Δεν είναι λίγες οι φορές που αναρωτιόμαστε, τι είναι πιο δυνατό, πιο όμορφο, πιο συναρπαστικό, πιο γλυκό, πιο δραματικό και κωμικό, η δική μας φαντασία ή αυτή του συγγραφέα ενός βιβλίου. Ποια είναι τα όριά της, μπορούμε να τα αγγίξουμε, αλλά το πιο σημαντικό, μπορούμε να τα μιμηθούμε;
Ένα βιβλίο αποτελείται καθαρά από δύο στοιχεία, από ιδέες και από ιδέες που έγιναν εικόνες. Με μία λεπτή πινελιά της οπτικής παλέττας του, ο συγγραφέας μας ταξιδεύει σε μέρη μαγικά, σε μέρη μυστικά, γεμάτα λάμψη, ελπίδα, και φως. Η πετυχημένη εικονογράφηση είναι το πρώτο και το τελευταίο συστατικό σε ένα λογοτεχνικό βιβλίο, ώστε να μπορέσει η μαγεία της ευφυΐας του συγγραφέα να φτάσει σε εμάς και να πάρει σάρκα και οστά, να γίνει ένα αντικείμενο απτό, επιθυμητό, γλυκό και πικρό συνάμα δίχως να χάνει διόλου την τελειότητά του.
Όπως σε μια μαγική μουσική συμφωνία όπου τον πρώτο ρόλο παίζουν οι νότες που δημιουργούν μουσικές συνθέσεις και που στο τέλος αναδιπλώνονται σε μουσικές απολαύσεις, με τον ίδιον ακριβώς τρόπο σε ένα λογοτεχνικό βιβλίο είναι οι λέξεις που θα δημιουργήσουν τις εικόνες και αυτές με την σειρά τους θα δημιουργήσουν τις οπτικές απολαύσεις. Μία από αυτές τις οπτικές απολαύσεις είναι και η εικονογράφηση του βιβλίου μέσα από το μάτι ενός έμπειρου ή άπειρου καλλιτέχνη (διότι η μαγεία βρίσκεται πάντα εκεί που δεν την περιμένεις), καθώς η ποιότητα των εικόνων θα καθορίσει και την ποσότητά τους. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που η λέξη imagination (λατ. imaginatio), που αποδίδεται ως φαντασία, προέρχεται από τη λέξη image (λατ. imago), που σημαίνει εικόνα.
Η εικονογραφημένη έκδοση του “Τhe Hobbit” του J.R.R. Tolkien είναι από τις σπάνιες λογοτεχνικές εκδόσεις, μέσα στην οποία κυριαρχούν περισσότερες της μίας εκτυπωμένες εικόνες. Εικόνες τις οποίες επέλεξε και ενέκρινε μία προς μία ο συγγραφέας (όπως σχεδόν όλα τα στοιχεία των έργων του) σε συνεργασία με τη δημιουργό τους Pauline Diana Baynes και τους εκδότες του βιβλίου του.
Δεν μας είναι εύκολο να επιλέξουμε την καλύτερη ανάμεσά τους. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε όμως είναι μία λογοτεχνική ανάλυσή τους. Το κυρίαρχο μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε αυτές (εκτός από δύο) είναι η ζεστή αποτύπωση της αρχιτεκτονικής της Μέσης Γης. Ο τρόπος της δημιουργίας του Hobbiton (εικόνα 1) και της Rivendell (εικόνα 2) μας θυμίζει αρκετά την τεχνική της camera obscura, μέσω της οποίας ο καλλιτέχνης αποτυπώνει το τοπίο κοιτώντας το από το υψηλότερο δυνατό σημείο. H λεπτή διαγώνιος του ποταμού στη Rivendell αποτελεί ένα σύνηθες συνθετικό εικονοπλαστικό εργαλείο, το οποίο παρατηρούμε σε αρκετούς διάσημους ζωγράφους που αγγίζουν το επίπεδο του Esaias Van De Velde ή του Vermeer. Εκτός από αυτά τα τυπικά χαρακτηριστικά, στο σύνολό τους, η δημιουργός των εικόνων παραμένει πιστή στη βασική αρχή που χαρακτηρίζει τους πίνακές της, δηλαδή την ύπαρξη γραμμικών κτιρίων σε περιβάλλοντα μη γραμμικά. Πέραν τούτου, αξίζει να τονίσουμε ότι η καλλιτέχνιδα επιδίωξε να δώσει στα θέματά της ένα ενοποιημένο χρωματικό σύνολο. Τα βασικά χρώματα στη ζωγραφική, κόκκινο, κίτρινο και μπλε, δεν κυριαρχούν, αφήνοντας τα συμπληρωματικά τους να δώσουν την απαραίτητη ζεστασιά και γαλήνη που η Μέση Γη έχει, και ιδίως εκείνα τα τοπία στα οποία το κακό δεν έχει ακόμη εισχωρήσει, όπως η πόλη των ξωτικών.
Η απουσία τεχνικών εφέ που προσδίδουν σκιές στα αντικείμενα ενυπάρχει με την απαλή δόση του ηλιακού φωτός, ιδιώς στον πίνακα με τίτλο “Bilbo comes to the Huts of the Raft elves” (εικόνα 3). Aν και η ώχρα και το καφέ είναι κυρίαρχα στοιχεία, τα οποία αποτυπώνονται με χτυπητές πινελιές κόκκινου και κίτρινου, το υπόλοιπο θέμα, όπως ο ουρανός, το ποτάμι και η πόλη των ξωτικών που την προσεγγίζουμε στο υπόβαθρο, ανάλογα με τη θέση των σύννεφων, είναι μερικώς φωτισμένα από την ηλιακή ακτινοβολία. Παρόμοιες προσπάθειες είχε κάνει και ο Jacob van Ruisdael στην αποτύπωση φωτεινών εφέ σε μέση απόσταση. Τα κοντύτερα στοιχεία προς τον θεατή, όπως το δάσος και τα βαρέλια με τον Bilbo καθώς παρασύρονται από το ρεύμα, είναι άκρως σκοτεινά, ενώ τα βουνά, από τα οποία ο ήλιος ξεπροβάλλει δειλά, βρίσκονται μέσα σε άπλετο φως. Είναι σωστό να υποθέσουμε σε αυτό το σημείο ότι ο καλλιτέχνης επίτηδες προκαλεί αυτό το φαινόμενο, καθώς τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν θα προβάλουν τη ζεστασιά και στην ίδια την καρδιά του ήρωα.
Ο ασπρόμαυρος (και αργότερα έγχρωμος) πίνακας με τίτλο “The Elven King’s Gate” (εικόνες 4α και 4β), ο οποίος πιθανότατα συμπεριλήφθηκε αργότερα, μας προσδίδει την αίσθηση μίας ατελείωτης, σιωπηλής έλλειψης κίνησης. Βλέπουμε, ακριβώς παράλληλα με εμάς, το δάσος να ανοίγει για να φανερωθεί το μονοπάτι που οδηγεί στην γέφυρα, που οδηγεί στην πύλη του Βασιλιά. Η πύλη είναι ερμητικά κλειστή, ένα γεγονός που μας δείχνει ότι αυτό που βρίσκεται πέρα από την πύλη είναι και αυτό με τη σειρά του ερμητικά κλειστό στον έξω κόσμο. Η μόνη οπτική μας πάνω στο τοπίο είναι αυτή που μας επιτρέπει το δάσος, η μητέρα γη, η φύση. Όπως ανοίγουμε τα μάτια όταν ερχόμαστε στον κόσμο και τεντώνουμε χέρια και πόδια για να νιώσουμε ότι ζούμε, με τον ίδιο τρόπο ανοίγει και η φύση τα δικά της χέρια, τα δένδρα, και μας παρουσιάζει τον δρόμο μέσα από τον οποίο θα πορευθούμε σε μία νέα περιπέτεια, σε μία νέα υποχρέωση. Ένα μοτίβο που έγινε κυρίαρχο ιδίως στα έργα του διάσημου καλλιτέχνη Jean-Baptiste Simeon Chardin.
Ο πίνακας όμως που είναι πραγματικά ένα χάρμα οφθαλμών, και με τον οποίο η καλλιτέχνιδα μας αποδεικνύει ολοφάνερα ότι έχει τις ικανότητες ενός “pictor doctus” ή καλλιεργημένου καλλιτέχνη, είναι η εικόνα με τον τίτλο “Conversation with Smaug” (εικόνα 5). Είμαστε σε εκείνο το σημείο του βιβλίου όπου ο νεαρός Bilbo Baggins, εφοδιασμένος με το ένα Μαγικό Δακτυλίδι που του δίνει αόρατες ικανότητες, βλέπει από τη μια πλευρά το πραγματικό μέγεθος του θησαυρού των Νάνων και από την άλλη τη δύναμη και αποφασιστικότητα του φύλακά του, του Δράκοντα Smaug. H καλλιτέχνιδα υπογραμμίζει το βάρος της ηλικίας του δράκου, δείχνοντάς τον να κάθεται ξαπλωμένος αιώνια στον ‘θρόνο’ του. Παρόλο που η γενική αίσθηση που μας δίνει ο δράκος είναι αυτής της σιωπηλής ακινησίας, υπάρχει αρκετή κίνηση στο πάνω μέρος της σπηλιάς, με τη διακριτική ύπαρξη των νυκτόβιων πλασμάτων. Αν και ο πίνακας τιτλοφορείται «Η Συζήτηση…» καταλαβαίνουμε ότι η επικοινωνία των δύο χαρακτήρων, του πρωταγωνιστή Bilbo και του δευτεραγωνιστή Smaug, δεν είναι μία τυπική συνομιλία μεταξύ δύο φίλων. Κάθε πλευρά κρύβει τα δικά της μυστικά, πόσω μάλλον όταν ο Bilbo παρουσιάζεται μέσα σε ένα πέπλο από σύννεφα, το οποίο επέλεξε η καλλιτέχνιδα για να αποδώσει τη μη ορατή παρουσία του.
Η αισθητική της τέχνης αποτελεί τον καθρέφτη της κουλτούρας και του πολιτισμού της Μέσης Γης. Αν και με αυτή την παρουσίαση απλώς αγγίξαμε την επιφάνεια, θέλουμε να πιστεύουμε ότι απλώς ανακαλύψαμε μία πλευρά της οπτικής του Tolkien που μας διέφευγε. Το πάθος του για ισορροπία δεν μένει μόνο στις λέξεις, στις φράσεις, στα νοήματα. Η ίδια αγάπη που χαρακτηρίζει το πάθος του για τον κόσμο που δημιούργησε, την ίδια αγάπη βλέπουμε να ξετυλίγεται στην εικονογράφηση του βιβλίου του.
Αν περιγράψουμε το έργο του μόνο με αυτά τα στοιχεία όμως, αδικούμε τότε την οπτική της ζωγράφου, της καλλιτέχνιδος, του δεύτερου δημιουργού. Οι εικόνες σε καμία περίπτωση δεν είναι έργα δευτέρας σημασίας. Η ίδια η δημιουργός απασχολείται με θέματα όπως η ανθρώπινη προσωπικότητα, η μοναδικότητα, ο χώρος της διατήρησης του πνεύματος και τα όρια της ανθρώπινης φαντασίας. Στο τέλος, τα δικά της έργα δεν είναι παρά “clavis interpretandi” ή οπτικά βοηθήματα ερμηνείας ενός έργου που όλοι αγαπήσαμε και θα συνεχίσουμε να αγαπάμε.
Ιάκωβος aka Radagast