“Υπάρχει μία τάση να απορριφθούν τα γεγονότα στον Ορμπαράτους ως ανωμαλία. «Σίγουρα», θα πουν οι ιστορικοί, «η καταστροφή στον Ορμπαράτους ήταν απλά μια εκτροπή σε έναν κόσμο που δεν έχει καμία σχέση με τον δικό μας». Κι όμως δεν ήταν έτσι. Ο σχεδόν ολοσχερής κατακλυσμός που συνέβη σε αυτόν τον πλανήτη – μακριά σε χρόνο και απόσταση από τη γη – πλησίασε πολύ πιο κοντά στο να καταστρέψει τον κόσμο μας, από όσο θα ήταν ποτέ διατεθειμένος να παραδεχτεί ένας ιστορικός.”
Αδελφός Αζάριας, Τα Χρονικά του Ορμπαράτους.
Όταν άρχισε ο δεύτερος σεισμός στον Ορμπαράτους, η Πολυδόρα είχε απλώσει τα ιριδίζοντα ασημένια φτερά της και είχε πετάξει 8 ή 10 μέτρα πάνω από την Πλατεία των Αφεντών. Εκεί έκανε κύκλους πάνω από τον μονόλιθο, στον οποίο είχε σχεδιάσει ο Λουκ και πάνω από την πύλη, μέσα στη οποία είχαν εξαφανιστεί η Τζιλ και ο Σαμ. Σύντομα, χάρηκε που πήρε αυτή την προφύλαξη, γιατί αυτή η δόνηση ήταν πολύ πιο βίαιη από την προηγούμενη. Νέες ρωγμές εμφανίστηκαν στο έδαφος της πλατείας και περισσότερα μνημεία ανασηκώθηκαν από τις βάσεις τους και έπεσαν κάτω. Ανάμεσα τους κι αυτό, πάνω στο οποίο είχε σχεδιάσει ο Λουκ. Δεν υπήρχε, όμως, κάτι που μπορούσε να κάνει η Πόλυ, εκτός από το να περιμένει να περάσει η καταστροφή. Έτσι συνέχισε να κάνει γύρους πάνω από την πλατεία, όσο η ερειπωμένη πόλη του Σένουρμπους έτρεμε και αναδιπλωνόταν από κάτω της.
Debris exploded and fell into the shadowed streets, and rumblings like distant thunder heralded the collapse of structures that had been abandoned for centuries. At length, the roaring of the earth began to subside and the ground ceased its convulsions. Only then did Polydora glide gently back down to the plaza’s surface. She alighted near the fallen monolith upon which Luke had created his sketch. She was relieved to find that the stone had fallen on its side, and that the sketch was still visible and intact; if it had been otherwise, Polly knew that Luke would have been unable to return through that frame
Συντρίμμια πετάγονταν και έπεφταν στους σκιασμένους δρόμους και τριγμοί σαν μακρινές βροντές ανήγγειλαν την κατάρρευση κτισμάτων εγκαταλελειμμένων επί αιώνες. Μετά από αρκετή ώρα, η βουή της γης άρχισε να υποχωρεί και το έδαφος έπαψε να συσπάται. Μόνο τότε γλίστρησε η Πολυδόρα απαλά κάτω, στην επιφάνεια της πλατείας. Προσγειώθηκε κοντά στον πεσμένο μονόλιθο με το σχέδιο του Λουκ. Ανακουφίστηκε όταν είδε, ότι η πέτρα είχε πέσει με το πλάι και ότι το σχέδιο ήταν ορατό κα ακέραιο. Αν ήταν διαφορετικά, η Πόλυ γνώριζε ότι ο Λουκ δεν θα μπορούσε να επιστρέψει μέσα από την κορνίζα.
Η Πόλυ έστρεψε την προσοχή της στην άλλη πύλη. Παρέμενε κρεμασμένη στο κενό κοντά στην άκρη της πλατείας. Δεν παρατήρησε κάτι διαφορετικό πάνω της, ούτε μπορούσε να δει κανέναν κοιτάζοντας μέσα της. Αναρωτήθηκε πού να ήταν η Τζιλ και ο Σαμ και πώς τα πήγαιναν με την αποστολή τους να πιάσουν το κοράκι.
Μετά, έστρεψε το βλέμμα της στην πύλη προς το εσωτερικό του βουνού. Δεν έμοιαζε να έχει υποστεί ζημιές από τον σεισμό, αλλά πήγε κοντά για να βεβαιωθεί. Με κάθε βήμα, αυξανόταν το αίσθημα, ότι υπήρχαν πλάσματα που αναδεύονταν κάτω από τα πόδια της. Αυτό το αίσθημα είχε ελαττωθεί όταν απογειώθηκε, αλλά τώρα που περπατούσε πάλι στη επιφάνεια του πλανήτη της, επέστρεψε και, μάλιστα, πολύ πιο έντονο.
Πλησίασε την πύλη και είδε με τρόμο ότι τώρα έλειπαν δύο από τα τρία ζαφείρια, πάνω από την αντανακλαστική επιφάνεια όπου ήταν τοποθετημένη η πέτρινη πόρτα. Έτρεξε στην πόρτα και άρχισε να ψάχνει στα συντρίμμια, ελπίζοντας ότι το πετράδι μπορεί να είχε αποκολληθεί τυχαία, λόγω της αναταραχής του εδάφους. Αλλά δεν ήταν έτσι. Το ζαφείρι είχε χαθεί.
Η Πόλυ κοίταξε στην άλλη άκρη της πλατείας προς την πέρα πύλη και αναρωτήθηκε. Μήπως είχε επιστρέψει το κοράκι στη διάρκεια του σεισμού, χωρίς να το δει ενώ πετούσε; Ήταν πιθανό. Τώρα, όμως παρέμενε μόνο ένα μοναδικό πετράδι και δεν ήταν βέβαιη, τί σήμαινε αυτό. Έκλεισε τα μάτια και δοκίμασε να αισθανθεί με ολόκληρο το είναι της, προσπαθώντας να δει μέσω των συναισθητικών της δυνάμεων, τι μπορεί να συνέβαινε πίσω και κάτω από την πύλη.
Και να τι βίωσε: Η συνειδητότητα της γλίστρησε βαθειά, πολύ βαθειά, μέσα από τον φλοιό αυτών των ανώτερων στρωμάτων. Αρχικά αισθάνθηκε μόνο την ύπαρξη της κρύας πέτρας, αλλά μετά την ενόχλησαν κάποιοι θύλακες θερμότητας. Σκορπισμένοι, όπως οι μικροσκοπικοί θάλαμοι που είναι σμιλεμένοι στην απεραντοσύνη μιας Αιγυπτιακής πυραμίδας, αυτοί οι θύλακες ήταν λιγοστοί, Όμως, ο καθένας τους ήταν ασφυκτικά γεμάτος με σώματα τυλιγμένα σε λευκά λινά σάβανα. Ήταν σπόροι μέσα σε μια, κατά τα άλλα, κενή και άψυχη θάλασσα ζωντανής πέτρας. Και μέσα σε κάθε θύλακα υπήρχε ύπαρξη. Άγρια, κακοήθης ύπαρξη: επίγνωσης, μίσους, βίας. Κάθε θύλακας τεντωνόταν με νοσηρά ξεσπάσματα, καθώς ένοιωθε τα δεσμά του να αδυνατούν και να πέφτουν.
Η Πολυδόρα τράβηξε πίσω τη συνείδηση της και άνοιξε τα μάτια της, πίσω στην Πλατεία των Αφεντών. Κατάλαβε, ότι οι δυνάμεις που φύλαγαν την πύλη εξασθενούσαν και ότι κάποιος μέγας τρόμος θα έμενε σύντομα ελεύθερος, αν δεν…αν δεν τί;
In her centuries alone upon her planet, Polly had learned the dead languages of her people, and even snippets of the older language of the Masters. To the extent possible, she had absorbed the culture of the Ferrumari: their understanding of themselves before the end times had come; their understanding of what goodness, and truth, and beauty meant in a world that could still be controlled by evil. She remembered what we might call prayers, and these she began to recite aloud, as she had done, alone, whenever her heart had quailed and trembled during those earliest years of her life.
Στους αιώνες που πέρασε ολομόναχη στον πλανήτη της, Η Πόλυ είχε μάθει τις νεκρές γλώσσες του λαού της. Ακόμα και ψήγματα από την παλαιότερη γλώσσα των Αφεντών. Όσο μπορούσε, είχε αφομοιώσει τον πολιτισμό των Φερρουμάρι: το πώς καταλάβαιναν τον εαυτό τους πριν να έρθει το τέλος, την κατανόηση τους για το τι σημαίνει καλοσύνη, και αλήθεια, και ομορφιά, σε έναν κόσμο που μπορούσε ακόμα να ελέγχει το κακό. Θυμήθηκε κάτι, που εμείς θα λέγαμε προσευχές και άρχισε να τις απαγγέλει δυνατά, όπως έκανε τότε που ήταν μόνη της, όποτε είχε δειλιάσει και τρεμοπαίξει η καρδιά της, τότε, στα πρώτα χρόνια της ζωής της.
Η Πόλυ στάθηκε μπροστά στην πύλη, απαγγέλλοντας τις προσευχές του λαού της, ξανά και ξανά. Είχε θυμηθεί μια λιτανεία κατά του φόβου, κατά του κακού, κατά της σκληρότητας και του μίσους. Και καθώς έλεγε τις λέξεις δυνατά στη γλώσσα των προγόνων της, ένοιωσε να ηρεμεί και το ηθικό της να ανυψώνεται. Σαν οι προσευχές να καλούσαν τη ζωτική ενέργεια όλων όσων είχαν σταθεί κάποτε σ’ αυτή την πλατεία, γενεές γενεών, είτε γνωρίζοντας τι βρισκόταν πίσω από την πύλη, είτε όχι.
Στεκόταν μόνη, ορθή μπροστά στην πύλη, και η σκοτεινιά μεγάλωνε. Δεν ήξερε τι ώρα ήταν, αλλά αυτή η μαυρίλα της φαινόταν αφύσικη και ότι δεν προερχόταν απλά από μια αλλαγή του καιρού. Αισθάνθηκε νέους υπόκωφους θορύβους κάτω απ’ τα πόδια της και κατάλαβε, χωρίς να ξέρει πώς, ότι Κάτι με μεγάλη δύναμη είχε αποτινάξει τα τελευταία δεσμά του και άνοιγε δρόμο προς την επιφάνεια, επικεντρωμένο στο να βρει διέξοδο από τη φυλακή που το είχε κρατήσει έγκλειστο τόσες χιλιάδες χρόνια.
«Το Φως είναι οδηγός και καταφύγιο μου», μουρμούρισε η Πόλυ, «δεν θα φοβηθώ. Ο φόβος είναι εργαλείο του σκότους, είναι το μηδαμινό που εμπαίζει τους πράους. Θα εισπνεύσω το φόβο μου. Θα τον αφήσω να με κατακλύσει. Και θα τον εκπνεύσω μετά. Τότε ο φόβος μου δεν θα υπάρχει πια και μόνο εγώ και το Φως θα απομένουμε..»
Η σκοτεινιά είχε αυξηθεί τόσο, που στην Πλατεία των Αφεντών επικρατούσε λυκόφως. Και η Πολυδόρα αισθάνθηκε κίνηση στον αέρα από πάνω και γύρω της. Κοίταξε ψηλά και είδε σκιές να περνούν γρήγορα ανάμεσα σ’ εκείνη και τα σύννεφα ψηλά, και κατάλαβε ότι κάτι σατανικό, πέρα από τον δικό της κόσμο, είχε βρει μια σχισμή στη συνέχεια του χωροχρόνου, έμπαινε με ορμή και μαζευόταν στην Πλατεία. Αμέσως ήξερε, ότι αυτή ήταν η κορύφωση κάποιου μεγαλεπήβολου σχεδίου, που πρέπει να βρισκόταν σε εξέλιξη μια αιωνιότητα. Το ότι βρισκόταν ολομόναχη, εδώ, να στέκεται μπροστά στην πύλη, δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση. Πρέπει να βρισκόταν εδώ για κάποιο λόγο, κι αυτό μπορούσε να είναι μόνο το να σταματήσει αυτό που επρόκειτο να συμβεί.
Αλλά πώς μπορούσε; Δεν γνώριζε τη φύση και τη δύναμη των δυνάμεων από κάτω της, ούτε των πλασμάτων που στροβιλίζονταν γύρω της. Αν και υποψιαζόταν ότι αυτά τα τελευταία πρέπει να ήταν τα πνεύματα, οι Αμέντα, για τα οποία της είχαν μιλήσει ο Λουκ, ο Σαμ και ο Αδελφός Αζάριας. Μόνη στην Πινακοθήκη, δεν τα είχε συναντήσει ποτέ. Είχε ακούσει μόνο τις ιστορίες που έλεγαν οι άλλοι, όπως κάποιος ακούει ιστορίες για φαντάσματα γύρω από μια φωτιά στην εξοχή. Αλλά αυτά εδώ δεν ήταν ιστορίες φαντασμάτων. Ήταν κακόβουλα πνεύματα που έκρυβαν τον ουρανό. Και μόνο εκείνη θα μπορούσε να κρατήσει την πύλη. Μόνο να ήξερε πώς!
Τριγμοί κάτω από τα πόδια της προμήνησαν ακόμα μια σεισμική δόνηση, που, το ήξερε, θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη από τις προηγούμενες. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, από το να περιμένει να ξεσπάσει, εδώ στα ανοιχτά, έξω από την πύλη. Δεν τολμούσε να ανυψωθεί από την επιφάνεια, μήπως η απουσία της επιτρέψει σε κάτι άλλο να περάσει. Αισθάνθηκε τους τριγμούς και το ανασήκωμα της ρευστής πέτρας κάτω απ’ τα πόδια της. Και είδε να σχηματίζονται ρωγμές γύρω από την πύλη. Στην κορύφωση της δόνησης, η ίδια η πέτρινη πλάκα άρχισε να υποχωρεί. Κινήθηκε προς τα εμπρός λες και κάποιος την έσπρωχνε από μέσα. Γύρω της, κι άλλοι μονόλιθοι έπεσαν και άκουγε το κρότο από πέτρες που ράγιζαν, γυαλιά και μέταλλα που έσπαγαν παντού γύρω της. Κοίταξε άγρια δεξιά-αριστερά, προσέχοντας μήπως τα συντρίμμια πέσουν επάνω της.
Τότε, ήχησε μια φωνή, βαθιά σαν τις ρίζες της γης. Ήταν μια φωνή επιβλητική και στα λόγια της ο σεισμός σταμάτησε.
Η Πολυδόρα έστρεψε το βλέμμα της στην πύλη. Η πέτρινη πλάκα είχε σπρωχτεί μπροστά. Μια ρωγμή είχε εμφανιστεί στο κέντρο της και τα δυο κομμάτια είχαν ανοίξει διάπλατα πάνω σε αόρατους μεντεσέδες. Η Πολυδόρα είδε πίσω τους σκοτάδι. Όχι κενό, αλλά σκότος. Και υπήρχε κίνηση εκεί, σαν μια τερατώδης σύσπαση στις σκιές.
Μια μορφή εμφανίστηκε από το σκοτάδι. Χαλκοκόκκινη, πρόβαλε στο θολό λυκόφως και οι ιπτάμενες μορφές των Αμέντα συγκεντρώθηκαν γύρω της σαν ένα σμήνος μαυροπούλια. Η κοκκινωπή μορφή εμφανίστηκε κι η Πολυδόρα είδε πρώτα τα κέρατα και μετά τα δερματοειδή μαύρα φτερά και τα χέρια με τα γαμψά νύχια. Τη αναγνώρισε αυτή τη μορφή. Την είχε δει σε πίνακες στη Γη. Ήταν η μορφή των δαιμόνων, του ίδιου του Διαβόλου. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί για το ότι μια τέτοια μορφή εμφανιζόταν εδώ, στον πλανήτη της, εκτός..
..εκτός κι αν αυτή ήταν κάποια συμπαντική μορφή του κακού, κάποια που μεταδιδόταν με τα όνειρα και τους μύθους σε όλους τους κόσμους , σε όλους τους ανθρώπους και όλες τις εποχές. Μα τώρα, αυτό το πλάσμα στεκόταν κυριολεκτικά μπροστά της, τεντώνοντας τα χέρια του να αγκαλιάσει την νεοαποκτηθείσα ελευθερία του.
Έπειτα, τα φλογερά μάτια του πλάσματος γύρισαν κι εστίασαν επάνω της, και το τέρας σταμάτησε για μια στιγμή. Μετά κάγχασε. Ο καγχασμός εξελίχθηκε σε γέλιο και το γέλιο σε ένα μανιακό ουρλιαχτό ευχαρίστησης. Οι Αμέντα ένωσαν και τα δικά τους ουρλιαχτά σε αυτό του μέγιστου των Αφεντών, σε μια ανίερη χορωδία.
Και η Πόλυ στεκόταν εκεί εμβρόντητη, τρέμοντας στον βδελυρό ήχο του βρυχηθμού.
Η συνέχεια, την επόμενη Παρασκευή.
Για το πρωτότυπο: http://jefmurray.com/framerunners/uncategorized/in-the-company-of-angels-episode-11-1-the-broken-gate/