Συνεχίζουμε την παρουσίαση παλαιότερων άρθρων από το fanzine μας “News from Bree”, με μια εξαιρετική ανάλυση από την φίλη Βίκυ Βαρελά aka Lady Eowyn.
One Ring to rule them all, One Ring to find them,
One Ring to bring them all, and in the darkness bind them…
In the Land of Mordor where the Shadows lie…
Γράφοντας για το Ένα Δαχτυλίδι, ο καθηγητής Τόλκιν αγγίζει ένα θεμελιώδες αρχέτυπο στην καρδιά του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Ακόμα και ο αριθμός «Ένα» είναι στοιχειώδους σημασίας. Ένα σημαίνει μονάδα, ενότητα, ύπαρξη κάτω από μία αρχή. Σημαίνει όμως και το χάος, ιδιαίτερα από κοσμικής άποψης, καθώς τίποτα δεν μπορεί να σταθεί ενάντια στο Ένα, τίποτα να αντιταχθεί στη μανία του.
Μολονότι οι σύγχρονοι φανατικοί χριστιανοί δηλώνουν την απέχθεια τους για τη λογοτεχνία φαντασίας, κατά ειρωνεία, ο Τόλκιν ήταν χριστιανός και έφερε το βάρος μιας τεράστιας αντίθεσης, ανάμεσα στην πίστη και τη σπουδή του. Από την μία αποδεχόταν το χριστιανικό, καθολικό δόγμα, ενώ από την άλλη μελετούσε παγανιστικούς θρύλους και κατανοούσε τη σπουδαιότητα των παραμυθιών και των μύθων. Το έργο της ζωής του υπήρξε ουσιαστικά ένα: η συμφιλίωση του καθολικού και του παγανιστικού και η δημιουργία ενός προχριστιανικού έπους με χριστιανικά στοιχεία.
Ο Τόλκιν προσπάθησε κυρίως να δομήσει την ιστορία του εισάγοντας μια νέα μυθολογία, κυρίως επειδή τα μεσαιωνικά κείμενα δεν κατόρθωναν να περιγράψουν ικανοποιητικά τη φύση του Κακού. Οι μεσαιωνικοί μύθοι δεν επαρκούσαν: η κλασσική μεσαιωνική αντίληψη της αιώνιας μάχης μεταξύ μιας πάγια «καλής» και μιας πάγια «κακής» πλευράς δεν έπειθαν τον αναγνώστη του 20ου αιώνα, που σοκαρισμένος παρακολουθούσε δύο Παγκόσμιους Πολέμους, το ολοκαύτωμα των Γερμανών, τα γεγονότα της Ε.Σ.Σ.Δ. και δύο ατομικές βόμβες. Ο μεσαιωνικός κόσμος είχε τους καλούς και τους κακούς. Συνήθως θα υπήρχε ένα παντοδύναμο δαχτυλίδι το οποίο οι ήρωες έπρεπε να βρουν και να παραδώσουν στον καλό βασιλιά και να το προστατέψουν από τον κακό βασιλιά. Το σημαντικό είναι, ότι οι άνθρωποι της εποχής πίστευαν στο απόλυτο καλό και απόλυτο κακό, ότι δηλαδή κάποιος είναι καλός ή κακός από τη φύση του, ότι γεννιέται έτσι. Ο κακός βασιλιάς ήταν πάντα κακός, δεν έγινε κακός όταν έγινε βασιλιάς. Αυτό είναι το θεμελιώδες λάθος των μεσαιωνικών θρύλων όσον αφορά στη φύση του κακού, και ο Τόλκιν το κατανοεί και το αναδομεί. Γράφει ότι άπαξ και ο καλός βασιλιάς θα αποκτήσει το παντοδύναμο δαχτυλίδι, θα εξελιχθεί βαθμηδόν σε κακό…Άρα, η αναζήτηση- περιπέτεια στον Τόλκιν δεν είναι η παράδοση του Δαχτυλιδιού της Δύναμης στον Βασιλιά (ας πούμε στον Άραγκορν), αλλά η καταστροφή του Δαχτυλιδιού.
Σχεδόν ολόκληρο το βιβλίο του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών προσδιορίζεται από τρεις ισχυρισμούς του Γκάνταλφ στον Φρόντο στο Βιβλίο Ι (Κεφ. ΙΙ – The Shadow of the Past). Ο πρώτος είναι ότι το Δαχτυλίδι είναι απίστευτα ισχυρό αν πέσει σε λάθος χέρια. Αν το βρει ο Σάουρον θα τον καταστήσει κυρίαρχο των πάντων, ισχυρότερο από ποτέ. Ο δεύτερος ισχυρισμός του Γκάνταλφ είναι ότι το Δαχτυλίδι είναι θανάσιμα επικίνδυνο για όλους τους κατόχους Του: θα τους «ξεθωριάσει», θα τους καταβάλει, θα τους αφανίσει. Ανάλογα με τη ψυχική δύναμη και την αγαθότητα του κατόχου Του, αυτό μπορεί να πάρει περισσότερο ή λιγότερο χρόνο, όμως, «ούτε η δύναμη, ούτε ο καλός σκοπός θα αντέξουν: αργά ή γρήγορα η σκοτεινή δύναμη θα τον κατασπαράξει». Συνεπώς, δεν υπάρχουν «σωστά χέρια» για το Δαχτυλίδι, καθώς ακόμα και ο ευγενέστερος των στόχων θα εξελισσόταν σε κακία. Τα λόγια του Γκάνταλφ τα επαναλαμβάνει και ο Έλροντ στο συμβούλιο της Ρίβεντελ αλλά και η Γκαλάντριελ αργότερα. Ο τρίτος ισχυρισμός του Γκάνταλφ θα επαναληφθεί πολλάκις σε όλο το έργο: Το Δαχτυλίδι δεν μπορεί να μείνει αχρησιμοποίητο, ούτε να φυγαδευτεί, ούτε να πεταχτεί: πρέπει να καταστραφεί ριζικά και το μόνο μέρος που μπορεί να συμβεί αυτό είναι το Βουνό του Χαμού, στην Μόρντορ. Έτσι, η ιστορία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών δεν είναι τελικά μια αναζήτηση (quest), αλλά μια αντι-αναζήτηση (anti-quest), όπου ο σκοπός δεν είναι η εύρεση ή η ανάκτηση ενός αντικειμένου αλλά η απόρριψη και η καταστροφή του.
Στην εισαγωγή του βιβλίου ο Τόλκιν μας τονίζει κατηγορηματικά: «μέσα από την καρδιά μου απεχθάνομαι την αλληγορία σε όλες της τις μορφές. Νομίζω πως πολλοί μπερδεύουν την δυνατότητα εφαρμογής μιας ιστορίας (στο πρωτότυπο) με την «αλληγορία» αλλά η μια βρίσκεται στην ελευθερία του αναγνώστη κι η άλλη στην εσκεμμένη κυριαρχία του συγγραφέα. Ένας συγγραφέας, βέβαια, δεν μπορεί να μείνει εντελώς ανεπηρέαστος από τις δικές του εμπειρίες.» Αν σταθούμε στη δυνατότητα εφαρμογής, η ιστορία Του Δαχτυλιδιού ίσως φαινόταν ανόητη στον αναγνώστη του 19ου αιώνα, αλλά σήμερα είναι και αληθοφανής και αναγνωρίσιμη, μετά τις πικρές εμπειρίες των τελευταίων 100 ετών. Γιατί αυτό που υπαινίσσεται το βιβλίο σήμερα, είναι ότι η δύναμη διαφθείρει και η απόλυτη δύναμη διαφθείρει απόλυτα. Ο καθηγητής γνώριζε καλά το παλιό αγγλικό γνωμικό που έλεγε ‘’A man does as he is when he can do what he wants’’, κοινώς ότι η δύναμη φανερώνει τον χαρακτήρα.
Έξι χρόνια πριν την έκδοση του ΑτΔ, ο Τζώρτζ Όργουελ με την καθαρά αλληγορική «Φάρμα των Ζώων» του (‘’Animal Farm’’) μας στέλνει το μήνυμα ξεκάθαρα: στο αγρόκτημα του κυρίου Τζόουνς τα ζώα, με επικεφαλής τα γουρούνια, επαναστατούν εναντίον των ανθρώπων και τους διώχνουν. Τα γουρούνια όμως, και ο αρχηγός τους, ο Ναπολέοντας, δεν αργούν να διαφθαρούν από την εξουσία και μια νέα τυραννία παίρνει τη θέση της παλιάς. Το τελικό σύνθημα είναι “Όλα τα ζώα είναι ίσα αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα”. Ο Όργουελ γράφει μια αλληγορία για τη Σοβιετική Ένωση, και ο Τόλκιν με την σειρά του ένα μύθο που μπορεί να βρει εφαρμογή σχεδόν παντού. Ανεξαρτήτως πού, πότε και γιατί, άπαξ κάποιος αποκτήσει έλεγχο πάνω σε άλλους, θα τον καταχραστεί, θα γίνει Κακός. Η δύναμη είναι ο ισχυρότερος εθισμός έναντι στον οποίο κανείς μας δεν μπορεί να παραμείνει απρόσβλητος. Αυτό δηλαδή που θέλουν να μας πουν ο Όργουελ, ο Τόλκιν αλλά και άλλοι σύγχρονοι συγγραφείς, είναι ότι πρέπει να πάψει κανείς να έχει εμπιστοσύνη στον Άνθρωπο, και ιδιαιτέρως σε αυτόν που λέει ότι θέλει και γνωρίζει το πώς να βελτιώσει την ανθρωπότητα. Πράγματι, οι μεγαλύτερες απογοητεύσεις και τα μεγαλύτερα εγκλήματα του 20ού αιώνα διαπράχθηκαν για πολιτικά «ευγενείς» σκοπούς που πήραν τον λάθος δρόμο…
Ας σταθούμε λίγο, όμως, στον εθισμό, στη Δύναμη που το Ένα Δαχτυλίδι προσφέρει. Όντως, μερικοί από τους χαρακτήρες του βιβλίου, σε διάφορες φάσεις της ιστορίας παρουσιάζουν τα «συμπτώματα» που ο Γκάνταλφ τόσο φοβάται. Έχουμε καταρχάς τον Μπίλμπο, ο οποίος οργίζεται στο πρώτο κεφάλαιο όταν ο Γκάνταλφ του ζητά να αφήσει το Δαχτυλίδι. Και ύστερα πάλι, στο Ρίβεντελ, όταν κοιτάζοντας Το για λίγο μεταμορφώνεται μπροστά στον Φρόντο σε «μικρό ζαρωμένο πλάσμα με πεινασμένη μορφή και κοκκαλιάρικα χέρια». Έχουμε τον Ισίλντουρ να γράφει «μου είναι Πολύτιμο, αν και το πληρώνω με μεγάλο πόνο.» Έπειτα το Γκόλουμ, και ο Μπόρομιρ, που αμφισβητεί την σοφία της απόφασης να Το καταστρέψουν και τελικά διαλύει την Συντροφιά, πιστεύοντας μέχρι τέλους ότι «οι Σωστοί Άντρες δεν διαφθείρονται.» Ακόμα και ο Σαμ έχει ένα φευγαλέο όραμα για τον «Σάμγουαιζ τον Ισχυρό», τον Ήρωα του Αιώνα», όταν φοράει το Δαχτυλίδι για λίγο στο Βιβλίο VI (Κεφάλαιο 1), και ο ίδιος ο Φρόντο τον βλέπει σαν «όρκ, που κοιτούσε με πανουργία». Εντούτοις, άλλοι χαρακτήρες δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται να Το πάρουν, όπως για παράδειγμα ο Λέγκολας, ο Άραγκορν, ο Γκίμλι και τα μικρότερα χόμπιτς. Κάποιοι κριτικοί του Τόλκιν έχουν ισχυριστεί στο παρελθόν ότι η παρουσίαση του «κακού» Δαχτυλιδιού στο έργο είναι για αυτόν τον λόγο προβληματική: πώς γίνεται να έχει τόσο σημαντική επίδραση σε κάποιους και καθόλου επίπτωση σε άλλους;
Σύμφωνα με τον μελετητή του Τόλκιν Τομ Σίππι, η δυσπιστία των κριτικών μπορεί να ξεκαθαριστεί με μια λέξη: «Εθισμός». Ολόκληρη η επιχειρηματολογία του Γκάνταλφ έναντι του Δαχτυλιδιού μπορεί κατά τον Σίππι να εκτεθεί συνοπτικά: Το Ένα Δαχτυλίδι είναι εθιστικό. Η πρώτη χρήση μπορεί να μην είναι καταστροφική, αλλά όσο περισσότερο το χρησιμοποιεί κανείς, τόσο πιο έντονη γίνεται η παρόρμηση. Αρχικά το ναρκωτικό έχει κάποιο σχετικό όφελος, δεν αργεί όμως να εκφυλιστεί, να ξεπέσει. Ο ίδιος ο Έλροντ μας λέει ότι τίποτα δεν είναι «Κακό εξ’ αρχής». Ο δικός μας Πλάτωνας, στην Πολιτεία του, μας λέει ότι αν είχαμε την δύναμη να κάνουμε τα πάντα, σίγουρα θα διαπράτταμε αδικία εις βάρος άλλων, αμφισβητώντας έτσι τη θέση του Σωκράτη ότι η δικαιοσύνη είναι έμφυτο αγαθό σε όλους μας. Ο Γύγης και το δαχτυλίδι του μας λένε ακριβώς αυτό: Τόσο ο δίκαιος όσο και ο άδικος άνθρωπος, αν διέθεταν το μαγικό δαχτυλίδι του Γύγη, που θα τους εξαφάνιζε από τη θέα των άλλων, θα προέβαιναν σε κάθε είδους έγκλημα και αδικία χωρίς κανέναν ενδοιασμό, αρκεί να εξυπηρετούνταν τα συμφέροντα τους. Ο Έλροντ, ο Γκάνταλφ, η Γκαλάντριελ, ο Ντένεθορ, αν το είχαν, θα ξεκινούσαν να το χρησιμοποιούν με τις καλύτερες προθέσεις, όμως, όταν πετύχουν την απόλυτη δύναμη, θα καταλήξουν δικτάτορες των άλλων, υπόδουλοι του ίδιου τους του εαυτού, ανίκανοι και ανήμποροι να κάνουν πίσω.
Που πηγάζει, όμως η δύναμη του κακού, εσωτερικά ή εξωτερικά; Αυτό είναι το θεμελιώδες ερώτημα του ΑτΔ. Είναι φανερό ότι ο Τόλκιν δεν πίστευε στο απόλυτο Κακό. Κανείς δεν γεννιέται κακός. Ακόμα και ο Μέλκορ- και εδώ υπάρχουν βιβλικοί παραλληλισμοί με τον χριστιανικό Διάβολο- ξεκινά ως άγγελος που ξέπεσε. Εντούτοις, αξιοπρόσεκτη και αξιοπερίεργη είναι η πολυπλοκότητα και συχνότητα της χρήσης της λέξης «Σκιά» στον ΑτΔ (‘’shadow’’ στο πρωτότυπο). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λέξη χρησιμοποιείται τόσο συχνά γιατί σχετίζεται με το σκοτάδι, την απειλή, αλλά ίσως εδώ ο καθηγητής Τόλκιν θέλει να μας φανερώσει κάτι πολύ πιο μεταφυσικό. Τι είναι η Σκιά; Υπάρχει; Έχει υπόσταση;
“In the Land of Mordor where the Shadows lie…’’. Όπως οι Ringwraiths είναι ταυτόχρονα ανυπόστατοι αλλά και πραγματικοί, έτσι και στην Μόρντορ η Απουσία μπορεί να προσλάβει ένα είδος Ύπαρξης, κάτι σαν την μορφή του Θανάτου στο ‘’Paradise Lost’’ του John Milton, που αιωρείται μεταξύ οντότητας και σκιάς. Ο Τόλκιν θέτει έτσι μια αμφιθυμία σε όλο του το έργο, προσπαθώντας να απαντήσει, αλλά και να θέσει νέα ερωτήματα σχετικά με το πρόβλημα της Ύπαρξης και τη φύση του Κακού σε έναν Κόσμο μονοθεϊστικό. Διακρίνουμε λοιπόν δύο γνώμες. Η πρώτη διακηρύσσει ότι «Κακό» στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Αυτό που αναγνωρίζουμε ως ηθικά «Κακό» πηγάζει από μέσα μας και προκαλείται από την ανθρώπινη αμαρτία, την αδυναμία και την αποξένωση του ανθρώπου από το Θεό. Κακία δεν υπάρχει, και αυτό που αποκαλούμε εμείς κακό είναι απλά η έλλειψη Καλοσύνης, υποθέτοντας ότι ο Θεός είναι καλός και έκανε τον Άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση. Η δεύτερη γνώμη μας λέει ότι το Κακό υπάρχει, είναι εξωτερική δύναμη και ο άνθρωπος πρέπει να παλέψει και να του αντιταχθεί. H γη είναι, κατά την άποψη αυτή, το αιώνιο πεδίο μάχης μεταξύ Καλού και Κακού. Οι δύο αυτές γνώμες φαίνεται να συνυπάρχουν μέσα στο βιβλίο και η αντίφαση μεταξύ τους -μεταξύ του «απόντος κακού» (η «Σκιά») και του Κακού ως υπαρκτή σκοτεινή Δύναμη- κινεί τα νήματα της υπόθεσης. Ο Τόλκιν πολλές φορές προσωποποιεί Το Δαχτυλίδι, Το παρουσιάζει ως αυτόνομο αντικείμενο με δική Του θέληση « Ένα Δαχτυλίδι με Δύναμη φροντίζει τον εαυτό Του», λέει ο Γκάνταλφ στον Φρόντο, «Το Δαχτυλίδι άφησε το Γκόλουμ. Το Δαχτυλίδι προσπαθούσε να επιστρέψει στον Κύριο Του.» Από τη μία λοιπόν το Δαχτυλίδι λειτουργεί εθιστικά από μόνο του, ενισχύοντας και μεγεθύνοντας τον υποσυνείδητο φόβο ή εγωισμό του κατόχου Του, διαφθείροντας τον ψυχικά και σωματικά μέχρι τέλους. Ενώ από την άλλη δεν είναι τίποτε άλλο από ένα όργανο του Σάουρον, που δρα παντοδύναμο υπό τον έλεγχο του Κυρίου Του. Όπως και να έχει, Το Δαχτυλίδι φαίνεται να διαλέγει τους κατόχους του, να τους επιβάλλεται μέσω των ίδιων τους των ενστίκτων και παρορμήσεων, είτε αυτό λέγεται οίκτος, δικαιοσύνη ή διάσωση της Γκόντορ, και να τους δίνει την απόλυτη δύναμη που διαφθείρει απόλυτα.
Πάντως, όσο ο Σαμ και ο Φρόντο πλησιάζουν όλο και περισσότερο την Μόρντορ, τόσο πιο δυνατό γίνεται το Ένα. Ο Σαμ το φοράει αναγκαστικά δύο φορές και νιώθει ταυτόχρονα μια «εξωτερική Δύναμη να τον υποτάσσει, αλλά και έναν εσώψυχο πειρασμό». Η τελευταία κρίσιμη σκηνή έρχεται παρόλα αυτά στο Βουνό του Χαμού. Πλησιάζοντας, η αίσθηση της εξωτερικής Δύναμης μεγαλώνει. Ο Σαμ βλέπει συχνά τον Φρόντο να φέρνει κλεφτά το χέρι του στο Δαχτυλίδι, για να το ανακαλέσει γρήγορα με όση βούληση του απομένει. Όταν όμως αντικρίζει το Μάτι, ο Φρόντο πέφτει στη γη ενώ το χέρι του αναζητά μανιασμένα την αλυσίδα στον λαιμό του. «Βοήθησε με, Σαμ! Κράτα μου το χέρι! Εγώ δεν μπορώ να το σταματήσω!» Ο Σαμ του κρατά το χέρι με ευκολία, και μάλιστα «απαλά». Η Δύναμη που βασανίζει τον Φρόντο δεν είναι, λοιπόν, μόνο σωματική, ανεπηρέαστη από τον ίδιο. Εκείνο το ακατάσχετο που τον βασανίζει, ο Σαμ ούτε καν το αντιλαμβάνεται. Παρομοίως, ενώ για τον Φρόντο το Δαχτυλίδι είναι συντριπτικό φορτίο, για τον έκπληκτο Σαμ είναι πολύ ελαφρύ. Στον Σαμ επιδρά μόνο η εξωτερική δύναμη, και ο ίδιος φαίνεται να ανταπεξέρχεται μιλώντας μόνος του: η μια φωνή είναι αισιόδοξη, αποφασισμένη να πετύχει την αποστολή και να καταστρέψει το Δαχτυλίδι, ενώ η άλλη φωνή, – η οποία τον αποκαλεί «Σαμ Γκάμτζι», σαν να του μιλά κάποιος τρίτος- του επιτάσσει να εγκαταλείψει τη μάχη. Όταν τελικά ο Σαμ απωθεί τη δεύτερη φωνή, «η γη τρέμει και βροντάει», σαν κάποιος να αγανακτεί με την απόφαση του να συνεχίσει.
Οπότε οδηγούμαστε στο τελευταίο ερώτημα: γιατί ο Φρόντο αποτυγχάνει μπροστά στη Σχισμή του Χαμού; «Δε θα το κάνω. Το Δαχτυλίδι είναι δικό μου», φωνάζει και Το φορά για έκτη και τελευταία φορά. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο Φρόντο βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο Κέντρο του βασιλείου του Κακού, μακριά από όλους και όλα, Εκεί που όλες οι άλλες δυνάμεις καθυποτάσσονται. Αν αυτό αληθεύει, τότε πράγματι, ο Φρόντο δεν μπορεί να κάνει και πολλά. Το πρωτότυπο κείμενο μας βοηθά να ερμηνεύσουμε την σκηνή. Ο Φρόντο δε λέει “I choose not to do it” («Επιλέγω να μην το κάνω»), αλλά “I do not choose to do it” («Δεν επιλέγω…»). Για τον Τόλκιν, καθηγητή γλωσσολογίας, η επιλογή των λέξεων είναι ακριβής. Ο Φρόντο δεν επιλέγει τίποτα, κάποιος άλλος έχει επιλέξει για εκείνον. Είναι λοιπόν ο Φρόντο ένοχος; Θα μας πρόδιδε όλους αν δεν υπήρχε το Γκόλουμ; Η απάντηση βρίσκεται στην καρδιά του χριστιανικού δόγματος.
«… καί μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού»
Το «Πάτερ ημών» ήταν σίγουρα στο μυαλό του Τόλκιν καθώς έγραφε τη σκηνή στο Σάμμαθ Νάουρ. Η δυαρχία είναι και εδώ φανερή. Στην προσευχή μας ζητάμε από το Θεό να μας προστατέψει πρώτα από τον εαυτό μας και να μη μας αναγκάσει να αμαρτήσουμε παρά τη θέληση μας, και έπειτα από την εξωτερική δύναμη του Κακού/Πονηρού. «Ο Φρόντο αποτυγχάνει», γράφει ο Τόλκιν, «γιατί βρέθηκε σε τέτοια θέση όπου ήταν υπεράνω της δύναμης του να συνεχίσει να αντιστέκεται» Στη δύναμη του Κακού κανένα ανθρώπινο ον δεν μπορεί να αντισταθεί, όσο «καλό» και να είναι.
Ο Φρόντο, και ο κάθε Φρόντο, δεν πρέπει να κριθεί όμως από την τελική του αποτυχία, αλλά από τη θέληση και την πρόθεση με την οποία μπήκε στο Σάμμαθ Νάουρ. Μόνο σε βιβλία που αδιαφορούν για αληθινή ηθική και νοητική πιθανότητα, θα βλέπαμε τον Φρόντο να πραγματοποιεί αδύνατους άθλους θέλησης πετώντας εύκολα και αδιάφορα το Ένα Δαχτυλίδι στη φωτιά.
Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών δεν είναι τέτοιο βιβλίο…
Lady Eowyn