– Εγώ τον Βάρβαρο!!!
– Όχι, εγώ!!!
– Καλά, θα πάρω το Στοιχειό. Κάνει και ξόρκια.
– Χαχαχαχα, κι ο Νίκος θα πάρει τον στούμπο τον Νάνο;
– Άντε ρε μ…, όχι τον Νάνο.
– Σσσς. Σκάσε ρε, ακούνε οι γονείς μου.
– Ωχ, σόρυ
– Καλά είσαι και πολύ ούφο
– Και τι, θ αφήσουμε τον Κώστα να κάνει τον κακό; Θα μας ρίξει όλα τα τέρατα σε ένα δωμάτιο πάλι.
(σαρδόνιο χαμόγελο)
– Άντε ρε κότες. Φοβάστε λίγα τερατάκια;
– Ωραία, άρα ο Αντρέας θα πάρει τον Μάγο; Μισή σφαλιάρα από καλικάντζαρο είναι ο φλώρος!
(Ο Αντρέας, που ζωγράφιζε τόση ώρα στο φύλλο του παίκτη του κοιτάζει ξενερωμένος)
– Λοιπόν άντε ξεκινάμε; Αύριο είμαστε πρωινοί, με πρώτη ώρα γλώσσα και δεν έχω διαβάσει τίποτα.
(Μπαίνει η μαμά με τοστ και coca cola)
– Ευχαριστούμε κυρία Μαρία!
– Δεν καταλαβαίνω τι παίζετε εκεί με αυτά τα διαόλια. Δες εδώ, τέρατα και κακό. Τι είν’ αυτά πάλι; Ξόρκια του νερού. Ξόρκια της φωτιάς; Ζόμπι! Δαιμονικά! Ο Χριστός κι η Παναγία! Τι να σας πω ρε παιδιά. Κι εμείς παίζαμε παιχνίδια, αλλά όχι τέτοια σατανικά. Άιντε φάτε τίποτα και ήσυχα, μην ουρλιάζετε γιατί έχω σίδερο. Μέχρι τις 10. Μόλις τελειώσω το σίδερο, όλοι σπίτι σας! Έχετε και σχολείο αύριο, έχετε διαβάσει όλοι;
(κεφάλες κάτω)
Θα το μάθω εγώ. Άντε, μέχρι να τελειώσω το σίδερο. Φαντασμένα. Ελπίζω να μη σας μείνουν όλ’ αυτά στο κεφάλι στο τέλος.
Και ω, πόσο μας μείνανε στο κεφάλι όλ’ αυτά…
Για όσους δεν το γνωρίζετε, υπήρχε κάποτε μια εποχή, που παίζαμε παιχνίδια, με… ζάρια, χαρτιά, μολύβια και μινιατούρες.
Όταν μεγαλώναμε υπήρχανε θυμάμαι παιχνιδάδικα, δέκα σε κάθε γειτονιά. Οικονομικά έστεκε η χώρα ακόμα, και τα jumbo ήταν ακόμη ένα εμπορικό πείραμα βασισμένο στην τότε ανερχόμενη κινέζικη ανάπτυξη. Εμάς δε μας ενδιαφέρανε καθόλου όλ’ αυτά βεβαίως βεβαίως. Πραγματικά ο μόνος προβληματισμός μου το 1992 ήταν τα Κάλαντα (Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς), το χαρτζιλίκι της θείας μου της Χαρίκλειας, το καινούριο τραγούδι του Ρακιτζή και η επόμενη επίσκεψη στον κύριο Λυμπέρη, το παιχνιδάδικο που ήταν κάτω απ’ το σπίτι μου. Οι βιτρίνες ήτανε γεμάτες με playmobil, lego, τηλεκατευθυνόμενα, φιγούρες gi joe και transformers, φωτεινούληδες, στρατιωτάκια, trolldolls, εξωγήινους, playschool και ότι άλλο μπορεί να κάνει το κεφάλι ενός παιδιού να εκραγεί από υπερφόρτωση. Αλλά όπως πολλά πράγματα έτσι και τα παιχνιδάδικα είχανε κρυφά μυστικά που για να τα ανακαλύψεις έπρεπε να μπεις βαθιά μέσα τους. Συνήθως σε ράφια, η σε στοίβες, το ένα πάνω απ’ το άλλο, υπήρχανε τα επιτραπέζια παιχνίδια. Υποτίθεται πως ήταν για λίγο μεγαλύτερους αυτά και για αυτό είναι γεγονός ότι τα έβλεπες στις βιτρίνες λίγο σπανιότερα. Και πιστέψτε με η λεπτή γραμμή ανάμεσα σε ένα σούπερ κουλ δώρο ή σε μία μέτρια γενεθλιακή έκπληξη για τους περισσότερους γονείς των 90s ήταν αυτός ο ηλικιακός προσδιορισμός που είχε συνήθως πάνω αριστερά το κάθε παιχνίδι.
– Να βρε ορίστε, αυτό είναι καλό, λέει πάνω από 9 χρονών. Δεν είσαι 10 ακόμα.
– Μαμά, αυτό πάνω έχει έναν ημίγυμνο βάρβαρο με σπαθί που γρυλίζει με δεκάδες τέρατα γύρω του που είναι έτοιμα να τον σφάξουν. ΤΟ ΘΕΛΩ!
– Του χρόνου που θα είσαι 10 θα στο πάρω. Φέτος θα πάρουμε τη σταφυλοπαγίδα. Ορίστε με τα σταφυλάκια που τα πατάς και λιώνουν και θα πάρουμε και επιπλέον βαζάκια με πλαστελίνη.
– …(Εντάξει Μαμά, ας πάρουμε τότε και λίγη βαζελίνη, αφού πρόκειται να μου γ…. τα παιδικά όνειρα.)
Υπήρχε λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό ένα επιτραπέζιο που λεγόταν HeroQuest. Έτσι απλά και επικά. Δεν ήξερα καλά αγγλικά. Δεν θυμάμαι κανέναν που να ήξερε πολύ καλά στη γειτονιά μου. Άλλα όλοι καταλαβαίναμε ότι HeroQuest σήμαινε περίπου αυτό «θα γίνω κάτι μεταξύ Κόναν και Γκάνταλφ, με το που ανοίξω το καπάκι αυτού του ορθογώνιου τεράστιου ζαχαρωτού για τα μάτια.»
Το παιχνίδι σε προκαλούσε απ’ όποια τοπολογική γωνία και αν το έβλεπες. Εντυπωσιακά μαύρο, με ένα εξώφυλλο που θα έδινα το αριστερό μου νεφρό για να έχω σε αυθεντική έκδοση στο σαλόνι μου, και με ένα απ’ τα πιο ερεθιστικά σποτάκια στην τηλεόραση έβερ! Θυμάστε το πρόγραμμα του 92 φαντάζομαι. Ειδήσεις των 8:30, (τότε μόνο μισή ωρίτσα μαρτύριο), Ισοβίτης του Αρκά στην κρατική, Απαράδεκτοι, Υπογραφή Πρίφτης στο mega. Και ανάμεσα στις σειρές, αν ήσουν τυχερός μπορεί έβλεπες το σποτάκι. HEROO QUEST! Μέσα στα έγκατα της Γης! Και φυσικά στα καπάκια τηλέφωνο στους κολλητούς.
– Το είδες; Το είδες;
– Μαλάκα πρέπει να το πάρουμε.
– Θα τα πούμε αύριο. Φέρε υπερατού!
– Νταλίκες;
– Αεροπλάνα!
Χίλια ενιακόσια ενενήντα δύο! Μαζί κι αυτόν τον χρόνο! Μαζί κι εμείς οι δύο! Τραγουδούσε ο Ρουβάς εκείνος το πρωί, στις 31 Δεκεμβρίου 91. Ακόμη και τότε έκανα εμετό απ’ τ’ αυτιά. Ειδικά τότε. Δεν υπήρχε κάτι πιο προσβλητικό για τις αισθήσεις απ’ τον Σάκη, ντυμένο σούπερμαν να τραγουδάει αυτό το τραγούδι, στις πρωινές επαναλήψεις του mega star. Μάλλον, όχι, υπήρχε. Η Ναταλία Γερμανού με μαλλί πανκ να παρουσιάζει το mega star. Ξεφεύγω απ’ το θέμα όμως.
ΚΑΛΑΝΤΑ!!! 8 ευλαβικές ώρες καλαντίσματος από πόρτα σε πόρτα και συλλογή χρημάτων, καθαρών, αφορολόγητων και ευλογημένων από γεροντάκια, τσατσάδες, οικογενειάρχες και τραβεστί. (Ναι η Αθήνα ήταν ένας οπωρώνας από παράξενα φρούτα ακόμη και τότε.)
Ποιος χέστηκε για το καλωσόρισμα του νέου έτους; Αλήθεια. Όλοι ξέραμε πως αν ήθελες ένα παιχνίδι πραγματικά έπρεπε να βγεις έκει έξω και να το δουλέψεις μέχρι την τελευταία δραχμή. Και η ευκαιρία όλων ήταν τα κάλαντα. Οι πιθανότητες να φέρει το σωστό παιχνίδι ο Άγιος Βασίλης ή κάποιος συγγενής ήταν μικρότερες απ’ το να έρθει ο ίδιος ο κατασκευαστής να σου δώσει το ποθητό παιχνίδι σε χρυσό περιτύλιγμα, μαζί με ισόβια συνδρομή σε όσα γεύματα junior’s απ’ τα goodys λαχταρούσες και ένα φορτηγό παγωτά λάκι καπ.
Το ίδιο βράδυ, τη μαμά ανά χείρας (α ρε μάνα) και γραμμή στο παιχνιδάδικο Λυμπέρης. Μπήκα μέσα με την ταχύτητα που πατάει την κόρνα ταξιτζής όταν ανάψει πράσινο (ταξισεκόντ λέγεται) και…. το παιχνίδι είχε τελειώσει! Τότε πρέπει να σκέφτηκα για πρώτη φορά τη λέξη «μαλακόσκατα». Όλ’ αυτά ήταν ένας απίθανος σωρός από μαλακόσκατα. Μάλιστα. Και τώρα τι;
– Έλα να πάρουμε αυτό εδώ, Το παιχνίδι της Ζωής!
– ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ
Όσο απίθανο κι αν φαίνεται, η μαγική στιγμή συνέβη αμέσως μετά. Λόγω της γιορτής του Αγίου Βασιλείου, μεγάλη η χάρη του, η μαμά με έσυρε με το ζόρι ως το ζαχαροπλαστείο, για να πάρει γλυκά για έναν ανιψιό, που εκείνη τη στιγμή δεν έδινα δύο… μαλακόσκατα για τη ονομαστική του γιορτή. Και πράγματι φίλες και φίλοι, εκεί, στο ζαχαροπλαστείο, ανάμεσα στις νουγκατίνες και τα εκλεράκια, στην όχι και τόσο προνομιακή τιμή των 12.000 δραχμών, βρισκόταν το παιχνίδι θρύλος. Αυτό που θα με μετέτρεπε σε Κόναν με λίγο απο Γκάνταλφ. Σε Κόνταλφ. (μύρισε μαλακόσκατα το ξέρω). Άρα, τεχνικά ο Άγιος Βασίλης μου έφερε κατά κάποιον τρόπο το παιχνίδι. Thanx Santa!
Τα υπόλοιπα είναι απλώς ιστορία. Το παιχνίδι μας αιμάτωσε τόσο πολύ τη φαντασία, εξέγειρε τα βάθη της ψυχής μας προς το ιδεατό, την περιπέτεια και την αξία της ολοκλήρωσης τόσο απόλυτα που τολμώ να πω, ότι οφείλω την καριέρα μου ως συγγραφέας του φανταστικού σε αυτό, κατά ένα μεγάλο μέρος έστω.
Και μαντέψτε γιατί.
Ίσως επειδή αυτή η μη ρεαλιστικότητα του απίθανου κόσμου του HeroQuest ήταν σχεδιασμένη για να έρθει σε κράση με την φευγαλέα και συχνά πλεονάζουσα φαντασία του παιδικού νου. Τείναμε να συμπληρώσουμε τα κενά με τη ρευστή εικονοπλασία που ανάβλυζε κατευθείαν μέσα απ’ τα δικά μας ψυχικά «έγκατα». Αντίθετα με τα σημερινά σούπερ ρεαλιστικά παιχνίδια του PS3 ή του XboX τα παιχνίδια τότε σου έλεγαν, «έλα μάγκα, παίξε εσύ μαζί μας, μην περιμένεις να τα κάνουμε όλα εμείς για σένα. Γι αυτό μας λένε παιχνίδια, παίξε εσύ μαζί μας… χωρίς εσένα είμαστε απλώς σκουπίδια.»
Έτσι μάθαμε πως να γινόμαστε ήρωες στο σαλόνι των γονιών μας εκείνα τα μαγικά απογεύματα. Και μέχρι η μαμά να τελειώσει το σιδέρωμα, εμείς είχαμε σκοτώσει ένα στρατό από τέρατα, είχαμε υπερβεί ανείπωτους κινδύνους, είχαμε μαζέψει αμύθητους θησαυρούς, είχαμε ήδη τρέξει για τη σκάλα της εξόδου και στο τέλος να ήμαστε έξω απ’ τα μπουντρούμια, υπέρμαχοι και λυτρωτές του βασιλείου… αλώβητοι… αδάμαστοι και προπαντός… αδιάβαστοι!
Κώστας Ζαφειρίου