Στη συντροφιά των Αγγέλων, επεισόδιο 12.1 – Η Χοάνη

Καθώς η Πολυδόρα στεκόταν μπροστά στον πρώτο από τους Αφέντες, στη μέση ενός κυκλώνα από Αμέντα, είδε τη λάμψη μιας αστραπής και άκουσε έναν κεραυνό να σκάει κάπου κοντά. Ο πρώτος από τους Αφέντες είχε προχωρήσει ένα βήμα προς το μέρος της κι εκείνη δεν γνώριζε κανένα όπλο με το οποίο θα μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Ένοιωσε όμως μια αλλαγή στον αέρα που κόχλαζε γύρω της και περισσότερο διαισθάνθηκε, παρά είδε πωςτην περικύκλωναν κι άλλα πλάσματα εκτός από τους Αμέντα. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της και προσπάθησε να ανακαλύψει με τις αισθήσεις της, ποιος μπορεί να είναι αυτός ο νέος τρόμος που ενωνόταν με τις ήδη παρούσες δαιμονικές στρατιές.

Το μόνο που αισθάνθηκε ήταν φως. Αυτά τα πλάσματα, όποια κι αν ήταν, έριχναν μια χλωμή, πολύ αμυδρή λάμψη, σαν το λαμπύρισμα των πυγολαμπίδων το σούρουπο. Και την πλησίαζαν. Αφουγκράστηκε πέρα από το βουητό του ανέμου και τα ουρλιαχτά των δαιμόνιων και άκουσε μουσική. Αναγνώρισε το τραγούδι: ήταν οι φωνές του λαού της, η χορωδία των Φερρουμάρι που είχε ακούσει τελευταία φορά, τότε που εκείνη κι η Τζιλ στέκονταν δίπλα-δίπλα στην Πινακοθήκη, πίσω στη Γη.

Οι δικοί της είχαν έρθει, τουλάχιστον ως πνεύματα. Εκείνοι, που είχαν ζήσει σ’ αυτόν τον πλανήτη χιλιάδες χρόνια πριν από αυτήν, είχαν επιστρέψει εδώ, τώρα, για να της δώσουν ελπίδα και θάρρος.

Και τότε, η Πολυδόρα άκουσε επίσης μια κραυγή από την πλατεία πίσω της. Γύρισε και είδε δυο ανθρώπινες μορφές να τρέχουν προς το μέρος της, μέσα από τον ανεμοστρόβιλο των Αμέντα. Ο πρώτος, ο ψηλότερος από τους δύο, έμοιαζε να εκπέμπει μια ασημένια λάμψη μέσα στο λυκόφως και κρατούσε μπροστά του μια ράβδο, πάνω στην οποία ήταν τοποθετημένο ένα γαλάζιο αστέρι που άστραφτε και έβγαζε αναλαμπές. Μια αστραπή χτύπησε τη ράβδο και η γαλάζια φωτιά έγινε τόσο φωτεινή που δεν άντεχε να την κοιτάει. Οι Αμέντα γύρω της ούρλιαξαν και τράπηκαν σε φυγή. Τότε, η Πόλυ αναγνώρισε τον Αζάριας, αλλά είχε μια μορφή που δεν είχε ξαναδεί ποτέ της. Η οργή  με την οποία πλησίαζε και η έκφραση στο πρόσωπο του ήταν αυτές ενός εκδικητή αγγέλου και κανείς δεν θα μπορούσε να του εναντιωθεί.

Έτσι έφτασαν ο Αζάριας με τον Λουκ στο πλάι της Πολυδόρας. Και μόλις έφτασαν, έστρεψαν κι οι τρεις το βλέμμα τους ξανά προς τον πρώτο από τους Αφέντες, που είχε παραμείνει λίγα βήματα έξω από την πύλη. Πίσω του είδαν να συγκεντρώνονται νέες μορφές, με κέρατα και φτερά και νύχια που γαντζώνονταν στα βράχια, στην προσπάθεια να βγουν από το στενό πέρασμα. Αλλά δεν μπορούσαν να προχωρήσουν προς τα έξω, γιατί ο πρώτος από τους Αφέντες, που ήταν προφανώς ο αρχηγός τους, έμενε αμετακίνητος, υπερασπίζοντας τη θέση του απέναντι σε αυτή την τριάδα πλασμάτων, που τολμούσαν να αντιτίθενται στην απελευθέρωση του.

Βρίσκονταν όμως όλοι σε αδιέξοδο. Η Αζάριας σήκωσε ψηλά τη ράβδο του και ο γαλάζιος κρύσταλλος άστραψε. Ο Αφέντης ξαφνιάστηκε, αλλά δεν υποχώρησε και οι Αμέντα δυνάμωσαν τα ουρλιαχτά τους. Αν και δεν μπορούσαν να πλησιάσουν τον Αζάριας και τη ράβδο, συγκεντρώνονταν γύρω από την πύλη, επιχειρώντας να την αποκόψουν από την υπόλοιπη πλατεία. Καισύντομα, ηΠολυδόρακατάλαβετογιατί.

Πέρα και πάνω από τον ήχο και τη μανία των δαιμονικών δυνάμεων που τους περικύκλωναν, αισθάνθηκε μια άλλη παρουσία: για την ακρίβεια, δύο. Η βεβαιότητα, πως η Τζιλ είχε επιστρέψει και κατευθυνόταν προς την πύλη, της έδωσε μεγάλη χαρά. Αισθάνθηκε και τον Σαμ και κάποιες άλλες μικρότερες δονήσεις στη συνείδηση της, που μιλούσαν για το κοράκι στα χέρια του. Ο ερχομός της Τζιλ, όπως κι αυτός του Αζάριας ήταν αφίξεις φωτός και ελπίδας για την τελευταία των Φερρουμάρι.  Η Πόλυ δεν στράφηκε να δει τον ερχομό της Τζιλ και του Σαμ, αλλά απευθύνθηκε στο πλήθος των ομοίων της και τους ζήτησε να προστατεύσουν τους φίλους της. Εκείνοι της απάντησαν με κύματα συναισθημάτων, βεβαιώνοντας την ότι θα απωθήσουν τους Αμέντα και θα φροντίσουν για την ασφαλή διέλευση των δύο νεαρών μέχρι την πύλη.

Τώρα, όμως, ο αρχηγός των Αφεντών μίλησε ξανά και είπε μία μοναδική λέξη προσταγής και το ουρλιαχτό των Αμέντα μειώθηκε σε υπόκωφο μουγκρητό. Σε αυτό το κόπασμα της θύελλας, ο Αζάριας μίλησε.

«Δεν έχεις καμία θέση σε αυτόν τον κόσμο, Όζορ, ούτε κανέναν άλλον!» Η φωνή του ήταν σαν βροντή. Η γλώσσα που μίλησε ήταν αυτή των Αφεντών και μόνο η Πολυδόρα και το πλάσμα που αποκάλεσε Όζορ κατάλαβαν τις λέξεις. «Επέστρεψε στο μέρος που ετοιμάστηκε για σένα στο λυκόφως του λαού σου, γιατί δεν θα επιβάλλεις τη θέληση σου, ούτε εδώ, ούτε σε κανέναν άλλο κόσμο!»

Ο Όζορ απάντησε: «Σε γνωρίζω, σαμάνε! Δεν έχεις καμία εξουσία επάνω μου, ούτε επάνω στους ομοίους μου. Αυτός ο πλανήτης ανήκει στους Ιμπεραφέρρουμ, όχι σε κάποιον νεόκοπο μάγο από έναν νηπιακό κόσμο. Φύγε, αν δεν θέλεις να καταστραφείς κι εσύ, όπως όλοι αυτοί που τόλμησαν να μου εναντιωθούν!»

«Όλοι αυτοί, Όζορ; Εγώ δεν ήμουν, που σε έριξα μέσα στο λάκκο σου, αφού είχες ήδη καταστρέψει τον δικό σου κόσμο; Οι Φερρουμάρι δεν ήταν, που μαζεύτηκαν σ’ αυτή την πλατεία για να δέσουν εσένα και τους ομοίους σου με παντοτινά δεσμά; Δεν έχεις θέση εδώ, κατεστραμμένη ψυχή. Γύρνα στο σκοτάδι και μετανόησε για τις αμαρτίες σου!»

Η Πολυδόρα είχε μείνει άναυδη από αυτή την ανταλλαγή. Κοίταξε με δέος τον Αζάριας. Πώς μπορεί ο αρχηγός των Αφεντών να γνωρίζει τον Αζάριας;! Αλλά δεν ήταν ώρα για ερωτήσεις. Ο Όζορ άνοιξε τα δερμάτινα φτερά του, τα έφερε με ορμή προς τα κάτω, ώστε να σηκώσει το κορμί του μερικά μέτρα από την πλατεία, κι έπειτα έσκασε με ορμή στις πέτρες που κάλυπταν την πλατεία, με τις σιδερένιες οπλές των ποδιών του να χτυπάνε στη γη σαν δίδυμα αμόνια. Εκεί που πάτησε σχηματίστηκαν ρωγμές, που άπλωσαν. Φλόγες πετάχτηκαν από τις ρωγμές και σύντομα περικύκλωσαν την Πόλυ, τον Λουκ και τον Αζάριας.

Στο μεταξύ, ο Σαμ, η Τζιλ και το αιχμάλωτο κοράκι είχαν ανοίξει δρόμο ανάμεσα στον τοίχο των Ουρλιαχτών Αμέντα  και σταμάτησαν με κομμένη την ανάσα πίσω από τους άλλους. Η Τζιλ έφτασε πρώτη, οδηγημένη, όπως νόμιζε, από αόρατα χέρια. Και παρά την απειλητική δύνη της στρατιάς των Αμέντα, κανείς τους δεν εμπόδισε τη Τζιλ και τον Σαμ. Αντιθέτως, άνοιγαν εμπρός τους, λες κι αόρατοι επιτιθέμενοι τους ανάγκαζαν να υποχωρήσουν.

«Είμαστε ακριβώς πίσω σας!» φώναξε ο Σαμ μέσα στη βουή και το τρίξιμο από τις φλόγες, που μόλις είχαν ξεπηδήσει και τύλιγαν τους άλλους, «κι έχουμε τα Πετράδια-Φύλακες!»

Ο Αζάριας γύρισε και είδε τον Σαμ μέσα από τις φλόγες. Τότε, η Πολυδόρα άκουσε τη φωνή του Αζάριας στο μυαλό της να της λέει, « Έχουν φέρει και τα δύο κλεμμένα πετράδια. Πρέπει τώρα να βρούμε τρόπο να απωθήσουμε τους Αφέντες πίσω, προς το βουνό. Μόνο με την πόρτα κλεισμένη πίσω τους και με τα πετράδια ξανά ασφαλή στη θέση τους, θα υποταχθούν».

«Φύγε, Μάγε, αν θες να ζήσεις!» βρυχήθηκε ο Όζορ. Ο Αζάριας και οι υπόλοιποι γύρισαν να κοιτάξουν το φρικιαστικό πλάσμα. «Δεν μας ενδιαφέρετε…ακόμα. Αλλά έχουμε πολλά να πούμε στη σκλάβα μας, αυτή την αξιολύπητη Φερρουμάρι που τολμάει να στέκεται εμπρός μας! Αυτό το πλάσμα μας ανήκει. Είναι η τελευταία της αναθεματισμένης φυλής της ή έτσι μας λένε οι αγγελιαφόροι μας. Αλλά είμαστε πάντα ελεήμονες προς τους υπηρέτες μας. Θα δώσουμε τέλος στη ζωή της εδώ και τώρα. Και όταν πεθάνει, ο Ορμπαράτους θα έχει απαλλαγεί από αυτό το αποτυχημένο πείραμα μας . Θα ξαναχτίσουμε τους στρατούς μας σε αυτόν τον κόσμο και μετά θα κατακτήσουμε τον δικό σου, Σαμάνε, μαζί με πολλούς άλλους! Μέγας θα είναι ο θρήνος των γυναικών και των παιδιών σας, όταν θα τα παίρνουν οι Ιμπεραφέρρουμ, όπως θα πάρουμε κι εμείς τις ζωές όλων σας, αν μείνετε κι άλλο εδώ!»

«Σαμ, δώσε το ένα από τα Πετράδια-Φύλακες στον Λουκ και το άλλο στην Πολυδόρα,» είπε ο Αζάριας. Οι φλόγες είχαν υποχωρήσει και οι πέντε τους, μαζί με το κοράκι, ήταν μαζεμένοι σαν ένας κόμπος, γύρω απ’ τον οποίο στριφογύριζαν οι Αμέντα όλο και πιο κοντά.

Ο Σαμ έβαλε το χέρι του στη τσέπη του για να πιάσει τα δύο πετράδια. Δεν μπορούσε να τα φτάσει καλά, έτσι αναποδογύρισε την τσέπη του, ρίχνοντας τα ζαφείρια στο έδαφος μαζί με ένα φρούτο που είχε κόψει, όταν κυνηγούσε το κοράκι. Τα πετράδια αναπήδησαν στο χώμα και σταμάτησαν κοντά του. Το ένα παραλίγο να πέσει μέσα σε μια από τις ρωγμές. Και τα δύο πετράδια έλαμπαν τώρα με ένα δυνατό φως, ίδιο με αυτό του κρύσταλλου πάνω στη ράβδο του Αζάριας. Ο Σαμ τα άρπαξε κι έδωσε ένα στον Λουκ κι ένα στη Φερρουμάρι. Ύστερα στράφηκαν όλοι μαζί προς τον Αφέντη, κρατώντας τα πετράδια ψηλά.

Το πλάσμα σταμάτησε κι έμοιαζε να δυσκολεύεται να κινηθεί. Το στόμα του άνοιγε κι έκλεισε, όπως ενός ψαριού που ψάχνει γι ανάσα έξω από το νερό. Η διχαλωτή γλώσσα του πετάχτηκε έξω από το στόμα του. Τότε οι φλόγες που είχαν ανάψει γύρω του έσβησαν ξαφνικά και το μουγκρητό των Αμέντα σταμάτησε τελείως, αφήνοντας μόνο το βογγητό του ανέμου και τις μακρινές βροντές.

Ό Όζορ πάλεψε, κι ύστερα βρυχήθηκε! Ο ήχος της φωνής του έδειξε για μια στιγμή να χαλαρώνει αυτό που τον έδενε, ότι κι αν ήταν αυτό. Οι υπόλοιποι Αφέντες κινήθηκαν πίσω του, αλλά κι αυτοί πάλευαν ενάντια σε μια αόρατη δύναμη.

«Τα Πετράδια-Φύλακες τους καθυστερούν, όμως η δύναμη τους αυξάνει γρήγορα,» φώναξε ο Αζάριας στους άλλους. «Αν είχαμε και τον τρίτο κρύσταλλο στα χέρια μας, ίσως να τα καταφέρναμε να τους απωθήσουμε, αλλά αυτός είναι ακόμα τοποθετημένος στο πλαίσιο της πύλης».

«Αδελφέ Αζάριας,» φώναξε η Τζιλ, «φέραμε μαζί μας το κοράκι που έκλεψε τα άλλα πετράδια αρχικά. Θα βοηθούσε αν βάζαμε  το πουλί να κλέψει και το τελευταίο πετράδι;»

«Όχι αν προσπαθήσει να το πάρει μαζί του πίσω στη Οξφόρδη!» φώναξε ο Σαμ.

Ο Αζάριας κοίταξε μια το καλάθι και μια την Πολυδόρα. «Τα Πετράδια-Φύλακες δένουν και κρατούν,» φώναξε για να ακούσουν όλοι. «Δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε την αφαίρεση του τρίτου, κι ας μη βρίσκεται εκεί που θα θέλαμε. Το πετράδι στην κορφή της ράβδου μου απωθεί, δεν δένει. Με αυτό θα μπορούσαμε να σπρώξουμε τους Αφέντες, αλλά δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αφαιρέσουμε την ενέργεια που έχει ήδη συγκεντρωθεί μέσα τους. Έτσι, τα Τρία πρέπει να παραμείνουν και να ξαναμπούν στη θέση τους πάνω στην πύλη, για να κρατήσουν δεμένους τους Αφέντες αφού κλειστεί πάλι η πόρτα.

«Πώς μπορούμε όμως να τους πάμε πίσω;» ρώτησε ο Αζάριας δυνατά, σαν να συμβουλευόταν τις ίδιες τις αναμνήσεις του, «αφού ακόμα και η συνδυασμένη δράση των Τριών με το δικό μου πετράδι δεν φαίνεται ικανή…»

Κοίταξαν άλλη μια φορά τα δύσμορφα πλάσματα μπροστά τους. Αυτά παρέμεναν υποταγμένα, αλλά ήταν ξεκάθαρο πώς αυτό ήταν μια προσωρινή ανακωχή. Εκείνη τη στιγμή, ο αρχηγός τους κούνησε το κεφάλι του και βρυχήθηκε. Οι Αμέντα απάντησαν στο βρυχηθμό του, ξαναρχίζοντας το δικό τους ουρλιαχτό. Άρχισαν να βουτούν γύρω και ανάμεσα στους πέντε που έλεγχαν τους Αφέντες τους.

Τότε ήταν που η Τζιλ, ψάχνοντας απελπισμένα να βρει κάτι, οτιδήποτε, να κάνει, έτυχε να κοιτάξει κάτω στο έδαφος της πλατείας…..

Η συνέχεια της ιστορίας μας, την επόμενη Παρασκευή!

Για το πρωτότυπο κείμενο: http://jefmurray.com/framerunners/uncategorized/in-the-company-of-angels-episode-12-1-the-crucible/