Συνεχίζουμε την αναδημοσίευση παλαιότερων άρθρων από το fanzine μας “News from Bree”, με την πολύ ιδιαίτερη ιστορία του Eol και της Aredhel, από την πένα του φίλτατου Σταμάτη Ματσίνου aka Finrod Felagund.
Από τις ιστορίες του παλιού καιρού ξέρουμε πως, η Aredhel Ar-Feiniel, η Λευκή Κυρά των Noldor, ή Rodwen, Υψηλή Ευγενής Παρθένος, κόρη του Fingolfin, έμενε στο Nevrast στο Δυτικό Beleriand με τον αδερφό της, τον Turgon. Μετά την πρειδοποίηση του Ulmo, άρχοντα των υδάτων, στον Turgon, αναχώρησε για την Gondolin, όπου ζούσε με τον αδερφό της. Όπως όλοι οι Noldor, ήταν πανέμορφη και έλαμπε εσωτερικά με ένα Φως ασίγαστο, που θυμίζει εκείνο των Δύο Δέντρων, όταν η Ea ήταν νεαρή, όταν την φώτιζε μόνο το Αστρόφως και οι μέρες δεν μετρούνταν όπως οι σημερινές.
Στην Gondolin όμως το ελεύθερο πνεύμα της μαράζωνε και επιθυμούσε τις μεγάλες πεδιάδες και μέρη αλαργινά να ταξιδέψει. Δεν άντεχε να κρύβεται πίσω από την περιφρούρηση στο κλειστό οροπέδιο του Tumladen. Ήθελε να συναντήσει τους γιους του Feanor, που παλιά έμεναν μαζί στο Valinor. Ίσως να μην αναλογιζόταν πλήρως τους κινδύνους που παραμόνευαν, αυτήν, μία από τους πιο ευγενείς των Noldor. Το ανήγγειλε στον αδερφό της και εκείνος της επέτρεψε με κάποιες προειδοποιήσεις και με τη συνοδεία τριών Αρχόντων της πόλης να φύγει από το κρυφό Νότιο πέρασμα. Στα δάση του Nan Dungortheb χωρίστηκε από τους συνοδούς της και κατέληξε στο Himlad, όπου αναζήτησε τον Celegorm και τον Curufin, που όμως έλειπαν. Φιλοξενήθηκε εκεί από τους ανθρώπους τους και ήταν ευχαριστημένη με την άγρια φύση και τα δάση. Δεν επέστρεφαν όμως οι ξάδερφοί της και εκείνη συνέχισε το ταξίδι της νότια.
Βρέθηκε τότε να περιπλανιέται κάτω από τα πιο ψηλά από όλα τα δέντρα της Μέσης Γης. Στο Nan Elmoth, όπου από παλιά είχε περάσει η Melian, η Maia, και όπου οι ίσκιοι των φύλλων ήταν πυκνοί σαν τη νύχτα. Εκεί ζούσε ο Eol, ο Σκοτεινός, ο Sinda, από την φυλή των Teleri, που δεν του έμελλε να δει το Φως των Δύο Δέντρων, και παρέμεινε στο Beleriand. Ήταν ψηλός και κάτασπρος στην όψη, το βλέμμα του διεισδυτικό και τρομακτικό, τα μάτια του διαπερνούσαν τις πιο βαθιές σκιές και σκοτάδια. Το πρόσωπό του δεν ήταν ευχάριστο στην όψη, όχι άσχημο, αλλά ενοχλητικά βλοσυρό. Οι τρόποι του ήταν εξευγενισμένοι και με χάρη, αλλά με ένα ελλοχεύοντα υπολογισμό.
Πιθανώς οι συνήθειές του να αποφεύγει το Φως της μέρας και του Ήλιου, να ευχαριστιέται μόνο τη σκιά και το φως των άστρων και η πολύωρη απασχόλησή του στην κλεισούρα του μεταλλουργείου με τους ρύπους του να έπαιξε κάποιο ρόλο στο παρουσιαστικό του. Είχε ζήσει ένα διάστημα στην αυλή του Elwe Singollo (Elu Thingol), όπου δεν ένιωθε άνετα στη συντροφιά των Calaquendi, και έφυγε αφήνοντας ως ευχαριστία τον Anglachel, το σπαθί του Beleg και αργότερα του Turin. Μόνος, απομονωμένος με τους σιωπηλούς υπηρέτες του, ο Eol ήταν εξαιρετικός στη μεταλλουργία, στη χύτευση και την επεξεργασία πολλών μετάλλων, τέχνη που έμαθε από τις σχέσεις του με τους Νάνους, με τους οποίους είχε τις στενότερες σχέσεις παρά με Ανθρώπους ή Eldar. Έβρισκε τους Noldor απεχθείς και σφετεριστές του Beleriand, υπεύθυνους δε για τον ερχομό του Morgoth και όλων των κακών, που βρήκαν τα Ξωτικά, που παρέμειναν στη Μέση Γη. Όταν συνδιαλεγόταν με άλλους και ταξίδευε, φορούσε την μέλαινα πανοπλία του από galvorn, κράμα μετάλλων, που είχε δημιουργήσει ο ίδιος. Η χροιά και το στραφτάλισμα της πανοπλίας προσέθετε στην όλη εικόνα του επιπλέον επιβλητικότητα. Ο όρος Dark Elf απαντάται σε ορισμένα γράμματα του JRR Tolkien ως Darkened Elf και υποδηλώνει Elves, που συνελήφθησαν από τον Morgoth και διεφθάρησαν. Αυτό ίσως εξηγεί κάποιες από τις ιδιότητες του Eol. Απλά βοηθά να το έχουμε υπόψη μας.
Όταν αντίκρισε την Aredhel στην περιοχή του, την επιθύμησε, όχι με μια αγάπη και έναν έρωτα δοτικό και ακατέργαστο, αλλά με μια μανία να την κυριεύσει και να τη γραπώσει. Μια αγάπη με γαμψά νύχια. Ήταν το πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό του Eol σαν ψυχοσύνθεση. Είχε ως βλέψη πάντα την επικυριαρχία στα δικά του πράγματα. Δεν έδινε ευκαιρίες στους απέναντί του να διεκδικήσουν ένα κοινό πεδίο, που εμπεριείχε τις δικές του επιδιώξεις. Με γητείες και ξόρκια (enchantments) έκανε τα μονοπάτια του σκιερού Δάσους να φαίνονται απροσπέλαστα και οδήγησε την Ar Feiniel, τη μοναδική ηλιαχτίδα μέσα στα ανήλιαγα λημέρια του, στα βάθη του Δρυμού του Nan Elmoth. Της φανερώθηκε εκεί, την υποδέχθηκε και την έβαλε μέσα στον οίκο του. Και ΕΚΕΙ παρέμεινε. Διότι την έκανε γυναίκα του και την νυμφεύθηκε. Πολύ καιρό έκανε κάποιος από τους συγγενείς και το λαό της να ξανακούσει νέα της.
Λέγεται πως δεν ήταν δυσαρεστημένη, καθώς παρά τους περιορισμούς του Eol να μην βγαίνουν στο φως και να το αποφεύγουν, περιπλανιούνταν κάτω από τα άστρα και το μισοφέγγαρο. Της επέβαλλε ακόμα να μη μιλάει Quenya (High), αλλά μόνο SIndarin, και να μην αναζητήσει ΠΟΤΕ τους γιους του Feanor ή άλλους της γενιάς της, των Noldor. Της επέβαλε το δικό του τρόπο ζωής. Ήθελε να υποτάξει το πνεύμα της. Αυτός ήταν ο τρόπος του. Παρ’ όλους τους περιορισμούς, η Aredhel συμβιβάστηκε και πέρασαν μαζί αρκετά χρόνια χωρίς λύπες.
Μάλιστα του χάρισε ένα γιο, που στην (απαγορευμένη) Quenya τον βάπτισε Lomion (Παιδί του Λυκόφωτος). Εκείνος τον είπε Maeglin (Κοφτερή Ματιά), γιατί τα μάτια του ήταν ισχυρότερα από του πατέρα του και μπορούσε να δει με τη σκέψη του τις καρδιές των άλλων. Ο Maeglin αγαπούσε περισσότερο τη μητέρα του. Ήταν όμως στη σκέψη και τη συμπεριφορά γιος του πατέρα του. Σε εκείνη πρόστρεχε, όταν έλειπε ο Eol, και άφηνε να του διηγείται ιστορίες από το Eldamar, το Helcaraxe, τον Turgon. Μια σχέση στοργής που δεν μπορούσε να έχει με τον πατέρα του, η Aredhel είχε με το γιο της.
Από αυτές τις ιστορίες και το ξύπνημα των αναμνήσεων, η Aredhel πεθύμησε το λαό της, το καταπράσινο Tumladen, το φως του Ήλιου. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν ήταν μόνη της, με το γιο και τον άνδρα της να λείπουν. Μετά από κάποια χρόνια, και ενώ ο Maeglin διψούσε να δει τον τόπο που διέμενε και βασίλευε ο Turgon, εκμεταλλεύτηκαν την επίσκεψη του Eol στους Νάνους των Ered Lindon, το μεσοκαλόκαιρο, και εγκατέλειψαν το Nan Elmoth για την Gondolin. O Eol τους αναζήτησε και τους γύρεψε στον Celegorm και τον Curufin, με τους οποίους δε διατηρούσε καθόλου καλές σχέσεις. Τον απέπεμψαν λέγοντας πως δεν τρέφουν καμία συμπάθεια σ’ αυτούς που κλέβουν τις γυναίκες του λαού τους.
Τελικά αναχωρεί εκστομίζοντας πικρόχολα σχόλια και κατευθύνεται προς την Gondolin, όπου καταφέρνει να περάσει από τους πρώτους φρουρούς κρυφά, ενώ μετά συλλαμβάνεται και οδηγείται μπροστά στον Turgon. Ο τελευταίος έχει ήδη υποδεχθεί με μεγάλη χαρά την αδερφή του, που είχε για χαμένη, και το γιο της. Ο Eol πάντα εκδικητικός προσπάθησε να επιβάλλει τη θέλησή του και στον Turgon. Ζήτησε τη γυναίκα και τον γιο του, σαν να του ανήκε η σάρκα και το πνεύμα τους. Μίλησαν έντονα, κράτησε ο ένας τον άλλο στο βλέμμα του. Ξεστόμισαν προσβολές. Ειδικά ο Eol. Στο τέλος πρόσταξε τη γυναίκα και το γιο του να τον ακολουθήσουν ως κτήματά του. Δεν πήρε απάντηση από το γιο του, τον οποίο και καταράστηκε. Η δραματική κορύφωση έρχεται με τον Eol να ρίχνει ένα δηλητηριώδες ακόντιο στον Turgon, ξεφωνίζοντας πως ο γιος και η γυναίκα του του ανήκουν, με μίσος και οργή για τους σφετεριστές, γι’ αυτόν, Noldor. Το ακόντιο πετυχαίνει την Aredhel, που πετάγεται στη μέση, και εκείνη πεθαίνει την ίδια νύχτα από το δηλητήριο. Πεθαίνει από τα χέρια του. Ο συζυγοκτόνος Eol καταδικάζεται από τον Turgon σε θάνατο. Τον ρίχνουν από το βράχο Caragdur. Καταριέται πάλι το γιο του να μην ευτυχήσει στην Gondolin και να έχει την ίδια κατάληξη με αυτόν.
Το μίσος και η απέχθεια, που είχε φωλιάσει στην καρδιά του Eol για τους Noldor, η αποστροφή του για το Φως δείχνουν τη θλίψη και το φόβο που ίσως έκρυβε μέσα του. Αδάμαστος και αυταρχικός, πράγμα που ίσως να γοήτευσε ή να έπεισε την Aredhel να τον παντρευτεί, γινόταν στυγνός και επέβαλε τον δικό του τρόπο στους γύρω του. Δεν είχε κατανόηση. Δεν επιθυμούσε ίσους, αλλά υποτελείς σε αυτόν. Η μυστική γνώση των Νάνων και οι δικές του ικανότητες που τον έκαναν άριστο μεταλλουργό δεν κατάφεραν να σφυρηλατήσουν παράλληλα την κακεντρέχεια, το φθόνο και την τερατώδη κτητικότητα μέσα του. Η Aredhel δε θα μπορούσε να ήταν ευτυχισμένη με αυτό το σύντροφο. Γεννημένη ελεύθερη στο Aman, μέσα στο φως, δε θα μπορούσε να ζήσει στην “σκοτιάν βαθείαν” και τον καταναγκασμό. Αγαπούσε την ανοιχτή θέα, το πράσινο, τα ζωντανά χρώματα, τον αέρα που φυσάει ασκλάβωτος. Ο Eol της έδωσε τη σκοτεινιά, που ίσως να υπήρχε μέσα του. Επιβλητικός, βλοσυρός, απόμακρος. Απότοκος του μίσους και του φθόνου ίσως για τη δόξα και τη λάμψη των Noldor. Φαντάζει ένας χαρακτήρας καταραμένος. Παραγκωνισμένος στο περιθώριο της κοινότητας των Elves από τον ιδιόρρυθμο εαυτό του.
Η εκδοχή που τον θέλει να έχει δραπετεύσει, ή καλύτερα, όπως με όλους τους δραπέτες της Angbad, να έχει αφεθεί να δραπετεύσει, δεν είναι τόσο απίθανη. Δε γνωρίζουμε και πολλά για το παρελθόν του. Η διαταραγμένη φυσιογνωμία του, η αποστροφή του Φωτός ως ένδειξη αποτροπιασμού ίσως γοητεύει το ρεύμα των νέων σήμερα για το απόκρυφο και το σκοτεινό. Φανερώνει συνάμα όμως και την ανίατη, αιμορραγούσα πληγή που κατορθώνει να ανοίξει ο Morgoth Bauglir, ο ΜΗ-δημιουργός, στις ψυχές των θυμάτων του. Όλοι οι κρατούμενοί του επιστρέφουν από την Angbad καταραμένοι, αλλαγμένοι, γεμάτοι ενοχές, πληγωμένοι εκεί που δεν παίρνει γιατρειά. Παραμορφωμένοι εσωτερικά, έχοντας βιώσει τη φρίκη των υπογείων του Utumno και των ονειρικών παραισθήσεων, στις οποίες έχουν υποβληθεί.
Η Aredhel συμβιβάστηκε και υποτάχθηκε στις επιταγές του. Αλλά όσο χρυσό και να είναι το κλουβί (Nan Elmoth, Gondolin) δε θα την κρατήσει. Για πόσο μπορεί να κρατήσει κανείς τον χείμαρρο, πόσο μπορεί κανείς να απαρνείται τη φύση του; Το φως της Gondolin, που στο απόγειό της θύμισε το Tirion εκεί στην Απώτατη Δύση;
από τον Finrod Felagund
Πηγές: “Silmarillion”, (of Maeglin), “HoME”, XI: War of the Jewels (Maeglin), Encyclopedia of Arda (www.glyphweb.com/arda/), Lord of the rings fanatics Library (http://www.lotrlibrary.com/), Ardapedia (http://ardapedia.herr-der-ringe-film.de/index.php/Hauptseite)