Και τότε η Τζιλ, που έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι, οτιδήποτε, που θα μπορούσε να κάνει, έτυχε να κοιτάξει κάτω στη επιφάνεια της πλατείας. Κι εκεί είδε ένα αντικείμενο που δεν το αναγνώριζε. Έμοιαζε με μικρό φρούτο, ίσως ένα άγουρο μήλο ή ένα κολοκύθι. Κειτόταν στο πέτρινο έδαφος. Δεν γνώριζε από πού είχε έρθει, αλλά η εμφάνιση του ήταν παράξενη, σχεδόν σαν να έλαμπε από κάποιο εσωτερικό φως. Η εντύπωση ήταν πολύ πιο έντονη λόγω και του σκοτεινιάσματος της πλατείας από την επιστροφή των Αμέντα.
Η Τζιλ έσκυψε και σήκωσε το αντικείμενο, κρατώντας το εκεί που θα μπορούσε να το εξετάσει καλύτερα. Καθώς το έκανε, κραυγές πόνου και τρόμου ξέσπασαν από το πλήθος των Αφεντών που στέκονταν μπροστά τους. Χωρίς να καταλαβαίνει τι συνέβαινε, κοίταξε πάνω και είδε ότι και ο Αζάριας, ο κ. Λουκ και η Πολυδόρα ήταν το ίδιο απορημένοι με εκείνην. Η Τζιλ παρέμεινε σιωπηλή και παρακολουθούσε. Οι Αφέντες άρχισαν να τρέμουν και να σπρώχνονται βιαστικά προς τα πίσω, οπισθοχωρώντας από τις πέντε μικρές φιγούρες μπροστά τους.
«Τι συνέβη;» ρώτησε ο Αζάριας. «Πόλυ, τουςέκανεςκάτι;»
«Όχι,» απάντησε εκείνη, «εγώ δεν έκανα τίποτα. Αλλά υπήρξε μια μεγάλη αναλαμπή φωτός, που έκανε τους Αφέντες να δειλιάσουν. Δενξέρωαπόπούπροήλθεαυτότοφως…»
Όλοι οι υπερασπιστές της πύλης κοίταξαν γύρω τους κι ο Σαμ σφύριξε δυνατά. «Κοιτάξτε στα χέρια της Τζιλ! Το αναγνωρίζω αυτό! Το έκοψα από ένα δέντρο, όταν κυνηγούσα το κοράκι στην Οξφόρδη».
Όλοι κοίταξαν τη μικρή άγουρη σφαίρα που ακόμα κρατούσε η Τζιλ, και καθώς κοίταζαν, το φως που εξέπεμπε δυνάμωνε.
«Το έφερες από την Οξφόρδη αυτό;!» ρώτησε ο Λουκ, έκπληκτος.
«Α, όχι, όχι από την Οξφόρδη. Ήταν σε κάποιον άλλο κόσμο. Σε έναν που ταξίδεψα για να πιάσω το κοράκι».
«Και πως ονομαζόταν αυτός ο κόσμος;»
«Δεν ρωτήσαμε ποτέ ..έ, Τζιλ;»
«Όχι, κύριε, δεν το κάναμε. Ήταν ένα μέρος, για το οποίο ο Καθηγητής είχε γράψει σε ένα από τα βιβλία του, νομίζω. Μάζεψατοφρούτομόλιςτώρααπότηνπλατεία. Πρέπει να έπεσε απ’ την τσέπη σου, Σαμ!»
Ο Αζάριας πήρε απαλά το φρούτο από το χέρι της Τζιλ και το σήκωσε ψηλά. Και καθώς το έκανε, οι Αφέντες τρομοκρατήθηκαν και πάλι και ζάρωσαν μακριά τους.
«Πόλυ, τι σου λένε οι συναισθητικές σου ικανότητες γι’ αυτό το περίεργο αντικείμενο;» ρώτησε ο Αζάριας. Η Πολυδόρα άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε με έξι λεπτεπίλεπτα δάχτυλα τη σφαίρα. Η αίσθηση που πήρε δεν ήταν σαν καμία απ’ όσες είχε νοιώσει μέχρι τότε και την κλόνισε ως τα μύχια.
«Τόσο τί, Πόλυ;» ρώτησε ο Λουκ;
«Τόσο…ιερό,» απάντησε η Φερρουμάρι.
«Γιατί, όμως, να έχει τέτοια επίδραση στους Αφέντες;» ρώτησε ο Σαμ.
«Γιατί, Σαμ, οι Αφέντες είναι παντελώς υποδουλωμένοι από το κακό, και αν έχει δίκαιο η Πόλυ, αυτό το φρούτο είναι κάτι ανέγγιχτο από το κακό. Είναι απολύτως αγνό και άσπιλο. Δεν αντέχουν ούτε καν την όψη κάτι τέτοιου,» είπε ο Αζάριας.
«Θα ήταν, όμως, αρκετό για να τους οδηγήσει πίσω στις σπηλιές;» ρώτησε η Πολυδόρα.
«Δεν ξέρω, γιατί ακόμα και τώρα που μιλάμε, μπορεί η επίδραση του να λιγοστεύει,» είπε ο Αζάριας. «Ο μεγαλύτερος φόβος μου τώρα είναι, ότι μπορεί να μας επιτεθεί κάποιος από πίσω καθώς θα προσπαθούμε να απωθήσουμε τους Αφέντες προς τις σπηλιές. Οι Αμέντα δεν θα υποχωρήσουν. Έχουν σχεδιάσει αυτό το γεγονός εδώ και αιώνες, αν όχι χιλιετίες. Κι αν αρχίσουν ξανά να μας επιτίθενται με ισχύ, να μας χωρίζουν και να μας συγχέουν, τότε ίσως να μην μπορούμε καν να μιλάμε μεταξύ μας και να σχεδιάζουμε τις κινήσεις μας. Ήδη οι δυνάμεις τους έχουν σχεδόν μαυρίσει όλον τον ουρανό».
Κοίταξαν γύρω τους. Τα πάντα καλύπτονταν από σκοτάδι. Μόνες εστίες φωτός ήταν οι κρύσταλλοι, το χρυσαφένιο μήλο και η φλόγα που έβγαινε από τις ανοιχτές ρωγμές. Οι Αφέντες έδειχναν να ξεπερνούν την αρχική τους έκπληξη στη θέα του χρυσαφένιου φρούτου και μέσα στο ημίφως έμοιαζαν σαν να μεγαλώνουν, σαν να οργανώνονται για μια νέα προσπάθεια να ελευθερωθούν.
Εκείνη τη στιγμή, που όλα ήταν αμφίβολα, η Πολυδόρα ήξερε με βεβαιότητα τι έπρεπε να κάνει.
«Τζιλ, δώσε μου το χέρι σου,» είπε. Η Τζιλ άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το ασημένιο χέρι του αγγέλου. Και μόλις το έκανε, την άκουσε να της μιλάει απαλά, με αγάπη, μέσα στο μυαλό της, «πρέπει να με βοηθήσεις να καλέσω τους ομοίους μου. Είναι ήδη παρόντες, αλλά πρέπει να τους φέρουμε εδώ σε πλήρη δόξα και όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό. Θυμάσαι το τραγούδι τους, όταν πρωτοείδες τον πίνακα του Ορμπαράτους;»
«Ναι, Πόλυ,» απάντησε η Τζιλ.
«Τότε πρέπει να ζητήσουμε τη βοήθεια τους. Προσπάθησε να ακούσεις το τραγούδι τους και ζήτησε τους να μας περικυκλώσουν και να μας υποστηρίξουν. Ζήτησε τους να απωθήσουν τους Αμέντα και να αναγκάσουν τους Αφέντες να υποχωρήσουν».
Η Τζιλ έκανε όπως της είπε η Παλυδόρα και ήξερε ότι κι η Φερρουμάρι έκανε το ίδιο. Σχεδόν αμέσως άκουσε τραγούδι ολόγυρα τους και είδε μικρές αιωρούμενες λάμψεις σαν πυγολαμπίδες να στριφογυρίζουν και να χορεύουν, μια εδώ, μια εκεί. Έρχονταν κοντά, όλο και πιο κοντά, και πίσω τους ακολουθούσαν χιλιάδες – όχι, εκατομμύρια – άλλες! Συγκεντρώθηκαν πυκνά γύρω τους και το φως τους έσπρωξε την μαύρη μάζα των Αμέντα πίσω και προς τον ουρανό, μακριά από την επιφάνεια της πλατείας.
Καθώς το φως δυνάμωνε και το σκοτάδι μειωνόταν, η Τζιλ κοίταξε γύρω τους και τα μικρά λαμπερά στίγματα, αλλά είδε το φως να συμπυκνώνεται και να σχηματίζει μορφές. Ψηλές μορφές που έλαμπαν μέσα στη σκοτεινιά. Μεγάλα, φτερωτά πλάσματα λάμψης και ισχύος! Απλώνονταν πίσω της και πίσω από τη Πολυδόρα πάνω στην πλατεία. Ένα πλήθος τόσο μεγάλο, που δεν μπορούσε πια να διακρίνει τα όρια της πλατείας. Και οι Αμέντα παρέμεναν απωθημένοι ψηλά στον ουρανό και μακριά τους. Το ουρλιαχτό τους μετατράπηκε σε κραυγές οδύνης καθώς τους διαπερνούσε το φως.
«Πόλυ, νομίζω ότι ήρθαν! Ήρθαν όλοι!» σκέφτηκε προς τη φίλη της. Η Πόλυ της έσφιξε το χέρι. «Κράτησε τους κοντά μας, μικρή μου, για όσο θα τους χρειαζόμαστε. Και μην σταματήσεις να ακούς και να συμμετέχεις στο τραγούδι τους, αν μπορείς. Ότι κι αν γίνει, μικρούλα, πρέπει να το κάνουμε αυτό! Βασίζομαιπάνωσου. Μηνμεαπογοητεύσεις!»
Τότε η Πολυδόρα, η τελευταία των Φερρουμάρι, πήρε το χέρι της από το χέρι της Τζιλ και έβαλε στη θέση του τον κρύσταλλο-φρουρό που κρατούσε μέχρι τώρα ψηλά. Στράφηκε προς τον Αζάριας και άρπαξε τη ράβδο που κρατούσε. Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή στα μάτια και μετά ο Αζάριας υποκλίθηκε και άφησε τη ράβδο.
Η Πόλυ γύρισε και σηκώνοντας ψηλά την ασημένια ράβδο με το αστραφτερό γαλάζιο αστέρι της, άρχισε να προχωρά αποφασιστικά προς τον αρχηγό των Αφεντών. Καθώς το έκανε, όλοι οι δικοί της, τα φωτεινά αγγελικά πνεύματα των Φερρουμάρι, μαζεύτηκαν γύρω της. Ήταν σαν ένας βροντερός ωκεανός φωτός που κυλούσε ασταμάτητος προς την πύλη.
Ο Όζορ ούρλιαξε και υποχώρησε μπροστά τους. Οι άλλοι Αφέντες έσπασαν τις σειρές τους και άρχισαν να παλεύουν μεταξύ τους, για το ποιος θα είναι ο πρώτος που θα μπει στο πέρασμα και θα επιστρέψει στο σκοτάδι των σπηλιών από κάτω.
Όλο προς τα εμπρός βάδιζε η Πολυδόρα και ο Αζάριας ύψωσε τη φωνή του για να ακουστεί πάνω από το τραγούδι των Φερρουμάρι, που τώρα μπορούσαν να ακούσουν όλοι. «Ακολουθήστε την Πολυδόρα! Ακολουθήστε την με τους κρυστάλλους! Πρέπει να κλείσουμε την πέτρινη πύλη πίσω από τους Αφέντες, πριν τους δοθεί άλλη ευκαιρία διαφυγής!»
Η Τζιλ σήκωσε ψηλά το πετράδι που είχε βάλει στο χέρι της η Πόλυ και συνέχισε να τραγουδάει το τραγούδι των Φερρουμάρι, τραβώντας όλο και περισσότερα αγγελικά πλάσματα στην πλημύρα που περικύκλωνε την Πολυδόρα και τους υπόλοιπους.
Το τραγούδι των Φερρουμάρι έγινε ακόμα πιο δυνατό, κι ακόμα κι οι πέτρες κάτω απ’ τα πόδια της Τζιλ άρχισαν να τρέμουν από τη δύναμη των φωνών. Ο Όζορ, ο τελευταίος που πισωπατούσε προς την πύλη, μιας κι ήταν αυτός ο πρώτος που είχε βγει, δεν έτρεχε να γλυτώσει. Αντίθετα, συνέχισε να προσπαθεί να κρατήσει το έδαφος ενάντια στην Πολυδόρα και τους αγγέλους. Αλλά αυτοί δεν ενέδιδαν, ούτε ελάττωναν το ρυθμό της προέλασης τους. Η Πόλυ άνοιξε το βήμα της, υποχρεώνοντας τον αρχηγό των Αφεντών να υποχωρήσει και να μπει στη σπηλιά. Τώρα η Πόλυ είχε μπει και η ίδια μέσα στην είσοδο και ενώ η Τζιλ περίμενε ότι θα σταματήσει, κατάλαβε ότι αν έκανε κάτι τέτοιο, ο Όζορ θα είχε ξανά την ευκαιρία να δραπετεύσει.
Ο Αζάριας κοίταξε τη Τζιλ, κι εκείνη άκουσε τη φωνή του στο μυαλό της να λέει μια μόνο λέξη: «Θάρρος!»
Azarias reached for the crystal that Jill was holding aloft, and, signaling to Luke, he strode to one side of the gateway while Luke went to the other. They each put their shoulders to the sides of the split stone slab, and slowly the two halves began to swing back toward each other. The luminous Ferrumari who were not already within the passageway with Polydora stood back and allowed the doors to close. The booming as the slab sealed shut was barely audible above the ongoing chorus of the Ferrumari, but once the gateway was closed, Luke and Azarias stepped back, holding the crystals aloft so that they could see where they needed to be replaced.
Ο Αζάριας πήρε τον κρύσταλλο που κρατούσε ψηλά η Τζιλ και κάνοντας νεύμα στον Λουκ, προχώρησε προς την μία πλευρά της πύλης, ενώ ο Λουκ πήγε προς την άλλη. Έβαλαν ο καθένας τους ώμους του στα χωρισμένα κομμάτια της πέτρινης πλάκας και αργά-αργά τα δύο τμήματα άρχισαν να κλείνουν το ένα προς το άλλο. Όσοι από τους φωτεινούς Φερρουμάρι δεν ήταν ήδη μέσα στο πέρασμα με την Πολυδόρα, έκαναν πίσω και άφησαν την πόρτα να κλείσει. Ο κρότος της πέτρινης πλάκας, που έκλεισε με ορμή, σχεδόν δεν ακούστηκε, πνιγμένος μέσα στο συνεχιζόμενο τραγούδι των Φερρουμάρι. Αλλά μόλις η πύλη έκλεισε, ο Λουκ και ο Αζάριας, κρατώντας τους κρυστάλλους ψηλά, έκαναν πίσω ώστε να μπορέσουν να δουν, πού θα τους τοποθετήσουν.
Καθώς το έκαναν, ένας από τους ψηλότερους αγγελικούς Φερρουμάρι στάθηκε μπροστά τους. Η λαμπερή μορφή, που φορούσε ένα στέμμα στο μέτωπο, υποκλίθηκε πρώτα στον Αζάριας και μετά στο Λουκ. Ύστερα άπλωσε τα χέρια του στον Αζάριας και τα χείλη του έδειχναν να κουνιούνται, αλλά μόνο ο Αζάριας μπορούσε να ερμηνεύσει τις λέξεις.
Ο Αζάριας υποκλίθηκε με τη σειρά του και έβαλε τον κρύσταλλο που κρατούσε στα χέρια του Φερρουμάρι. Το ίδιο έκανε κι ο Λουκ. Τότε ο βασιλιάς των αγγέλων στράφηκε και τοποθέτησε τον κρύσταλλο στη δεξιά πλευρά της πύλης. Έπειτα ανυψώθηκε με τα φτερά του και επανέφερε τον άλλο κρύσταλλο στη θέση του, στο πάνω μέρος της πύλης. Μετά στάθηκε ορθός και σήκωσε τα χέρια του προς το πλήθος του λαού του. Η χορωδία έφτασε σε κρεσέντο. Ακόμα κι ο αέρας πάλλονταν από το πλήθος των φωνών που τραγουδούσαν! Ύστερα, οβασιλιάςκατέβασεταχέριατου. Το τραγούδι τον Φερρουμάρι σταμάτησε. Η Τζιλ κοίταξε γύρω της και είδε τις φυσικές μορφές του λαού της Πόλυ να ατονούν, να σπάζουν σε πολύ μικρά κομματάκια φωτός και μετά να εξαφανίζονται.
Οι τέσσερις ταξιδιώτες από τη Γη έμειναν μόνοι στη Πλατεία των Αφεντών. Η Πολυδόρα και όλοι οι πρόγονοι της είχαν χαθεί.
Η αφήγηση μας θα κάνει εδώ ένα μικρό, αναγκαστικό διάλειμμα και θα επανέλθει στα τέλη Ιουνίου με διπλό κεφάλαιο.
Για το πρωτότυπο: http://jefmurray.com/framerunners/uncategorized/in-the-company-of-angels-episode-12-2-the-crucible-cont/