Στη Συντροφιά των Αγγέλων, επεισόδιο 5.1 – Ορμπαράτους

Ο κ. Λουκ, ο Σαμ κι η Τζιλ κοίταξαν προσεκτικά προς τον ουρανό,  μισοκλείνοντας τα μάτια τους στο ασημί φως, μήπως και διακρίνουν κάτι.

“I can’t see a thing,” said Mr. Luke. “Polly, did you truly see something, or mainly sense it?”

«Δεν μπορώ να δω τίποτα,» είπε ο κ. Λουκ. «Πόλυ, αλήθεια είδες κάτι ή περισσότερο το αισθάνθηκες

«Και τα δύο» είπε η Πόλυ «αν κι η κίνηση έχει τώρα σταματήσει. Ήξερα ότι κάτι δεν πάει καλά απ’ τη στιγμή που περάσαμε μέσα». Η Φερρουμάρι γύρισε να τους κοιτάξει. «Εδώ είναι το σπίτι μου. Ξέρω πως πρέπει να το αισθάνομαι, γιατί έζησα εδώ χίλια από τα γήινα χρόνια σας …»

Η Τζιλ σκέφτηκε άθελα της «Χίλια χρόνια ολομόναχη…τι φοβερό πράγμα!».

Η Πόλυ της ανταπέδωσε τη σκέψη «Δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Ήταν το μόνο πράγμα που γνώριζα αρχικά. Σου λείπει κάτι που σου έχουν πάρει, όχι κάτι που ποτέ δεν είχες». Η Πόλυ έσφιξε το χέρι της Τζιλ.

Και συνέχισε δυνατά: «Ξέρω την αίσθηση του Ορμπαράτους κι αυτό ήταν διαφορετικό. Εδώ έχει γίνει μια αλλαγή στη γεύση του αέρα και στις κινήσεις των σκέψεων. Αυτοί που υπήρχαν πριν, οι πρόγονοι μου, είναι ακόμα εδώ πνευματικά. Κι αυτοί, επίσης, μου ψιθυρίζουν για αλλαγές».

«Τι είδους αλλαγές, Πόλυ;» ρώτησε ο κ. Λουκ.

«Δεν γνωρίζω ακόμα. Μπορεί να μου πάρει λίγο χρόνο να το καταλάβω αυτό. Αλλά θα μπορούσα  να πετάξω μέχρι το σημείο όπου είδα τις κινήσεις και να δω, ότι υπάρχει για να δω».

Ο κ. Λουκ σκέφτηκε μια στιγμή χαϊδεύοντας το λεπτό μούσι του. «Μακάρι να μπορούσαμε να μάθουμε χωρίς να τραβήξουμε την προσοχή πάνω μας. Αν πετάξεις μέχρι εκεί πάνω, οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε μπορεί να σε δει να πλησιάζεις.

«Θα μπορούσα να φτιάξω ένα σκίτσο της θέας από τους γκρεμούς εκεί πίσω προς τα εμάς, κι εγώ με τον Σαμ να ταξιδέψουμε στην κορνίζα του, αλλά αυτό θα πάρει χρόνο». Ο κ. Λουκ κοίταξε τριγύρω τα κοντινά κτίσματα και χτύπησε με το χέρι το μέτωπο του. «Μα φυσικά! Πόλυ, είναι όλα τα κτίρια στον Ορμπαράτους ανακλαστικά..σαν αυτά;» Έδειξε το πλησιέστερο κτήριο, το οποίο τους καθρέφτιζε σχεδόν τέλεια.

«Ναι, τα περισσότερα είναι, αλλά όχι όλα,» είπε η Πόλυ. «Αυτά τα φύλλα επίστρωσης είναι φτιαγμένα από ένα ορυκτό, που εξορύσσεται σε μεγάλες ποσότητες στα βόρεια αυτής της περιοχής. Δεν είναι μέταλλο. Είναι μάλλον πιο κοντά στο δικό σας γυαλί ή ακόμα καλύτερα, είναι σαν αυτό που αποκαλείτε στη Γη καθρέφτη μιας όψεως. Αφήνει κάποια ποσότητα φωτός να το διαπερνά και κάποια την αντανακλά. Αλλά είναι πολύ πιο γερό από ατσάλι, κι έτσι χρησιμοποιείται στις περισσότερες κατασκευές στον Ορμπαράτους. Έχεισημασία;»

«Α, κατάλαβα!» είπε ο Σαμ. «Αν είναι σαν καθρέφτης, τότε ίσως να μπορώ να ταξιδέψω τον λαβύρινθο μέχρι την κορφή αυτού του γκρεμού!»

«Μπορεί πραγματικά να είναι η εκπλήρωση του ονείρου κάθε Πλοηγού,» είπε ο κ. Λουκ γνέφοντας καταφατικά. «Ένας ολόκληρος κόσμος χτισμένος μόνο με καθρέφτες! Υποθέτω πως δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα, γιατί έρχομαι σπάνια εδώ και δεν έχω εξερευνήσει σε μεγάλες αποστάσεις».

«Βέβαια, το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να σε αφήσουμε να το επιχειρήσεις, Σαμ. Θα μπορούσες να πηδήξεις μέσα από αυτόν τον τοίχο, εδώ κοντά μας και να επιστρέψεις;»

Ούτε που είχε σταματήσει να μιλάει ο κ. Λουκ πριν ο Σαμ τραβήξει την αλυσίδα με τον κρύσταλλο μέσα απ’ το πουκάμισο του, την σφίξει στο χέρι του και εξαφανιστεί μέσα στον τοίχο δίπλα τους. Μερικές στιγμές αργότερα εμφανίστηκε ξανά, αλλά όχι στο ίδιο σημείο από όπου είχε φύγει. Στεκόταν σ’ ένα περβάζι περίπου μισό μέτρο από πάνω τους.

«Εμένα, όλα μου φαίνονται εντελώς φυσιολογικά,» είπε από ψηλά. «Θέλετε να πάω επάνω, στο σημείο που έδειξε η Πόλυ;»

«Ναι, αν μπορείς» είπε ο κ. Λουκ, « αλλά πρόσεχε! Κι αν κάτι σου φανεί παράξενο – στον Λαβύρινθο, εννοώ – μην πάρεις ρίσκα: γύρισε αμέσως πίσω εδώ. Αλλά αν μπορέσεις να βρεις το δρόμο για το μέρος που έδειξε η Πόλυ, κοίταξε γύρω καλά, μήπως και δεις κάτι. Μην βγεις απ’ τον Λαβύρινθο αν δεν όλα ήσυχα. Δεν θέλουμε να σε δει κάποιος».

«ΟΚ» είπε ο Σαμ. Γύρισε κι εξαφανίστηκε μέσα στον τοίχο.

«Κ. Λουκ,» είπε η Τζιλ, «ήταν μέσα στον τοίχο μόνο μια στιγμή. Πώς μπόρεσε να σκαρφαλώσει εκεί πάνω τόσο γρήγορα;» Έδειξε το περβάζι από πάνω τους.

«Ο χώρος και ο χρόνος δεν δουλεύουν με τον ίδιο τρόπο, όταν ταξιδεύεις στον λαβύρινθο» είπε ο κ. Λουκ. «Το ξέρω, το έχω δοκιμάσει αρκετές φορές». Ανατρίχιασε άθελα του. «Ίσως και να μην είχα ξαναβγεί ποτέ, αν δεν είχα πάντα κάποιον σαν τον Σαμ μαζί μου, να με βγάζει έξω».

«Πόλυ,» είπε γυρνώντας προς την Φερρουμάρι,» ξέρεις τί είναι εκεί επάνω; Από εδώ φαίνεται σαν την στέγη ενός κτιρίου ή την κορφή ενός γκρεμού. Δεν έχω μείνει εδώ αρκετά, ώστε να ξέρω πώς έχει χτιστεί η πόλη, ούτε καν το πού είμαστε».

Η Πόλυ σκέφτηκε για μια στιγμή. «Στεκόμαστε σε αυτό που είναι, ή ήταν, η πρωτεύουσα ολόκληρου του πλανήτη Ορμπαράτους. Την εποχή του λαού μου δεν υπήρχαν ξεχωριστά έθνη ή κράτη. Αυτό εδώ το μέρος ονομαζόταν Σένουρμπους. Ήταν το πολιτιστικό κέντρο του Ορμπαράτους και η έδρα των περισσότερων ιδρυμάτων μόρφωσης και διακυβέρνησης. Μόλις γεννήθηκα, οι γονείς μου ετοίμασαν για μένα ένα μέρος εδώ κοντά και όταν ήμουν αρκετά μεγάλη, ώστε να το εγκαταλείψω με ασφάλεια, βρήκα γύρω μου αυτά που βλέπετε τώρα. Τα ερείπια μιας κάποτε σπουδαίας πόλης».

«Ώστε, όλα αυτά,»ο κ. Λουκ κούνησε το χέρι του προς τα τεράστια σαν βράχους κτίσματα που τους περικύκλωναν, «είναι κτήρια; Ουρανοξύστες; Ή είναι όντως γκρεμοί πάνω στους οποίους χτίσανε;»

«Λίγο κι απ’ τα δύο» απάντησε η Πόλυ. «Αυτό το μέρος σκαλίστηκε πάνω σε μια οροσειρά, η πέτρα της οποίας μοιάζει με τον γρανίτη της Γης. Κάποιες από τις άκρες των γκρεμών είναι όντως οι κορφές του αυθεντικού πετρώματος. Άλλες είναι κατοικίες και αίθουσες που τοποθετήθηκαν πάνω στα πέτρινα οστά των βουνών».

«Και ξέρεις τι ήταν εκείνο το συγκεκριμένο κτήριο;» Ο κ. Λουκ έδειξε εκείνο που είχαν στείλει τον Σαμ να εξερευνήσει.

«Ήταν ένας τόπος λατρείας, πιστεύω, και ταυτόχρονα αρχείο. Εκεί ήταν που φυλασσόταν από το λαό μου ολόκληρη η προφορική παράδοση των Αφεντών».

«Των Αφεντών; Ποιοι ήταν αυτοί;» ρώτησε η Τζιλ.

«Ήταν εκείνοι που υπήρχαν πριν τους Φερρουμάρι. Ορισμένοι σοφοί έγραψαν πως εκείνοι μας δημιούργησαν κι ότι οι Φερρουμάρι εκτράφηκαν ή κατασκευάστηκαν για να είναι υπηρέτες τους. Άλλοι ισχυρίστηκαν πως ήταν μια ανταγωνιστική φυλή που εξέλειπε πριν εμείς αποκτήσουμε την ικανότητα λόγου και αρχίσουμε να εποικούμε τον Ορμπαράτους».

«Όλα όσα ξέρω προέρχονται από τα’ αρχεία και μου ήταν αδύνατον να ξεχωρίσω την αλήθεια από το μύθο, γιατί δεν είχα κανέναν να κατευθύνει τις μελέτες μου. Υπάρχουν όμως στίχοι και τραγούδια σχετικά με τις παλαιότερες μέρες, πολύ πριν εξαφανιστούν οι Αφέντες, και πολλά απ’ αυτά είναι πανέμορφα και μιλάνε για μια θαυμαστή εποχή χαράς κι ευημερίας. Αλλά υπάρχουν κι άλλα τραγούδια, για τις τελευταίες μέρες των Αφεντών, και αυτά δεν είναι όμορφα. Είναι γεμάτα λύπη και δεινές προφητείες».

«Προφητείες; Προφητείες για ποιο πράγμα;» ρώτησε ο κ. Λουκ.

«Για το τέλος των ημερών, για πονηρούς καιρούς που θα έρχονταν,» είπε η Πόλυ. «Και, μπορείτε να το δείτε, αυτά που γράφτηκαν πραγματοποιήθηκαν κατά κάποιο τρόπο».

Η Τζιλ αισθάνθηκε ένα κύμα λύπης και αγωνίας να την κατακλύζει και κατάλαβε ότι προερχόταν από την Πόλυ. Κοίταξε γύρω της τα κατεστραμμένα κτήρια και για πρώτη φορά άρχισε να νοιώθει ανήσυχη.

«Όμως, Πόλυ,» είπε ο κ. Λουκ, « αν κάποιος – κάποιος μη Φερρουμάρι – ερχόταν στον Ορμπαράτους, υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που μπορεί να τον έλκυε σε εκείνο το κτήριο; Είπες ότι ήταν τόπος λατρείας και αρχείο. Ήταν ναός;»

«Όχι όπως το εννοείτε εσείς,» είπε η Πόλυ. «Υπάρχει, όμως, στην κορυφή του ένας κήπος για διαλογισμό, ένας τόπος μνήμης».

«Εννοείς, όπως ο τύμβος του Άγνωστου Στρατιώτη; Ή κάποιου είδους ιστορικό μνημείο;»

«Ναι, κάτι τέτοιο. Στη κορφή αυτού του γκρεμού υπάρχει μια καθαγιασμένη πόρτα ή πύλη προς το εσωτερικό του βουνού, από την οποία λέγεται ότι έφυγαν οι Αφέντες απ’ τον κόσμο μας. Ή έτσι φαίνεται τουλάχιστον. Όμως δεν υπάρχει τίποτα πίσω από εκείνη την πόρτα και εγώ δεν πιστεύω ότι μπορεί να ανοιχτεί. Επάνω της είναι σκαλισμένες επιγραφές, στίχοι από τις τελευταίες μέρες των Αφεντών, γραμμένα μ’ έναν αρχαίο τρόπο ομιλίας».

«Υπάρχει όμως εκεί οτιδήποτε, που να μπορεί να θέλει κάποιος;»

«Όχι, απ’ όσο θυμάμαι. Αλλά, ίσως μπορεί να μας πει ο Σαμ τι βρήκε κι αν το μέρος είναι όπως το θυμάμαι».

Ο Σαμ είχε μόλις πεταχτεί έξω από τον τοίχο, πίσω από τον κ. Λουκ.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο κ. Λουκ, «είδες τίποτα;»

«Όχι, όχι πραγματικά,» είπε ο Σαμ. «Δεν υπήρχε καμία κίνηση, εκτός από ότι προκαλούσε ο άνεμος. Φυσάει πολύ εκεί πάνω».

«Κοίταξες τριγύρω;»

«Αμέ. Μιας και δεν είδα κανέναν εκεί πάνω, πετάχτηκα έξω απ’ τον Λαβύρινθο και εξερεύνησα λιγάκι. Δεν ξέρω αν με είδατε. Δεν μπορούσα να σας ξεχωρίσω εδώ κάτω, λόγω της κλίσης των κτηρίων και των σκιών στις βάσεις των γκρεμών. Είναιπολύπιοφωτεινάεπάνω!»

«Ένοιωσα ότι ήσουν εκεί,» είπε η Πόλυ. «Αν και δεν σε είδα. Αλλά αυτό που ένοιωσα νωρίτερα μοιάζει να έχει φύγει. Μόνοεσένακατάλαβααυτήτηφορά».

«Υπήρχε τίποτα εκεί που να φαίνεται…πειραγμένο;» ρώτησε ο κ. Λουκ.

«Το μέρος είναι πολύ παλιό και εγκαταλειμμένο. Υπάρχει κάτι σαν πλατεία από πέτρα, με πέτρινες κολώνες σκορπισμένες γύρω της και παγκάκια και πράγματα που μοιάζουν με γλάστρες. Ο τοίχος του γκρεμού υψώνεται στην πέρα μεριά. Εκεί μοιάζει να τελειώνει το κτήριο. Πάραπέραείναισκέτοςβράχος”.

«Παρατήρησες μιαν είσοδο χτισμένη στο πλάι του βουνού;»

«Είδα κάτι που μοιάζει με πύλη. Απλά μια πλάκα με επιγραφές πάνω της και δυο πετράδια βαλμένα στον τοίχο, ένα σε κάθε μεριά».

«Δυο πετράδια;» ρώτησε η Πόλυ.

«Ναι, ένα σε κάθε μεριά της πόρτας».

«Γιατί, Πόλυ; Είναι σημαντικό αυτό;» ρώτησε ο κ. Λουκ.

«Δεν είμαι σίγουρη. Έχει περάσει τόσος πολύς καιρός από τότε που ήμουν εκεί, αλλά υπήρχε κάτι σχετικό με τις δυο πέτρες, κάποιος σκοτεινός θρύλος ή μπορεί μια δόλια προφητεία».

«Αυτό δεν ακούγεται καλό,» είπε η Τζιλ. «Αυτό δεν ακούγεται καθόλου καλό!»

——————————————————————————————————————————————————————————-

Η συνέχεια, όπως πάντα, την επόμενη Παρασκευή.

For the original please see: http://jefmurray.com/framerunners/coa_episode/in-the-company-of-angels-episode-5-1-orbaratus/