Ο Michael Drout, καθηγητής στο Wheaton College, συγγραφέας -μεταξύ άλλων- του “J.R.R.Tolkien Encyclopedia” και τιμημένος με το βραβείο Mythopoetic Scholarship Award in Inklings Studies, μας έκανε την τιμή να μας επιτρέψει να μεταφράσουμε και να αναρτήσουμε την προσωπική του κριτική για την τελευταία ταινία του “Χόμπιτ”. Είναι μια αντικειμενική, προσεκτική, χαριτωμένη και διασκεδαστική ανάλυση, που σίγουρα θα βρει τους περισσότερους από εμάς να συμφωνούμε με το ένα ή το άλλο σημείο της. Για όσους θα ήθελαν να την διαβάσουν στο πρωτότυπο, ορίστε http://wormtalk.blogspot.gr/2014/12/the-hobbit-battle-of-five-armies.html
Το Χόμπιτ: Η Μάχη των Πέντε Στρατών – 18-12/2014
Από τον Μεσαίωνα διασώζονται πολλές διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας του Ζίγκουρντ του Βόλσουνγκ και καμία από αυτές δεν είναι απολύτως σωστή. Παίρνοντας όλα μαζί τα κείμενα και τις αναφορές, μπορεί κανείς να τα συρράψει και να βγάλει το κεντρικό νόημα της ιστορίας, αλλά φαίνεται ότι κανείς από τους ποιητές δεν ήταν πραγματικά εξοικειωμένος με αυτό για το οποίο έγραφε. Γνώριζαν τα ονόματα των χαρακτήρων και ότι κάτι έτρεχε με τον Σινφγιότλι κι με ένα δηλητήριο, και ότι οι δυο βασίλισσες είχαν μια διαμάχη που οδήγησε στο θάνατο και την καταστροφή, κι ότι ο ήρωας σκότωσε ένα δράκο και πήρε τον θησαυρό του, αλλά δεν ήταν εντελώς ξεκάθαροι για το πώς όλα αυτά τα κομμάτια ταίριαζαν μεταξύ τους.
Οι ταινίες «Χόμπιτ» του Πήτερ Τζάκσον δίνουν την ίδια εντύπωση. Είναι σαν αυτός κι η σεναριογράφος, η Φίλιππα Μπόγιενς, να είχαν ακούσει μιαν εκδοχή προφορικής παράδοσης της ιστορίας του Μπίλμπο Μπάγκινς, την οποία συμπλήρωσαν με πληροφορίες που πήραν από κάποιες μισο-καμμένες σελίδες του κειμένου, που βρήκαν σ’ ένα μουσείο και από κάποια κεφάλαια μιας πολύ παλιάς Κινέζικης μετάφρασης, αλλά δεν είχαν ποτέ όντως διαβάσει ολόκληρο το «Χόμπιτ» μόνοι τους. Αυτός ίσως να είναι τελικά ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσει κανείς την «Μάχη των Πέντε Στρατών». Όχι σαν μια προσαρμογή σε σενάριο του βιβλίου του Τόλκιν, αλλά σαν μιαν ανακατασκευή αναμνήσεων από ένα χαμένο κείμενο, του οποίου το πρωτότυπο δεν υπάρχει πια.
Τώρα, πριν γίνω θεωρηθώ εντελώς στραβόξυλο, επιτρέψτε μου να πω, ότι δεν έχω καμία βασική αντίρρηση στο να μετατρέπεται μια κάπως ανάλαφρη ιστορία σε ένα πλήρες έπος, πιο κοντά στο ύφος του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» παρά στο «Χόμπιτ», όπως είναι γραμμένο. Ο ίδιος ο Τόλκιν είχε σκεφτεί να αναθεωρήσει το «Χόμπιτ» στο στυλ του δεύτερου βιβλίου του και η ιστορία «Η Αναζήτηση για το Έρεμπορ» δείχνει ότι είχε κάνει σκέψεις πάνω στις γεωπολιτικές επιπτώσεις (στη Μέση-γη) που είχαν ο Δράκος, το Βουνό, οι εξόριστοι Νάνοι και η κατεστραμμένη πόλη του Ντέιλ. Το να προστεθούν ο πόλεμος μεταξύ Νάνων-Ορκ και η επίθεση του Λευκού Συμβουλίου στο Ντολ-Γκουλντούρ ήταν καλή ιδέα. καθώς αυτά τα γεγονότα προσδίδουν «ιστορικό» πλαίσιο. Ούτε έχω πρόβλημα με τις επί μέρους ιστορίες, την ανάπτυξη πρόσθετων χαρακτήρων ή την αλλαγή του επίσημου τρόπου ομιλίας με πιο καθημερινές συζητήσεις μεταξύ των ηρώων. Κάθε μία από αυτές τις αλλαγές θα μπορούσε να είχε ενσωματωθεί σε μια αποτελεσματική ταινία που να εκτείνεται πέρα από το ταξίδι του Θόριν και της παρέας του προς το Μοναχικό Βουνό.
Ακόμα, θα συγχωρήσω τον Τζάκσον για το ότι είναι παγιδευμένος στην κυλιόμενη σκάλα του Χόλλυγουντ. Ο Τζωρτζ Λούκας αντιμετώπισε το ίδιο πρόβλημα όταν χρειάστηκε να κάνει κάθε σκηνή μάχης μεγαλύτερη, γρηγορότερη, πιο εκτυφλωτική και πιο εκκωφαντική από αυτές της προηγούμενης ταινίας. Αν και δεν υπήρχε ποτέ η πρόθεση, να είναι η Μάχη των Πέντε Στρατών μεγαλύτερη από αυτήν στα Πεδία του Πελέννορ, ο Τζάκσον ήταν αναγκασμένος να συνεχίσει να κλιμακώνει το αποτέλεσμα κι έτσι έχουμε ακόμα πιο περίτεχνα πιόνια, χορογραφίες και ειδικά εφέ. Παρόλα αυτά, η θέαση αυτών των ταινιών ήταν απογοητευτική, απλώς γιατί μπορούσαν να είναι καλύτερες.
Κάποιες από τις αστοχίες στις ταινίες του «Χόμπιτ» είναι ίδιες με εκείνες του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» και πηγάζουν από το ίδιο βασικό πρόβλημα: η Μέση-γη είναι πολύ μικρή γεολογικά, χρονικά και δημογραφικά.
Γεολογικά, η Μέση-γη μοιάζει να μην είναι μια ήπειρος, αλλά ένα θεματικό πάρκο στο μέγεθος του Ντίσνεϋ Γουόρλντ ή ίσως, αν ήμαστε γενναιόδωροι, στο μέγεθος του Ρόουντ Άϊλαντ. Ο Λέγκολας και η Ταούριελ κάνουν ένα (εντελώς άχρηστο) ταξίδι προς το Όρος Γκούνταμπαντ, περίπου 300 μίλια από το Έρεμπορ, σε χρόνο που μοιάζει να μην είναι περισσότερος από μισή ώρα. Επιστρέφουν ακόμα πιο γρήγορα να ειδοποιήσουν τους άλλους, ότι ένας ολόκληρος στρατός βρίσκεται μόλις 10 λεπτά πίσω τους. Ο Ντέιν καταφτάνει πάνω στο Τεθωρακισμένο Γουρούνι του (που ήταν φοβερό!) σε λιγότερο από μια ώρα από τότε που ο Θόριν του έστειλε το μήνυμα με το κοράκι.
Χρονικά, τα πάντα, από τον θάνατο του Σμάουγκ μέχρι την τελική μάχη, συμπιέζονται σε 2, άντε, 3 μέρες. Μιας και υπάρχουν πολλοί κινηματογραφικοί τρόποι να περάσουν ταχύτατα μέρες, βδομάδες ή μήνες, δεν καταλαβαίνω αυτή τη βιασύνη. Οι προελαύνουσες στρατιές μπορούν να είναι τρομακτικές. Δεν χρειάζεται να τρέχουν γρηγορότερα από τον Γιουσέιν Μπόλτ σε όλο τον δρόμο.
Α, και όλοι γνωρίζουν όλους – ακόμα κι αυτούς που δεν εμφανίζονται στην οθόνη. Το αγαπημένο μου παράδειγμα είναι ότι ο Θράντουϊλ γνωρίζει ότι ο Άραγκορν, ο γιος του Άραθορν, είναι πιθανό να εξελίχθη σε σημαντικό ηγέτη κάποια μέρα (στην αρχή νόμιζα ότι ήταν απλώς μια τυχερή μαντεψιά του Ξωτικοβασιλιά, αλλά μετά κατάλαβα ότι προφανώς ο Θράντουϊλ είχε αντίγραφα των βιβλίων). Το να βάζεις τους χαρακτήρες να γνωρίζουν ήδη ο ένας τον άλλον και να μπορούν να κάνουν στα γρήγορα μια πραγματεία για το παρελθόν τους, σίγουρα επιταχύνει τα πράγματα. Κι αυτό για να υπάρχει περισσότερος χρόνος ώστε να πετιούνται οι πέτρες σε αργή κίνηση, φαντάζομαι. Παράλληλα εξυπηρετεί και στο να φαίνεται, ότι η Μέση-γη έχει πληθυσμό αντίστοιχο ενός μεγάλου λυκείου. Μπορεί να μην τους ξέρεις όλους, αλλά τα «εντάξει» παιδιά γνωρίζονται μεταξύ τους.
Όμως, αυτές οι ατέλειες είχαν μπει στην αρχική συνταγή αυτών των ταινιών και κάποιες από αυτές είναι πιθανότατα αποτέλεσμα του ότι το Χόλλυγουντ θέλει να απευθύνεται στον ελάχιστο κοινό παρανομαστή του κοινού. Σε ανθρώπους που παρακολουθούν αφηρημένα και δεν θέλουν να πρέπει να συμπεράνουν τίποτα. Αυτό είναι μεν ατυχές αλλά εξηγήσιμο.
Αυτό που είναι για μένα ακατανόητο ήταν οι φορές που μια απολύτως καλή σκηνή στο βιβλίο αντικαταστάθηκε από μια πραγματικά απαίσια στο σενάριο. Για παράδειγμα, όταν η απείρως συγκινητική και πολύ δυνατή σκηνή στο τέλος του «Χόμπιτ», όπου ο Ξωτικοβασιλιάς τοποθετεί το σπαθί του Θόριν πάνω στον τάφο του και ο Μπάρντ εναποθέτει το Άρκενστόουν στο στήθος του, λέγοντας «εκεί ας μείνει μέχρι να πέσει το βουνό», αντικαθίσταται από την αμήχανη ανταλλαγή μεταξύ Θράντουϊλ και Λέγκολας, που δεν καταφέρνει τίποτα περισσότερο από το να υπονοηθεί το όνομα του Άραγκορν. Η αρρώστια του δράκου, που βασανίζει τον Θόριν, δεν είναι απλώς ακατανίκητη πλεονεξία, αλλά ξεκάθαρη παραφροσύνη κι έτσι η πίκρα της μανίας του ενάντια στον Μπίλμπο χάνεται σε μια σκηνή που δεν πείθει, όπου δίνει εντολές στους άλλους Νάνους να πετάξουν το χόμπιτ από τις επάλξεις. Το κοινό δεν πιστεύει ούτε στιγμή ότι θα γίνει κάτι τέτοιο, έτσι δεν υπάρχει το δράμα που θα υπήρχε, αν η σκηνή είχε εξελίχθη όπως στο βιβλίο.
Υπάρχουν πολλά ακόμα παραδείγματα: Το ότι βάζουν τον Θόριν να πεθάνει πάνω σ’ έναν παγωμένο καταρράκτη, μακριά από την κύρια μάχη, υποσκάπτει την συναισθηματική ισχύ της στιγμής (που αποδίδεται εξαιρετικά τόσο από τον Μάρτιν Φρήμαν, όσο και από τον Ρίτσαρντ Άρμιτατζ). Κανείς δεν θα νοιαστεί ποτέ για την πολιτική κατάσταση της Λιμνούπολης κι έτσι όλος ο χρόνος που καταναλώνεται για να αναπτυχθεί αυτή, βάζοντας τον Ινίγκο Μοντόγια, ε….συγνώμη, τον Μπάρντ στη φυλακή, κλπ, πάει χαμένη. Η εκδοχή του Τόλκιν, όπου κανείς δεν πιστεύει τον Μπαρντ ώσπου να είναι πολύ αργά, είναι αρκούντως δραματική, ειδικά αν προσθέσεις ένα δράκο που πετάει φωτιά. Η μπερδεμένη γεωπολιτική πραγματικότητα του βασιλείου της Άνγκμαρ, το Όρος Γκούνταμπαντ , τα σχέδια του Σάουρον κλπ, είναι πολύ χειρότερα, δοσμένα με μη πειστικό τρόπο, σε αντίθεση με τις υποδείξεις του Τόλκιν. Η επί μέρους πλοκή, με τους διάφορους κινδύνους που απειλούν τα παιδιά του Μπάρντ, χαράμισε σκηνικό χρόνο που θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί για να αναδείξει κυριότερους χαρακτήρες ή να μικρύνει την διάρκεια της ταινίας.
Το καλύτερο που μπορώ να πω για το σενάριο είναι ότι καταδεικνύει ολοφάνερα πόσο απίστευτα σφιχτοδεμένη, εκλεπτυσμένη και αποτελεσματική είναι η αρχική ιστορία του Τόλκιν.
Δεν θέλω, όμως, να τελιώσω σε μια τόσο αρνητική νότα, γιατί υπήρχαν και πολλά καλά πράγματα στις ταινίες:
- Το τοπίο, η αρχιτεκτονική, τα αντικείμενα και η προσοχή στη λεπτομέρεια είναι ακόμα μεγαλύτερη κι από τις πρώτες ταινίες.
- Οι ηθοποιοί είναι στην πλειονότητα τους εξαιρετικοί και πολλές φορές οι ερμηνείες τους σώζουν κάποιες κακογραμμένες σκηνές.
- Η επίθεση του Νοσφιστή στη Λιμνούπολη είναι πολύ πιο τρομακτική από το βιβλίο. Τα πάθη των ανθρώπων μπροστά σε αυτή την εναέρια επίθεση είναι συναισθηματικά έντονα.
- Δεν υπάρχουν πάρα πολλές κρυμμένες εκπλήξεις σχετικές με τον μύθο, αλλά αυτές που παρατήρησα είναι ωραίες, όπως ο Γκάνταλφ να φοράει το πορφυρό δαχτυλίδι στην μάχη στο Ντολ-Γκουλντούρ, η χρήση του όρου “were-worms” (αν και η ίδια η παρουσία τους ήταν περιττή), η αναφορά του Ψυχρού Δράκου στην δεύτερη ταινία.
- Αν και δεν νομίζω ότι αυτό που βλέπουμε στην ταινία ήταν αυτό που φαντάστηκε ο Τόλκιν, όταν περιέγραφε το πώς το Λευκό Συμβούλιο εκδίωξε τον Σάουρον από το Ντολ-Γκουλντούρ, ευχαριστήθηκα την τρομακτική μεταμόρφωση της Γκαλάντριελ.
- Τεθωρακισμένο Πολεμικό Γουρούνι, Πολεμική Άλκη, Στρατιωτικοί Αίγαγροι.
- Και κατ’ εμένα το καλύτερο στοιχείο, σχετικό με τον μύθο: Ο Θράντουϊλ είναι Ξωτικό του Σιλμαρίλλιον. Αλαζονικός, γεμάτος περιφρόνηση για τους κοινούς θνητούς, συναισθηματικά ακατανόητος, βαθιά σημαδεμένος και ελαττωματικός. Δεν είναι ο Θίνγκολ (αυτό υπήρξε μια πολύ πρώιμη ιδέα του Τόλκιν για τον Ξωτικοβασιλιά), είναι ο Κούρουφιν ή ο Κέλεγκορμ , ένας από τους γιους του Φέανορ, τόσο ισχυρός, τόσο όμορφος και τόσο «κόπανος». Δίνω τα εύσημα στον Τζάκσον που δημιούργησε ένα Ξωτικό, διαφορετικό από όλα όσα είχαμε δει μέχρι τώρα.
Ήταν ωραίο που ξαναείδα τη Μέση-γη. Το τίμημα ήταν υψηλό, όσον αφορά την ιστορία, αλλά αν αυτό ήταν που χρειαζόταν για να ξαναχτίσουν αυτόν τον κόσμο και να μας αφήσουν να του ρίξουμε ακόμα μια ματιά, μάλλον το άξιζε.