“Θυμίσου τα Μονοπάτια των Νεκρών!” Ο Τρόμος στο έργο του Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν

Στις 19 Νοεμβρίου 2023, στην μηνιαία συνάντηση μας, ασχοληθήκαμε με ένα πολύ ιδιαίτερο συστατικό της μαγικής συνταγής, που μας έδωσε τα επικά έργα του καθηγητή Τόλκιν. Μιλήσαμε για το στοιχείο του Τρόμου. Έγινε μια γενική εισήγηση και αναφέρθηκαν κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα. Η περαιτέρω ανάλυση και η διεξοδική συζήτηση με τους ακροατές έγινε μετά το τέλος της παρουσίασης. Σήμερα μεταφέρουμε εδώ το βασικό κείμενο με την ελπίδα ότι θα προκαλέσει στους αναγώστες μας αναμνήσεις από την πρώτη τους επαφή με τα κείμενα του Τόλκιν και θαυμασμό για την μαεστρία με την οποία χειρίζεται και αυτό το είδος λογοτεχνίας.

Θα ξεκινήσουμε με μια “άσκηση” – Διαβάστε τον στίχο του Δαχτυλιδιού δυνατά και αργόσυρτα…Μετά, αναλογιστείτε το πραγματικό, βαθύτερο νοήμα του!

Ο στίχος του Δαχτυλιδιού

Σκιαχτήκατε; Ωραία. Πήρατε μια γεύση από τον Τρόμο που κρύβεται πίσω από το ηρωϊκό και ειδυλλιακό σκηνικό του έργου του Καθηγητή. Όταν ακούει κάποιος «Τόλκιν», στο μυαλό του έρχονται αμέσως χαρούμενα Χόμπιτ και αέρινα Ξωτικά. Αλλά υπάρχουν και άλλα, σκοτεινά και τρομακτικά πλάσματα στη Μέση-γη. Σε δεύτερη -ή εκατοστή- ανάγνωση, κατανοούμε ότι το έργο του είναι γεμάτο με σκηνές φόβου, ανασφάλειας, αγωνίας, σκοτεινού τρόμου και αιματηρών μαχών. Εδώ δεν θα ασχοληθούμε με τα πλάσματα που είναι μεν φοβερά σε όψη και δύναμη, επικίνδυνα αλλά πραγματικά. Άρα αντιμετωπίσημα ανεξαρτήτως κόστους, όπως είναι τα Ορκς, οι Λύκοι, ακόμα και οι Δράκοι. Θα αναφερθούμε σε μέρη και πλάσματα που ξυπνούν φόβο παράλογο, υπερβατικό, βαθειά κρυμένο στο ασυνείδητο. Που παραλύουν και εξοντώνουν ψυχικά. Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ο Τρόμος πάντα συντρόφευε και γοήτευε τους ανθρώπους. Αρχικά, γύρω από τις πρωτόγονες φωτιές που μετά βίας έδιωχναν το σκοτάδι, πρασπαθούσαν να βρουν εξήγηση για τον κεραυνό και το ουρλιαχτό του θηρευτή που κρυβόταν πίσω από τον κοντινό λόφο. Αργότερα, κοντά στο τζάκι άκουγαν ιστορίες για στοιχειά, φοβερά θεριά, δράκους και χίμαιρες, απέθαντους πολεμιστές και γοητευτικές σειρήνες και παραμύθια για μάγισσες που έτρωγαν παιδιά ή πάγωναν τις καρδιές. Όταν ο τυπωμένος λόγος άρχισε να εξαπλώνεται, οι αναγνώστες αναζητούσαν το παράδοξο, το μακάβριο και το φρικιαστικό, πασχίζοντας να βρουν απαντήσεις στους αρχέγονους φόβους τους, που οι εφευρέσεις και ο πολιτισμός δεν κατάφεραν ποτέ να διώξουν εντελώς. Και οι συγγραφείς δεν τους απογοήτευσαν.

Ο Τόλκιν, ως γνήσιο τέκνο της μεταβικτωριανής Αγγλίας, είχε στη διάθεση του μεγάλη γκάμα αναγνωσμάτων τρόμου. Ως φοιτητής είχε σίγουρα εντρυφήσει στη γοτθική λογοτεχνία και μια από τις κυριότερες έρευνες του ήταν στην αρχαία σκανδιναβική παράδοση, που βρίθει τεράτων και υπερφυσικών φαινομένων. Ο υπαρξιακός, ο ψυχολογικός αλλά και ο κοσμικός τρόμος δεν του ήταν άγνωστα. Είναι βέβαιο, ότι είχε στην κατοχή του τουλάχιστον μία συλλογή με έργα τρόμου, που περιελάμβανε και κάποια κείμενα του H.P. Lovecraft. Δεν πολυσυμπαθούσε τους Αμερικανούς συγγραφείς, αλλά και οι δύο, ως συγγραφείς, είχαν κοινή πηγή έμνευσης τον Λόρδο Ντάνσανυ. Κι ύστερα, ήρθε η μάχη του Σωμ. Τί μεγαλύτερος απτός τρόμος από αυτόν; Οι προσωπικές του εμπειρίες περνούν στο έργο του, προσδίδοντας του βάθος και οντότητα και ανυψώνοντας το από ένα απλό ηθικοπλαστικό, ηρωικό παραμύθι, σε μια πραγματική καταγραφή της ανθρώπινης φύσης και της πορείας της προς κάτι ανώτερο. 

Θα δούμε μερικά χαρακτηριστικά σημεία, όπου ο τρόμος κυριαρχεί, αρχίζοντας από την τολκινική προϊστορία, το Silmarillion, και ένα παράδειγμα αυθεντικού κοσμικού τρόμου, την Ungoliant.

Κανείς δεν ήταν σίγουρος για την προέλευση της. Οι Βάλαρ θεωρούσαν ότι ήταν ένα από τα Πνεύματα που είχαν διαφθαρεί από τον Μέλκορ πριν την δημιουργία της Άρντα, αλλά ήρθε από το εξωτερικό σκότος αυτόνομη, μοναδική «mistress of her own lustαφέντρα του δικού της πόθου». Σε μια προσπάθεια να χορτάσει την ασίγαστη πείνα της, κατέβηκε στην Άρντα και κρύφτηκε αρχικά στον ακατοίκητο Νότο, όπου πήρε τη μορφή μιας γιγάντιας αράχνης και με τους μαύρους ιστούς της δημιούργησε μια «πνιγηρή σκοτεινιά». Εκεί την βρήκε ο Μέλκορ και την έπεισε να τον βοηθήσει να καταστρέψει τα Δύο Δέντρα της Βάλινορ. Για να το πετύχει, της υποσχέθηκε ότι θα χορταίνει τη πείνα της «και με τα δυο του χέρια». Τυλιγμένοι στην απόκοσμη σκοτεινιά της, το «Μη Φως», και χρησιμοποιώντας μια σκάλα που έφτιαξε από τους μαύρους ιστούς της, έφτασαν στο ιερό Εζέλλοχαρ και εκεί ο Μέλκορ πλήγωσε τα Δέντρα με το μαύρο δόρι του. Η Ungoliant ρούφηξε λαίμαργα τους φωτεινούς χυμούς τους, ξεραίνοντας τα. Αλλά πεινούσε ακόμα, κι έτσι στράγγιξε και τα Πηγάδια της Βάρντα και μεγάλωσε και θέριεψε κι έγινε ένα αποτρόπαιο, πρησμένο τερατούργημα που ξερνούσε μαύρους καπνούς και τρόμαξε ακόμα και τον ίδιο τον Μέλκορ. 

Κυνηγημένοι από τους Βάλαρ, πέρασαν το Χελκαράξε κι έφτασαν στη Μέση-γη. Εκεί, η ακόμα πεινασμένη Ungoliant απαίτησε την πληρωμή της. Ο Μέλκορ άρχισε να την ταίζει με τους θησαυρούς των Νόλντορ, αλλά της έδινε μόνο ότι είχε στο αριστερό του χέρι. Η αχόρταγη Αράχνη του επιτέθηκε και τον τύλιξε στους μαύρους ιστούς της έτοιμη να τον στραγγαλίσει, απαιτώντας και το περιεχόμενο του δεξιού χερού, τα Σίλμαριλ. Ο Μέλκορ έβγαλε τότε μια φοβερή κραυγή απελπισίας, που αντηχούσε για αιώνες στα γύρω βουνά. Οι Μπάλρογκ, κρυμμένοι στα μπουντρούμια της Άνγκμπαντ, άκουσαν τη φωνή του αφέντη τους. Ήρθαν και με πύρινα μαστίγια έκοψαν τους ιστούς και την έτρεψαν σε φυγή. Για αιώνες έμεινε κρυμμένη στα βουνά του Ered Gorgoroth, όπου κανένα Ξωτικό δεν τολμούσε να πλησιάσει. Ζευγαρόνοντας με κατώτερα είδη αράχνης, έκανε μυριάδες απογόνους. Κάποιους θα τους συνατήσουμε και στη συνέχεια της ιστορίας μας. Κανείς δεν ξανάκουσε γι αυτήν. Υπέθεσαν ότι γύρισε στον απώτερο Νότο, όπου από την μεγάλη πείνα της, τελικά καταβρόχθησε τον εαυτό της.

Λυκάνθρωποι και Νεκροζώντανοι

Η ιστορία του Μπέρεν και της Λούθιεν, αν και κατά βάση μια ηρωϊκή ιστορία αγάπης, είναι γεμάτη από το στοιχείο του Τρόμου. Η αποστολή του θνητού Μπέρεν, να πάρει από το στέμμα του Μόργκοθ ένα Σίλμαριλ και να το φέρει ως προίκα στο βασιλιά Θίνγκολ για να κερδίσει την αγαπημένη του Ξωτικιά Λούθιεν, είναι γεμάτη από τέτοιες διηγήσεις. Στην προσπάθεια τους να  πλησιάσουν στο Άγκμπαντ απαρατήρητοι, σκοτώνουν με την βοήθεια του Κυνηγόσκυλου Χούαν δύο σκοτεινούς Μάγιαρ που υπηρετούσαν τον Μόργκοθ, και με τις τέχνες της Λούθιεν παίρνουν τις μορφές τους. Ο Μπέρεν γίνεται ο λυκάνθρωπος Ντραούγκλιν,  που ήταν ο πατέρας όλων των λυκανθρώπων που λιμαίνονταν το Μπελέριαντ. Η Λούθιεν μεταμορφώθηκε στην Θουρίνγκγουεθιλ, μια νυχτερίδα-βαμπίρ, που στις άκρες των μεγάλων σπονδυλωτών φτερών της είχε γαμψά σιδερένια νύχια. Έτσι περνούν από όλες τις σκοπιές και πλησιάζουν τον Μόργκοθ, που πελώριος σαν βουνό, κάθεται στο θρόνο του φορώντας το στέμα με τα Σίλμαριλ.

Αργότερα στη ιστορία, υπάρχει επίσης μια περιγραφή του Σάουρον, του πρώτου υπηρέτη και υπασπιστή του Μόργκοθ, που μάχεται με την Λούθιεν και τον Χούαν για τον έλεγχο του πύργου του. Πληγωμένος από το Κυνηγόσκυλο, “πήρε τη μορφή ενός βαμπίρ, πελώριου σαν μαύρο σύννεφο που απλώνεται πάνω στο φεγγάρι, και τράπηκε σε φυγή, στάζοντας αίμα από τον λαιμό του πάνω στα δέντρα, και ήρθε στο Τάουρ-νου-Φούιν, και κατοίκησε εκεί, γεμίζοντας το με τρόμο».

Η ιστορία συνεχίζεται με πολλές εναλλαγές χαράς και λύπης, μέχρι που ο Μπέρεν σκοτώνεται από τον Κάρχαροθ, το σκυλί του Άνγκμπαντ. Η Λούθιεν παραδίδει το πνεύμα της και μεταβαίνει στα Δώματα του Μάντος. Με το τραγούδι της συγκινεί τον Κριτή, που καλεί τον Μπέρεν από τη Χώρα των Νεκρών και, με την έγκριση του Μάνγουε, επιστρέφει και τους δύο στη ζωή. Τώρα πια όμως και η Λούθιεν είναι θνητή. Εχει απαρνηθεί την ξωτική της αθανασία για την αγάπη. Οι δυο τους ζουν το υπόλοιπο της ζωής τους στο νησί Dor Firn-i-Guinar: την «Γη των Νεκρών που Ζουν». Από τον γιο τους, τον Ντίορ, θα προέλθουν οι μεγαλύτεροι ήρωες του έπους, μέχρι και την τέταρτη εποχή.

Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά. Θα μπορούσα να σας μιλάω όλο το βράδυ. Το Σιλαμρίλλιον, σαν κάθε μυθολογία που σέβεται τον εαυτό της, δεν φείδεται τρόμου, φρίκης και αιματοχυσίας. Αλλά ας δούμε λίγο το «Χόμπιτ», το παραμύθι που γράφτηκε -αρχικά- για παιδιά.

Μετά το απόλυτα ειδυλιακό ξεκίνημα τα πράγματα σκουραίνουν. Σύντομα ο άβγαλτος και καλοκάγαθος ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με Τρολλ που θέλουν να τον μαγειρέψουν, πέτρινους γίγαντες που θέλουν να τον συνθλίψουν και Τελώνια που θέλουν να τον αιχμαλωτίσουν. Αποκομμένος από τους συντρόφους του χάνεται στις ανήλιαγες στοές της ρίζας του βουνού. Σέρνεται ψηλαφώντας στο σκοτάδι και την απόλυτη σιγή, που διακόπτεται μόνο από το ξαφνικό φτερούγισμα κάποιας νυχτερίδας. Εκεί βρίσκει τυχαία το Δαχτυλίδι, αλλά συναντάει κι έναν ζωντανό εφιάλτη, τον Γκόλουμ. Ένα πλάσμα αποστεωμένο, με δυο τεράστια χλωμά μάτια, άθλιο και μοχθηρό, που το μόνο που ζητάει είναι τροφή «πιο νόστιμη από τα σιχαμένα Τελώνια». Φέρτε λίγο την εικόνα στο μυαλό σας. Την δική σας, όχι των ταινιών. Τρομακτική, ε;

Μόνο η ευστροφία και το αίσθημα αυτοσυντήρησης σώζουν τον Μπίλμπο και βάζουν τις βάσεις για όλη την μετέπειτα εξέλιξη. Δραπετεύει από τις στοές των Τελώνιων, ξεφεύγει από τους Λύκους και τα φλεγόμενα δέντρα και παίρνει μαζί με τους συντρόφους του το παράξενο μονοπάτι στο Δάσος της Σκοτεινιάς. Για να συναντήσει ποιους; Τους απογόνους της Ουγκόλιαντ!

Που έχουν καταλάβει ένα κομμάτι του άλλοτε καταπράσινου δάσους, έχουν καλύψει όλα τα δέντρα με πυκνούς κολλώδεις ιστούς, έχουν τυλίξει και κρεμάσει τους Νάνους, ετοιμάζοντας το επόμενο μεζεδάκι τους. Οι τεράστιες αράχνες μιλάνε και γελάνε μεταξύ τους και κάθε τους κίνηση κάνει τους ιστούς να σείονται επικίνδυνα. Αφού ξεπερνά τον αρχικό του τρόμο και πανικό, ο Μπίλμπο, με όπλα το Δαχτυλιδι και το Κεντρί, σώζει τους Νάνους. Μετά από αυτό,τα μπουντρούμια των Ξωτικών μοιάζουν αστεία, ακόμα κι ο τρομερός Σμάουγκ υποκύπτει στη εφευρετικότητα του ατρόμητου Χόμπιτ.

Ξέρετε, καμιά φορά με ρωτάνε γονείς, σε τί ηλικία να διαβάσει το παιδί τους το Χόμπιτ. Μα, στην ηλικία που θα του δώσουν να διαβάσει τα αυθεντικά κείμενα των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ. Η φρίκη και ο τρόμος δεν είναι ηπιότερα, αν και γραμμένα λιγότερα ωμά. Σίγουρα μπορούν να τους διηγούνται την υπέροχη, παραμυθένια πλευρά της ιστορίας από πολύ μικρά, αλλά το πλήρες κείμενο, είναι αρκετά τρομακτικό.

Κι ερχόμαστε στο magnum opus του Τόλκιν, τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών»

Το βιβλίο που ξεκίνησε σαν συνέχεια του «παιδικού» Χόμπιτ, πολύ γρήγορα γίνεται σκοτεινό και επικίνδυνο. Τί να πρωτοαναφέρουμε; Οι στιγμές είναι πάρα πολλές και διαφορετικές. Από τις πρώτες κραυγές των Μαύρων Καβαλλάρηδων στα ήρεμα δάση και τα λιβάδια του Σάιρ, που κόβουν τα πόδια των Χόμπιτ από τον φόβο, μέχρι τα σκοτάδια της Μόρια και τον Αρχαίο Τρόμο που ξέθαψαν οι Νάνοι. Από τα χλωμά μάτια των πτωμάτων που βουλιάζουν στους Νεκρούς Βάλτους μέχρι την ακατανίκητη έλξη που ασκεί στον Φρόντο η στοιχειωμένη Μίνας Μόργκουλ. Από την εκδίκηση των μαυρόκαρδων Χούορν μέχρι τη φρίκη των κομμένων κεφαλιών που εκφενδονίζονται στη πολιορκιμένη Λευκή Πόλη.

Θα αναφερθώ εν συντομία σε τρία σημεία που, σε μένα τουλάχιστον, έφεραν  τη μεγαλύτερη ανατριχίλα.   

Θα ξεκινήσω με την αιχμαλωσία των Χόμπιτ από τους βρυκόλακες των Θολωτών Τάφων. Κλασσικό σκηνικό τρόμου. Τέσσερα ανέμελα Χόμπιτ, καθησυχασμένα από την διαμονή τους στο σπίτι του Μπόμπαντιλ, κάθονται για ένα χαλαρό γεύμα στη λιακάδα. Τους πιάνει λήθαργος κι ο Φρόντο ξυπνάει στο απόκοσμο φως και την παγωνιά μιας κρύπτης. Δίπλα του είναι ξαπλωμένοι οι σύντροφοί του, ντυμένοι και στολισμένοι βασιλικά αλλά με ένα μακρύ ξίφος πάνω από το λαιμό τους, έτοιμο να τους αποκεφαλίσει. Ξάφνου, ψίθυροι ακούγονται, που γρήγορα γίνονται μια βραχνή, σκοτεινή επίκληση.

Cold be hand and heart and bone,and cold be sleep under stone:never more to wake on stony bed,never, till the Sun fails and the Moon is dead.In the black wind the stars shall die,and still on gold here let them lie,till the dark lord lifts his handover dead sea and withered land.

 Όταν εμφανίζεται το οστέινο χέρι του βρυκόλακα και πάει να πιάσει το κοφτερό σπαθί, η φρίκη του Φρόντο ξεχειλίζει και μια σπίθα απελπισίας και θάρρους τον κάνει να επικαλεστεί τη βοήθεια του Τομ. Η είσοδος του τύμβου γκρεμίζεται και η ζοφερή ατμόσφαιρα διαλύεται στο λαμπερό φως της μέρας. Τα κατατρομαγμένα Χόμπιτ χρειάζονται διπλό γεύμα για να συνέλθουν και να συνεχίσουν τον δρόμο τους, έχοντας ως λάφυρα τα εγχειρίδια της Δύσης, που θα τους φανούν πολύ χρήσιμα στη συνέχεια.

Δεύτερο φοβερό σημείο, το Άντρο της Σέλομπ. Και μόνο το όνομα Κίριθ Ούνγκολ αρκούσε για να ταράξει τους πιο γενναίους. Ο Φάραμιρ αντέδρασε πολύ αρνητικά στο άκουσμα του. Εκεί υπήρχε ένας ανώνυμος τρόμος. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει. Τα Χόμπιτ όμως ήταν αποφασισμένα να βρουν δίοδο προς την Μόρντορ. Δεν τα σταμάτησε ούτε το πυκνό σκοτάδι, ούτε η απίστευτη δυσωδία που έβγαινε από τη σπηλιά.

«Πέρνοντας μια βαθιά ανάσα μπήκαν μέσα. Ύστερα από λίγα βήματα βρέθηκαν σε απόλυτο και αδιαπέραστο σκοτάδι. Είχαν να δουν τέτοιο σκοτάδι από τις ανήλιαγες στοές της Μόρια και, αν ήταν δυνατόν, εδώ το σκοτάδι ήταν βαθύτερο και πυκνότερο. Εκεί υπήρχαν ρεύματα αέρα και αντήχηση και αίσθηση χώρου. Εδώ ο αέρας ήταν ακίνητος, σαν τέλμα, βαρύς, και κάθε ήχος ξεψυχούσε πριν καλά καλά ακουστεί. Βάδιζαν λες και βρίσκονταν σ’ ένα μαύρο σύννεφο, γεννημένο απ’ το ίδιο το σκοτάδι που, όπως το ανέπνεαν, τους θόλωνε όχι μόνο τα μάτια αλλά και το μυαλό, έτσι που ακόμα και η ανάμνηση των χρωμάτων και των σχημάτων να έχει σβηστεί από τη σκέψη τους. Η νύχτα υπήρχε πάντα και θα υπήρχε πάντα και νύχτα ήταν τα πάντα.»

Δεν φαντάζονταν ότι μέσα καραδοκούσε ένας από τους τελευταίους απογόνους της φοβερής Ungoliant. Η Shelob, πελώρια, τερατώδης, σιχαμερή, αρχαία, ήταν εκεί πριν από τον Σάουρον και πριν μπει η πρώτη πέτρα στα θεμέλια του Μπάραντ-ντουρ. Αυτόνομη, έπινε το αίμα όλων των πλασμάτων και κανείς δεν τολμούσε να την ενοχλήσει. Είχε πλέξει τους ιστούς της και τώρα περίμενε υπομονετικά το ζουμερό γεύμα που της είχε υποσχεθεί ο προδότης Γκόλουμ. Τα αόρατα εμπόδια κατηύθηναν τα πανικόβλητα θύματα της εκεί που τα ήθελε και σε λίγο θα δοκίμαζαν το κεντρί της.

Δεν είχε όμως υπολογίσει σε ένα άλλο «Κεντρί» και στο ουράνιο φως που η Κυρά του Λόριεν είχε κλείσει στο Αστρογυάλι που χάρισε στον Φρόντο, για να είναι «ένα φως, όταν όλα τα άλλα φώτα σβήσουν». Η φρίκη της όψης της Shelob τον έσπρωξε να κόψει τους ιστούς και να βγεί από τη σπηλιά. Δεν γλύτωσε όμως το δάγκωμα της και ναρκωμένος αιχμαλωτίστηκε από τους Ορκ. Αλλά ο Σαμ, με τη δύναμη που του έδωσε η ανεξέλεγκτη οργή για το χαμό του Αφέντη του, πλήγωσε βαριά την τερατώδη αράχνη και την ανάγκασε να χαθεί στη σπηλιά της.    

«Θυμίσου τα Μονοπάτια των Νεκρών!» Οι γιοι του Έλροντ, που ήρθαν από τον Βορρά με τον Γκρίζο Λόχο, έφεραν στον Άραγκορν την προειδοποίηση του πατέρα τους για τον πειρατικό στόλο που είχε επιτεθεί στα παράλια της Γκόντορ και ετοιμαζόταν να χτυπήσει την Μίνας Τίριθ μέσω του ποταμού Άντουιν. Μόνος τρόπος να προλάβει το κακό ήταν να τολμήσει να περάσει από τα Μονοπάτια των Νεκρών και ως απόγονος και κληρονόμος του Ισίλντουρ, που τους είχε καταραστεί να μην ησυχάσουν οι ψυχές τους, να καλέσει τον στρατό των Ίσκιων σε βοήθεια.

Τόσος ήταν ο τρόμος που αναδύονταν από την Μαύρη Πόρτα, που μόνο η δύναμη της θέλησης του Άραγκορν έκανε τους υπόλοιπους Ντούνενταϊν να προχωρήσουν. Τα Ξωτικά δεν φοβούνταν τους Νεκρούς. Μόνος και τελευταίος ο Γκίμλι, ο ατρόμητος Νάνος δεν μπορούσε να κουνηθεί.

“.. Τα γόνατα του έτρεμαν και τα έβαλε με τον εαυτό του: “Αυτό δεν έχει ξανακουστεί! Ένα Ξωτικό να μπαίνει μέσα στη γη, κι ένας Νάνος να μην τολμάει!”. Μ’ αυτά τα λόγια μπήκε ορμητικά. Του φαίνονταν όμως πως τα πόδια του ήταν από μολύβι κι αμέσως τον κυρίευσε το σκοτάδι..

“..Από την ώρα που ακολούθησε, μία ή πολλές, ο Γκίμλι θυμόταν ελάχιστα. Οι άλλοι άνοιξαν το βήμα τους, αυτός όμως ήταν πάντα τελευταίος και τον καταδίωκε ένας απτός τρόμος, που του φαινόταν λες και ετοιμαζόταν να τον αρπάξει. Και τον ακολουθούσε μια οχλοβοή σαν φανταστικό θόρυβο από πολλά πόδια. Προχωρούσε σκοντάφτοντας, ώσπου βρέθηκε να σέρνεται σαν το ζώο καταγής και ένοιωσε ότι δεν άντεχε άλλο..”

Το πέρασμα τελείωσε και μια δίοδος στο βράχο τους έφερε πάνω από μια πλαγιά που οδηγούσε στους πρόποδες και τη θάλασσα.

«Οι Νεκροί ακολουθούν, είπε ο Λέγκολας. Βλέπω μορφές Ανθρώπων και αλόγων και χλωμές σημαίες σαν συννεφοκούρελα και κοντάρια σαν χειμωνιάτικα σύδεντρα καταχνιασμένης νύχτας. Οι Νεκροί ακολουθούν

Ο στρατός των Ίσκιων ακολούθησε τον Άραγκορν μέχρι την λόφο του Έρεχ  «και ο τρόμος τους πλανιώταν για χρόνια αμέτρητα πάνω σ’ αυτόν τον λόφο και στ’ άδεια χωράφια γύρω του». Οι επίορκοι υποσχέθηκαν να πολεμήσουν ενάντια στο Σκοτάδι, ώστε ο Βασιλιάς να τους ελευθερώσει από το μαρτύριο τους.

Ο τρόμος δεν τελειώνει εδώ, τα περιστατικά είναι πάμπολλα. Όμως εμείς θα αρκεστούμε σε αυτά. Και θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε το νόημα αυτών των σκηνών και το τί προσφέρουν στο σύνολο του έργου. Δεν επιρεάζει όλους το ίδιο ένα ανάγνωσμα. Ο καθένας μας βιώνει αυτά που διαβάζει διαφορετικά, βάσει των δικών του εμπειριών και συναισθημάτων. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί, ότι ο φόβος, η απελπισία, ο πανικός και ο τρόμος είναι στοιχεία αναπόσπαστα από το έργο του Τόλκιν. 

Καίτη Καραγεώργη aka circi

  Πηγές: “Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών – Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού”, εκδόσεις Κέδρος – “Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών – Οι Δύο Πύργοι”, εκδόσεις Κέδρος – “Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών – Η Επιστροφή του Βασιλιά”, κδόσεις Κέδρος – “Χόμπιτ”, εκδόσεις Κέδρος – “Σιλμαρίλλιον – Κουέντα Σιλμαρίλλιον”, εκδόσεις Αίολος – “Σιλμαρίλλιον – Μπέρεν και Λούθιεν”, εκδόσεις Αίολος.

   Εικόνες •Ted Nasmith, John Howe, Rob Alexander, Alex Ortiz, Palantir 6, Sheppi.