Στην προσπάθειά μας να συμπεριλάβουμε στο e-magazine μας όλα τα παλαιότερα άρθρα που είχαν δημοσιευτεί στο αγαπημένο, μικρό μας fanzine “News from Bree”, ξεκινάμε με ένα άρθρο της Χριστίνας Μαλαπέτσα aka Luthien, μιας εκ των πρώτων αρχισυντακτών του περιοδικού και αγαπητού μέλους μας.
——————————————————————————————————————–
Θυμάμαι την πρώτη φορά που διάβασα τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, το πρώτο απ’ τα βιβλία του Tolkien που έπεσε στα χέρια μου. Σε κάποια απ’ τις σελίδες του, εκεί που ο Frodo συναντά το Gollum, εκεί που αρχίζει να γεννιέται η σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ τους, ο Frodo, ο ίδιος Frodo που είχε ευχηθεί το θάνατο του Gollum μέσα στη Moria, γυρνάει και του λέει ότι η ιστορία του ήταν μια ιστορία θλίψης… τον προσφωνεί Smeagol, ένα όνομα παλιό και ξεχασμένο στο χρόνο από τον κάτοχό του. Θυμάμαι πως κάτι κέντησε την καρδιά μου, κάτι που είχε λίγη οργή, πολλή θλίψη και την πρώτη και παντοτινή ερώτηση του ανθρώπου: γιατί;
Την ιστορία του Smeagol την ξέρουμε όλοι, δε θα κουράσω συνοψίζοντάς την. Μιμούμενη το παράδειγμα πολλών ψυχολόγων και ψυχιάτρων, θα κάτσω στην αναπαυτική μου πολυθρόνα με το φροϋδικό πούρο στο χέρι, θα βάλω το Gollum στον αναπαυτικό καναπέ και θα το βάλω να μου μιλήσει όχι για τα παιδικά του χρόνια, αλλά για το ένα και μοναδικό Δαχτυλίδι της Δύναμης.
Πες μας λοιπόν Smeagol, πόσο γυάλισε το ματάκι σου όταν είδες τη λάμψη του; Πόσο το πόθησες; Πόσο το λαχτάρισες; Τι θα έκανες γι’ αυτό; Τι έκανες γι’ αυτό; Ήταν για σένα πάθος; Ανάγκη; Έρωτας; Η μοναδική και ατέρμονη αγάπη της ζωής σου; Εξάρτηση; Μίσος; Όλα αυτά μαζί;
Κάτι έκανε κλικ στο μυαλό σου τη στιγμή που η χρυσαφένια κουλούρα έσκασε μύτη μέσα απ’ την παλάμη του Daegol. Κι ήταν τόσο δυνατό αυτό το κλικ, ώστε δε δίστασες ακόμα και να σκοτώσεις τον καλύτερό σου φίλο για να το αποκτήσεις. Άραγε το μετάνιωσες; Μπορεί… λιγάκι… Αλλά ήταν δικό σου! Ο μοναδικός σου σύντροφος στα χρόνια της εξορίας και της μοναξιάς, όταν σαν απόβλητο σε είχαν διώξει όλοι. Πολύτιμο…
Το σώμα σου σκέβρωσε, η φωνή σου αλλοιώθηκε, κολλώντας σου εις τον αιώνα τον άπαντα το παρατσούκλι Gollum, τα μάτια σου προσαρμόστηκαν για πάντα στο σκοτάδι, ξεχνώντας και μισώντας τον ήλιο και το φεγγάρι. Οι μόνες ανάγκες: τροφή και Δαχτυλίδι. Τι να είπες κι εσύ άραγε στο σκοτάδι της σπηλιάς σου; Τι ψιθύρισες στους υγρούς τοίχους; Άκουσαν άραγε άλλη λέξη απ’ το «πολύτιμο»;
Το πλήρωμα του χρόνου πήρε το πολύτιμο απ’ τα χέρια σου. Τα χρόνια του σκότους, της ασφάλειας και της μοναξιάς των Ομιχλιασμένων Βουνών, είχαν τελειώσει για σένα. Πανικόβλητος, έχοντας χάσει ό,τι πιο πολύτιμο αγαπούσες, ξαναβγήκες στο φως, με το μίσος και την ανάγκη να σε οδηγούν πίσω σ’ αυτό που λαχταρούσε η ψυχή σου. Τα μάτια σου πόνεσαν απ’ τον ήλιο, η μορφή σου κρυβόταν απ’ το φεγγάρι. Μόνος και πάλι, ψάχνοντας και κυνηγώντας, ψιθύριζες στον νυχτερινό ουρανό μία και μόνο λέξη: πολύτιμο.
Κατέληξες στα χέρια του απόλυτου κακού. Ένα κακό πιο μεγάλο από σένα, σε βασάνισε, σε πόνεσε, έκανε την ψυχή σου να ουρλιάξει, να ικετέψει. Μέσα στην οδύνη, πρόδωσες τον εαυτό σου, την αγάπη σου, το πολύτιμό σου.
Μετά από 600 σχεδόν χρόνια, μετά από βάσανα, κυνηγητά, αναμονή, η μοίρα σ’ έφερε και πάλι κοντά στο Δαχτυλίδι. Με την καρδιά γεμάτη μίσος, αλλά και φόβο και ανάγκη, υποτάχτηκες στον κάτοχο του δαχτυλιδιού, ορκίστηκες πίστη σ’ αυτόν πάνω στο όνομα του πολύτιμού σου. Αχ, πόσο κοντά βρέθηκες σ’ αυτό… Το έβλεπες, το ένιωθες. Το βασανιστήριό σου ήταν που δεν μπορούσες να τ’ αγγίξεις, να το νιώσεις να πάλλεται στα δάχτυλά σου. Τόσο κοντά σου κι όμως τόσο απρόσιτο, το πολύτιμό σου…
Μισούσες τον κάτοχό του, τον κλέφτη αυτού που με τόσο κόπο είχες αποκτήσει. Ήταν ένας Baggins κι εσύ είχες μάθει να απεχθάνεσαι όλους τους Baggins. Κι όμως… τι είναι αυτό το πετάρισμα στην καρδιά σου Smeagol; Τι ένιωσες όταν ξανάκουσες τ’ όνομά σου; Αυτή την ξεχασμένη λέξη που σου έδινε ταυτότητα, υπόσταση, ψυχή, αισθήματα και που κανείς δεν είχε μεταχειριστεί για να σε φωνάξει εδώ και τόσους αιώνες; Τι θα μπορούσε να είναι πιο πολύτιμο απ’ το πολύτιμο;
Ένας φίλος. Όχι ένας εξουσιαστής αφέντης, όχι ένας εκμεταλλευτής της ανάγκης σου, αλλά κάποιος που με κατανόηση, σχεδόν με αγάπη, σε εμπιστεύεται, σε χρειάζεται, σε υπολογίζει. Ω, στιγμή απίστευτη, στιγμή ονειρεμένη! Ο Baggins κοιμάται, κι εσύ έχεις το Δαχτυλίδι σε απόσταση αρπαγής. Όμως όχι. Δεν μπορείς. Δεν μπορείς να προδώσεις τον φίλο σου. Αντί να αρπάξεις το δαχτυλίδι και να φύγεις, εσύ χαϊδεύεις με στοργή το κοιμισμένο hobbit, δειλά, ανάερα, για μια και μόνη στιγμή μαγείας, μια στιγμή τόσο πολύτιμη…
Το απαίσιο, χοντρό hobbit! Σε μισεί! Το μισείς! Ω, πόσο νιώθεις την αδικία! Τόση προσπάθεια να γίνεις καλός, να αισθανθείς κάτι όμορφο, να αποκτήσεις κάποιο δικό σου πλάσμα που ν’ αγαπάς και να εμπιστεύεσαι, να σ’ αγαπά και να σ’ εμπιστεύεται, να σε καταλαβαίνει εκεί που όλοι σε βρίζουν και σε μισούν κι αυτός ο καχύποπτος σε ταπεινώνει, σε ξεφτιλίζει και στρέφει εναντίον σου κάθε φιλότιμη προσπάθεια που κάνεις για ν’ αλλάξεις. Μέσα σου παλεύουν τόσοι αιώνες μοναξιάς, κακίας, φιλυποψίας και η ελπίδα να ξαναμπεί φως και ομορφιά στη ζωή σου. Ένα βήμα ακόμα να γίνει, ένα μικρό πολύτιμο βήμα.
Ένα βήμα που ποτέ δε γίνεται. Στο σημείο εκείνο που η απόλυτη ισορροπία αρχίζει να τρέμει, στο σημείο που ο παλιός Smeagol είναι έτοιμος να πάρει και πάλι τα ηνία στο σώμα σου, ο αφέντης σε προδίδει. Όχι, δε μπορεί να έχει συμβεί κι όμως συμβαίνει. Σε άφησε μόνο σου με τους κακούς ανθρώπους να σε χτυπούν και να σε βρίζουν. Ω, πόσο πολύ πόνεσε η ψυχή σου που είχε αρχίσει να ελπίζει και πάλι, πόσο απογοητεύτηκες, πόσο έκλαψες στη μοναξιά σου. Πόσο δίκιο είχες τόσο καιρό να μην αγαπάς κανέναν, παρά μόνο το πολύτιμο.
Θα είσαι όπως πριν. Κανένας δε θα σε εκμεταλλευτεί πια. Κανέναν και τίποτα δε θα βάλεις πάνω απ’ το σκοπό της ζωής σου, την αγάπη της ζωής σου, το Δαχτυλίδι. Θα τον αφήσεις να πεθάνει, να γίνει βορά της Shelob και μετά θα ξαναπάρεις αυτό που σου ανήκει. Θα τον ακολουθήσεις μέχρι το τέλος και εκεί, στην ύστατη στιγμή, κόβοντας με τα δόντια σου το δάχτυλο του σφετεριστή, θα το πάρεις και πάλι το πολύτιμό σου!
Ω, στιγμή ονειρεμένη! Το πολύτιμο στα χέρια σου, δικό σου, ολοδικό σου, καταδικό σου, μόνο δικό σου! Μετά από τόσα χρόνια αναμονής, υπομονής, αγώνων, είναι στα χέρια σου. Πολύτιμο, πολύτιμο, πολύτιμο! Το βουνό χάνεται κάτω απ’ τα πόδια σου, μα εσύ δεν το νιώθεις. Πολύτιμο, γλυκό πολύτιμο. Πέφτεις στο κενό, μα αισθάνεσαι ότι χορεύεις. Πολύτιμο, αγαπημένο πολύτιμο. Η λάβα ακούγεται να κοχλάζει πίσω σου, αλλά εσύ ακούς μόνο τη φωνή σου που τραγουδά παράφωνα για το πολύτιμο, το υπέροχο πολύτιμο. Φωτιά σε ζώνει, μα είναι η φλόγα της καρδιάς σου μόνο που νιώθεις να καίει. Πολύτιμο, λατρεμένο πολύτιμο. Έζησες γι’ αυτό, κάθε βήμα της ζωής σου ήταν ένας χορός γύρω απ’ αυτό και τώρα… πεθαίνεις μ’ αυτό. Δε σε νοιάζει. Ήσουν ήδη νεκρός πολύ καιρό πριν γι’ αυτό. Πολύτιμο…
Luthien Tinuviel