριστείτε, ρίξτε στον φάκελο κι ένα δικό σας σημείωμα και στείλτε τον πίνακα μαζί με τον φάκελο σε αυτή την διεύθυνση. Φυσικά, εξαρτάται μόνο από σας και χωρίς την πρόσβαση σε κάποιον κρύσταλλο, είναι απίθανο να δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα. Ποτέδενξέρετε, όμως…»
Τότε έφτασε η αμήχανη στιγμή του αποχαιρετισμού.
«Μακάρι να είχαμε περισσότερο χρόνο, να σας κάνω κι άλλες ερωτήσεις», είπε ο Καθηγητής, «αλλά καταλαβαίνω ότι αυτό μπορεί να επιφέρει μεγαλύτερο κακό από όσο ήδη έχει κάνει. Θα πρέπει να μείνω με την ελπίδα του να σας ξαναδώ κάποτε, ή να περάσω αρκετό χρόνο σκεπτόμενος πώς μπορεί να είναι το να ταξιδεύει κάποιος στις κορνίζες. Όπως και να έχει, ήταν σίγουρα ένα πολύ ενδιαφέρον και εποικοδομητικό απόγευμα!»
Με αυτό, η Τζιλ κι ο Σαμ ευχήθηκαν στον Καθηγητή καλή τύχη με τις εργασίες του, έσφιξαν γερά τους κρυστάλλους τους και εξαφανίστηκαν μέσα στον πίνακα του Ορμπαράτους. Ο Καθηγητής έτριψε τα μάτια του μόλις βεβαιώθηκε ότι χάθηκαν μια για πάντα. Άφησε τον πίνακα όπως στεκόταν όλη εκείνη την ημέρα και την επόμενη. Μετά τον συσκεύασε και τον έστειλε στη Ρώμη, όπου έφτασε εγκαίρως ώστε να βρίσκεται στα χέρια του Πατέρα Χίλντεμπραντ.
—————————–
Όταν η Τζιλ κι ο Σαμ έφτασαν πίσω στην πλατεία των Αφεντών, με το κοράκι στο καλάθι του, έμειναν κατάπληκτοι από την αλλαγή. Η βουή και το ουρλιαχτό, που είχαν υποδεχτεί τον Λουκ και τον Αζάριας, είχαν ενταθεί ακόμα περισσότερο και από τον νοτιά είχε σηκωθεί αέρας και αστραπόβροντα. Κι εκείνοι είδαν, ότι όλη η κίνηση και ο θόρυβος ήταν συγκεντρωμένα στην πύλη, στο άλλο άκρο της πλατείας και κατάλαβαν ότι εκεί θα τους είχαν ανάγκη. Δεν μπορούσαν να διακρίνουν τι συνέβαινε ακριβώς, είδαν όμως δυο φιγούρες να κατευθύνονται προς τη δίνη μπροστά τους.
«Νομίζω ότι είναι ο κ. Λουκ!» φώναξε ο Σαμ καθώς σήκωνε το καλάθι, «και πάω στοίχημα ότι μαζί του είναι ο Αζάριας!»
Μισόκλεισαν τα μάτια τους κόντρα στον δυνατό άνεμο κι η Τζιλ αναγκάστηκε να κλείσει με τα χέρια της τ’ αυτιά της για να μπλοκάρει το ουρλιαχτό. Αισθανόταν πολύ πιο ζαλισμένη απ’ ότι συνήθως. Ο Σαμ, παρότι είχε ήδη ξεκινήσει προς τη πύλη, μόλις έστρεψε να την κοιτάξει και είδε πόσο χλωμή ήταν, γύρισε και την τάισε λίγη σοκολάτα.
«Θα ‘σαι εντάξει;» φώναξε στο αυτί της.
«Έτσι νομίζω. Αλλά αυτός ο θόρυβος με τρελαίνει!» είπε η Τζιλ.
«Είναι απλά Ουρλιαχτές, αλλά περισσότεροι απ’ όσους έχω δει ποτέ μου. Και συνήθως δεν τους βλέπεις ποτέ τη μέρα. Είναι αυτά τα πράγματα, που μοιάζουν με ιπτάμενα κομμάτια μαύρου μαλακού χαρτιού κι είναι πυκνά σαν καπνός κοντά στην πύλη. Πρέπει να φτάσουμε εκεί, γιατί έχουμε τους δυο κρυστάλλους που έκλεψε το κοράκι. Πες μου, όταν θα είσαι έτοιμη να περπατήσεις…»
«Δεν πρέπει να περιμένουμε», του φώναξε η Τζιλ. «Θαείμαιεντάξει. Πάμε!»
Γύρισαν προς την πύλη και ακολούθησαν τον κ. Λουκ και τον Αζάριας στη καρδιά του ανεμοστρόβιλου.
Η συνέχεια τη επόμενη Παρασκευή
Για το πρωτότυπο κείμενο: http://jefmurray.com/framerunners/uncategorized/in-the-company-of-angels-episode-11-2-the-broken-gate-cont/