Η περίοδος του Μεσαίωνα έχει παίξει μεγάλο ρόλο στη λογοτεχνία του φανταστικού, με κυριότερο στοιχείο τον ηρωισμό και τις αξίες των ιπποτών. Πόσα ξέρουμε, όμως, για τα πραγματικά δεδομένα της ιπποσύνης; Ένα παλαιότερο άρθρο σε τρία μέρη από τον αγαπητό μας Bedevere – Γιώργο Σχοινά, μελετητή του μεσαιωνικού ιπποτισμού, εραλδικού ερευνητή και συγγραφέα, ειδικού σε θέματα οικοσημολογίας.
Iστορικό προφίλ του Μεσαίωνα
‘Ο,τι ονομάζουμε “Μεσαίωνα”, αποτελεί μία περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας, στην οποία αναφερόμαστε με ανάμεικτα συναισθήματα, αναλόγως με τον τρόπο προσέγγισης μας και του θέματος που σκοπεύουμε να θίξουμε. Στην πραγματικότητα, ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας αποτελεί μία περίοδο περίπου 1.000 ετών στη διαδρομή των λαών της, όπου χαρακτηρίζεται, όπως είναι λογικό, στο πέρασμα της από ποικιλόμορφες εξελίξεις σε τεχνολογικό και πολιτισμικό επίπεδο.
Οι όροι όπως “Μεσαίωνας” ή “Αναγέννηση”, αποτελούν λέξεις που χρησιμοποιούν για πρακτικούς λόγους οι ιστορικοί, με σκοπό να καθορίσουν μία ιστορική περίοδο, σε σχέση με το αντικείμενο μελέτης τους, καθώς δεν θα μπορούσαμε να πούμε π.χ. ότι εχθές είχαμε “Αρχαιότητα” ενώ αύριο “Μεσαίωνα”. ‘Αρα έχουμε “αναγέννηση” στην τέχνη, “αναγέννηση” στην τεχνολογία, “αναγέννηση” στην οικονομία και ούτω καθεξής, που τοποθετούνται ίσως χρονολογικά ανεξαρτήτως η μία με την άλλη. Άρα, κατά μία άποψη, ναι μεν η μεσαιωνική περίοδος για τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό αναγνωρίζεται από κάποια ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ωστόσο, κατά τη διαδρομή αυτών των χιλίων περίπου ετών, είναι τόσες οι εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα σε όλα τα επίπεδα, που ο χαρακτηρισμός “Μεσαίωνας”, δηλαδή “οι αιώνες που βρίσκονται στη μέση” (δηλαδή ανάμεσα στην Αρχαιότητα και στην Αναγέννηση) είναι ένας, μάλλον, όρος περισσότερο ευρύς παρά χαρακτηριστικός.
Έχουμε συνηθίσει να συγχέουμε το Μεσαίωνα με τον όρο “σκοταδισμός”, ο οποίος μπορεί μεν να ανταποκρίνεται σε μία πλευρά της πραγματικότητας, όμως είναι ιδιαίτερα απλοϊκός για να μπορεί να στέκει αξιολογικά σαν ολοκληρωμένη άποψη για μία τόσο μακρά περίοδο. Η σύγχυση μάλλον ξεκινάει με τη χρήση του αγγλικού όρου “Dark Ages” (Σκοτεινή Εποχή) από τους ιστορικούς, ο οποίος όμως αναφέρεται στην περίοδο της δυτικοευρωπαϊκής ιστορίας πριν από το 500 μ.Χ. Περίπου, δηλαδή την προ-μεσαιωνική ιστορία της Ευρώπης, ή πρώιμη μεσαιωνική. Επίσης ο όρος αυτός δεν αναφέρεται σε κάποιο “σκοταδισμό”, αλλά μάλλον στα ελλιπή ιστορικά στοιχεία που έχουμε για αυτή την περίοδο από γραπτά κείμενα ή αρχαιολογικά ευρήματα, για να μπορέσουμε να βγάλουμε σαφή συμπεράσματα μέσω της επιστημονικής μεθοδολογίας.
Εάν θα θέλαμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα εθνολογικά, οι σημερινοί κάτοικοι της δυτικής Ευρώπης, είναι απόγονοι μιας ανάμιξης φυλών που, κατά κανόνα, άρχισαν να εγκαθίστανται στο γεωγραφικό αυτό χώρο κατά τους πρώιμους μεσαιωνικούς χρόνους (400-500 μ.Χ. περίπου), με εξαίρεση ίσως τα λεγόμενα “κέλτικα φύλα” που ήταν παλαιότερα. Ουσιαστικά δηλαδή, ο Μεσαίωνας αποτελεί την “αρχαιότητα” της Δύσης. Μία ιστορική περίοδος σταδιακής εξέλιξης.
Για να ασχοληθούμε με ένα από τα σημαντικότερα φαινόμενα που εμφανίστηκαν την εποχή εκείνη, αυτό της ιπποσύνης (που ως θεσμός από μόνος του είναι πολυεπίπεδος), θα πρέπει πρώτα να έχουμε μία κάποια εικόνα των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών συνθηκών της εποχής. ‘Οταν λέμε, πως η μεσαιωνική κοινωνία ήταν θεοκρατική, χονδρικά εννοούμε πως το κυρίαρχο πολιτισμικό στοιχείο ήταν το θρησκευτικό, το οποίο αναλόγως επηρέαζε σε ένα μεγάλο βαθμό (αλλά όχι αποκλειστικά) την εξέλιξη και των διαφόρων επιστημών και τεχνών. Τι είναι όμως επιστήμη και τέχνη ? Οι μεσαιωνικοί είχαν διαφορετική αντίληψη για αυτούς τους όρους από ότι εμείς σήμερα. Τουλάχιστον για κάποια περίοδο του Μεσαίωνα, αυτό που σήμερα ονομάζουμε “τεχνική” ήταν συνυφασμένο με την τέχνη. Ο μαραγκός, ο υποδηματοποιός και ο ζωγράφος ή ο ποιητής ήταν τεχνητές, εξυπηρετούσαν δηλαδή κάποιο σκοπό.
Οι εικαστικές τέχνες, καθώς και η μουσική, κατά κανόνα, είχαν είτε διδακτικό-θρησκευτικό χαρακτήρα, είτε την έννοια του ότι, μέσω του κάλλους των αναλογιών ή κάποιων άλλων χαρακτηριστικών, έπρεπε να εξυψώνουν το ανθρώπινο πνεύμα προς το Ανώτερο (σε αντίθεση, κατά την Αναγέννηση όπου και επικράτησε η ιδέα “η τέχνη για τον άνθρωπο”, για να καταλήξει και αυτοσκοπός, ιδίως μετά τον Ραφαήλ). Για παράδειγμα ο Ιωάννης Σκώτος ο Εριγένης αναφέρει πως “νομίζω ότι δεν υπάρχει τίποτε ορατό και υλικό που να μη σημαίνει κάτι άυλο και πνευματικό” (De divisione naturae), ενώ ο Ούγος του Σαν Βιτόρε: “όλα τα ορατά αντικείμενα μας προτείνονται επειδή σημαίνουν και δηλώνουν αόρατα πράγματα, για να μας διδάξουν μέσω της όρασης με τρόπο συμβολικό δηλαδή απεικονιστικό… Καθώς και η ομορφιά των ορατών πραγμάτων συνίσταται στη μορφή τους… η ορατή ομορφιά είναι εικόνα της αόρατης”(In Hierachiam coelestem exposito). Με αυτό το πνεύμα, στην αρχαία Ελλάδα, ο κόσμος μαζευόταν γύρω από τον ραψωδό, για να ακούσουν τα διδακτικά κατορθώματα των ηρώων π.χ. της Ιλιάδας. Οι μεσαιωνικοί τροβαδούροι εξυπηρετούσαν ακριβώς τον ίδιο σκοπό με τις αφηγήσεις τους. Στην παραπάνω αντίληψη θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε τόσο κάποια θετικά όσο και κάποια αρνητικά σημεία, αναλόγως με τον τρόπο με τον οποίο εκφράστηκε.
Ο μεσαιωνικός άνθρωπος, σε αντίθεση με τον σύγχρονο, ήταν προσκολλημένος στην παράδοση και ήταν επιφυλακτικός ως προς την όποια καινοτομία. Κάθε καινούργια ιδέα στήριζε την επιχειρηματολογία της στις αυθεντίες του παρελθόντος για να μπορέσει να σταθεί με αξιώσεις στην αντίληψη του κόσμου και να μπορέσει να επιχειρηματολογήσει μέσα στο αυστηρά δογματικό πλαίσιο που έθεσε η Καθολική Εκκλησία. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν γινόντουσαν καινοτομίες. Αυτή η αντίληψη των μεσαιωνικών μας ξενίζει σήμερα, αλλά χρειάζεται να κατανοήσουμε κάθε θεσμό μέσα στο ιστορικό του πλαίσιο, όχι να το κρίνουμε με σύγχρονα και μόνο κριτήρια. Σαν παράδειγμα θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στο καλλιτεχνικό ρεύμα των Γολλιάρδων, το οποίο αναπτύχθηκε κατά τον 12ο αιώνα, ωθούμενο τρόπον τινά, από την εμφάνιση μεγαλύτερων αστικών κέντρων. Μία καινούργια “κάστα” αναπτύχθηκε μαζί με τις μεγάλες πόλεις της εποχής (που έφταναν περίπου τον αριθμό 100 χιλιάδων κατοίκων), αυτή των διανοούμενων. Οι Γολλιάρδοι, κυρίως ως περιπλανώμενοι μουσικοί και ποιητές (με διαφορετικό τρόπο από τους τροβαδούρους) εκφράστηκαν μέσω έργων σατιρικού περιεχομένου. Σάτιρα πολιτική και θρησκευτική, απροκάλυπτος ερωτισμός, τραγούδια για το πιοτό, παράπονα για τις δυσκολίες της ζωής ενός φτωχού κληρικού, αποθέωση της ηδονής, κριτική της Χριστιανικής ηθικής. Το ζήτημα των Γολλιάρδων αποτελεί ένα μεγάλο θέμα, διαφορετικό από αυτό που έχουμε τώρα. Το παράδειγμα αυτό σκοπό έχει να μας δείξει το πως η διαφορετικότητα και καινοτομία, με διάφορες εκφράσεις, είχε τη δική της θέση στη μεσαιωνική κοινωνία, αναλόγως με την περίοδο και την προέλευση. Θα δούμε παρακάτω το πως η ιπποσύνη υπήρξε το κύριο πολιτισμικό χαρακτηριστικό της εποχής που ήρθε σε σύγκρουση με την οπισθοδρομικότητα της, βασιζόμενη ωστόσο στα πολιτισμικά αρχέτυπα.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, σε μία οργανωμένη ανθρώπινη κοινωνία υπάρχει κάποια τυπική η άτυπη ιεράρχηση, βάσει της οποίας καθορίζονται οι λεγόμενες κοινωνικές τάξεις ή ομάδες και λειτουργεί η πολιτεία. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, δεδομένου ότι η οικονομία στηριζόταν κατά κανόνα στην αγροκαλλιέργεια και κτηνοτροφία, η κοινωνία ήταν φεουδαρχική. Με απλά λόγια αυτό σημαίνει πως η εξουσία άνηκε σε αυτούς που κατείχαν το μεγαλύτερο κομμάτι γης. Με αυτή τη λογική λοιπόν είχε αναπτυχθεί η αριστοκρατία της εποχής, καθώς και οι τίτλοι ευγενείας ανάλογα, από τους οποίους άλλοι ήταν κληρονομικοί, ενώ άλλοι όχι. Είναι λογικό λοιπόν ο τίτλος που συνοδεύει κάποιον, καθώς και ο αριθμός των ατόμων που έχει υπό τις διαταγές του, να βρίσκεται σε αναλογία με τη γη που του ανήκει- καθώς και με την εξουσία που δύναται να ασκεί. Η έννοια λοιπόν του Κράτους τότε είχε μία διαφορετική σημασία, αφού ο Άρχών ενός κράτους (Βασιλιάς ή Αυτοκράτορας), δεν ήταν παρά ένας “μεγάλος γαιοκτήμονας”. Επίσης στον Μεσαίωνα δεν υπήρχε εθνικός στρατός με την έννοια που το εννοούμε στη σύγχρονη εποχή. Σε περίπτωση πολέμου, ο βασιλιάς ή ο όποιος άλλος Άρχων, καλούσε τους Δούκες του, αυτοί επίσης αναλόγως τους αμέσως κατώτερους τους και ούτω καθεξής, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό ενός στρατεύματος. Αυτός είναι και ο λόγος της αναγκαιότητας της ανάπτυξης της τέχνης της οικοσημολογίας, ένα μεγάλο θέμα που δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ.
Πολλοί σπουδαίοι λόγιοι της εποχής ασχολήθηκαν με το ζήτημα των τάξεων και της δομής της κοινωνίας και ανέπτυξαν τις πολιτικές τους ιδέες, μέσα στα πολιτισμικά πλαίσια του μεσαιωνικού κόσμου, παρουσιάζοντας μεγαλύτερες ή μικρότερες αποκλίσεις. Εαν δίναμε μια συνοπτική εικόνα της κοινωνικής ιεράρχησης της εποχής βάσει των συγκλινόντων και κυρίαρχων απόψεων της φεουδαρχικής λογικής τον πρώτων μεσαιωνικών χρόνων (10ος με 12ος αιώνας), θα λέγαμε πως η κοινωνία αποτελείται από: A. Αυτούς που προσεύχονται (κλήρος)
Β. Αυτούς που μάχονται (ιπποσύνη και ευγενείς, και
Γ. Αυτούς που εργάζονται (λοιποί αξιωματούχοι, τεχνίτες και αγρότες)
Βάσει μία τέτοιας ιεράρχησης, που μας δίδεται σαφώς μέσα από το έργο “Gesta Episcoporum Came Racensium” (1041 με 1043 μ.Χ.) του Γεράρδου Καμπραί (Gerard Cambrai), παίρνουμε μία πρώτη ιδέα για το πώς η Ιπποσύνη απολάμβανε ιδιαίτερης τιμής, ακόμη και σε σχέση με τους τίτλους κληρονομικής διαδοχής που όριζαν την αριστοκρατία, (φαινόμενο που θα σχηματοποιηθεί καλύτερα παρακάτω). Ο ιπποτικός τίτλος δεν ήταν κληρονομικός και εαν αναφερθούμε στη Βρετανία το πρόθεμα “sir”, που χαρακτηρίζει τον ιππότη, δεν έμπαινε στο επώνυμό, όπως συμβαίνει σε άλλους τίτλους ευγενείας, αλλά στο χριστιανικό όνομα (π.χ. λέμε Sir Arthur Conan Doyle, αλλά Alfred, Lord Tennyson).
Με την εμφάνιση και ανάπτυξη του θεσμού της ιπποσύνης, όλοι αυτοί οι ισχυροί γαιοκτήμονες-βαρόνοι διατηρούσαν και κάποιο στρατό, που σε περίπτωση πολέμου ακολουθούσε τον βαρόνο του, που ακολουθούσε τον βασιλιά. Όμως στην μάχη οι περισσότεροι τιτλούχοι (ανώτεροι ή κατώτεροι) είχαν και αγρότες-ακολούθους, λιγότερους ή περισσότερους ανάλογα με το αξίωμα και χρήματα τους. Οι ιππότες ήταν, τουλάχιστον αρχικά, αυτοί οι ειδικά εκπαιδευμένοι άνδρες, που τους είχε ανατεθεί το καθήκον της υπεράσπισης του ηγεμόνα, της γης του,της εκκλησίας, του λαού, των αδυνάτων, των γυναικάων, των ηλικιωμένων, της τάξης και της δικαιοσύνης. Αυτά τα καθήκοντα ανατέθηκαν στην ιπποσύνη εξ αρχής και δεν αποτελούν εξειδανίκευση μεταγενέστερων χρόνων. Οι κατοπινοί συγγραφείς (αυτοί δηλαδή της Αναγεννήσεως), έκαναν δριμύτατη και συχνά στείρα κριτική στους θεσμούς του παρελθόντος, γεννώντας την αμφισβήτηση που, δυστυχώς, συμμερίστηκαν για πολλούς αιώνες οι μελετητές της ιστορίας.