Συνεχίζοντας την αναδημοσίευση παλαιότερων άρθρων από το fanzine μας, περουσιάζουμς μια προσωπική ανάλυση της σχέσης του συγγραφέα με το έργο του από το αγαπητό μας μέλος Ιάκωβο Βλιώρα aka Radagast.
Η σχέση του J.R.R. Tolkien με τα πρωταρχικά δημιουργήματά του, τα ξωτικά, ίσως είχε αυτή την ιδέα σαν βάση της ολοκλήρωσής της. Μια σχέση αγάπης και μη αγάπης (διότι ο Tolkien ποτέ δε μίσησε τις δημιουργίες του) μέσα από την προσωπική του ενασχόληση με τις διάφορες μυθολογικές παραδόσεις της λογοτεχνίας.
Η συγγραφική πέννα του Tolkien προκαλεί αρκετές φορές την ανεξερεύνητη μοίρα του κόσμου της Μέσης Γης να συμπληρώνει μία εξαιρετική ύπαρξη μ’ ένα ασυνήθιστο τέλος. Δεν είναι καθόλου παράξενο το γεγονός ότι η εξαιρετική ύπαρξη των Noldor στον κόσμο που ξετυλίγεται μέσα στο Silmarillion διαθέτει όχι μόνο ένα ασυνήθιστο τέλος, αλλά ένα τέλος με το οποίο δένεται ολόκληρο το οικοδόμημα της ύπαρξης των ίδιων των ξωτικών στην Μέση Γη.
Η εξερεύνηση της ιστορίας των Noldor προϋποθέτει το ίδιο επίπεδο αυτοσυγκέντρωσης σαν να βλέπεις έναν αληθινό λογοτεχνικό μύθο να αποκαλύπτεται μπροστά στα μάτια σου. Έχοντας στο νου του εικόνες του αληθινού κόσμου ο αναγνώστης ‘αναγκάζεται’ να δουλέψει υπερβολικά με την φαντασία του για να δημιουργήσει την ζωντανή εικόνα των σκηνών καθώς ο συγγραφέας τις παρουσιάζει μία-μία. Αυτή η επίδραση γίνεται περισσότερο αισθητή με τα γεγονότα που οδήγησαν στην Επανάσταση των Noldor. Σε αυτό το σημείο οι διακριτικές πινελιές του συγγραφέα ξεδιπλώνουν την ιστορία τους, από την έλευσή τους στο Valinor και την εκπαίδευσή τους από τον Aule the Smith, ώστε να γίνουν μεγάλοι δεξιοτέχνες, μέχρι την έντονη επιθυμία τους να μεταβούν από τις Undying Lands και να κυνηγήσουν τον Melkor στην Μέση Γη. Τα βήματά μας επιταχύνονται σημαντικά όταν η ιστορία επικεντρώνεται στις σκοτεινές μέρες που οδήγησαν στην καταστροφή των Δύο Δέντρων του Valinor από τον Morgoth και την Ungoliant λίγο πριν την αρχή της Πρώτης Εποχής. Και η ένταση κορυφώνεται μέσα από την αφήγηση του Tolkien, όταν ο Melkor/Morgoth, κλέβει τα Silmarils, το προϊόν της προσωπικής αγάπης του Feanor, ενός από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες της εποχής, και σφαγιάζει τον Finwe.
Οι υιοί του Feanor, ύστερα από δική του προτροπή, παίρνουν τον όρκο να ανακτήσουν τα Silmarils μετά την κλοπή τους από τον Melkor. Ο ετοιμοθάνατος Feanor προβλέπει ότι θα προκληθεί μεγάλο κακό από τις πράξεις των γιων του να εκπληρώσουν τον όρκο, αλλά παρ’ όλα αυτά τους προτρέπει να τον εκπληρώσουν. Είναι αρκετά εύκολο σε αυτό το σημείο να δούμε της επιρροές του Tolkien από τα ίδια τα παραμύθια, με το να θυμηθούμε το παραμύθι των 12 Κύκνων και της μίας τους αδελφής. Σε αυτό, δώδεκα αδέλφια (σε άλλες εκδοχές ένδεκα) παίρνουν τον όρκο – υποκινημένοι και εδώ από τον πατέρα τους – να προστατεύσουν την μοναδική αδελφή τους από κάθε κακό. Όταν μία κακιά μάγισσα την απαγάγει και τους μεταμορφώνει σε Κύκνους, αυτά αποφασίζουν να τη σώσουν με κίνδυνο της ζωής τους. Είναι φυσικό ο Tolkien να χρησιμοποιεί σε αυτό το σημείο το αρχαιοελληνικό μοτίβο της ιερότητας του όρκου, όρκοι που δε μπορούν ούτε να καταργηθούν ούτε να παραβιαστούν (εκτός φυσικά με τα αρχαιοελληνικά πρότυπα αν ήταν όρκοι στην θεά Αφροδίτη) και ότι από μόνοι τους προκαλούν διάφορες συνέπειες στους αποδέκτες τους.
Η αυτό-προκαλούμενη εξορία των Noldor, που έφυγαν από το Valinor με σκοπό τους να καταδιώξουν τον Melkor στις θνητές περιοχές, και η ταυτόχρονη επανάστασή τους κατά των Valar, μας δείχνει ότι ο κόσμος της Μέσης Γης είναι μια αιώνια ιστορία που γνέθεται από τις άπειρες δονήσεις της πνευματικής φαντασίας του συγγραφέα. Δονήσεις που όταν συνδεθούν με την ανάγνωση του κειμένου επιτρέπουν να φανερωθεί η δύναμη της ιδιοσυγκρασίας του Tolkien.
Δεν υπερβάλλω θεωρώντας τη φαντασίωση της λογοτεχνικής αθανασίας, αυτό το execi momentum (ήγειρα μνημείο), ως κάτι αντιστρόφως ανάλογο μίας φαντασίωσης της οποίας ο πρωταγωνιστής της, ένα παιδί, σπάει το ρολόι με το σφυρί του για να δει τι ακριβώς είναι ο χρόνος. Ο Tolkien δεν επιθυμεί να μάθει τι είναι ο χρόνος. Αντιθέτως επιθυμεί να εξερευνήσει την ιστορία των ξωτικών του, να δει κάθε πλευρά αυτής χωριστά αλλά και συνημμένη σε μια γενική μυθολογία που όλο και περισσότερο τον φέρνει σε μια υπόσχεση που δεν θα μπορέσει να τηρήσει ποτέ.
Το πρώτο βιβλίο για κάθε συγγραφέα (ακόμα και εκείνο που αποκηρύσσει ή αποσιωπά) είναι μία ανεπανάληπτη εμπειρία, μία κομβική στιγμή – από κει και πέρα οι μέρες και οι σελίδες συγχέονται. Συχνά διαβάζουμε για συγγραφείς που προσπαθούν να υπερβούν ή να απεμπλακούν από το πρώτο τους δημιούργημα. Ο Tolkien είχε την σπάνια χαρά να μην ολοκληρώσει ποτέ το πρώτο του βιβλίο, το Silmarillion. Μπόρεσε όμως να το υπερβεί και να απεμπλακεί απ’ αυτό, έχοντάς το ως βάση ολόκληρου του έργου του. Μέσα σε αυτό η οπτική μας πάνω στους Noldor αλλάζει, όταν για πρώτη φορά αισθανόμαστε την ξεχωριστή τους παρουσία. Μία παρουσία που με κάθε ανάγνωση αλλάζει και τον τρόπο σκέψης μας γύρω από την τελειότητα των ξωτικών.
Radagast