Το χαρακτηριστικό εκείνο που κάνει ίσως την πιο ξεχωριστή εντύπωση σε όποιον έρχεται σε επαφή με το λογοτεχνικό έργο του Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν είναι οι διάφορες γλώσσες που εμφανίζονται σε αυτό, και που δίνουν μια ιδιαίτερη νότα αυθεντικότητας στον φανταστικό κόσμο του. Αυτό δεν είναι τυχαίο, καθώς οι γλώσσες αποτέλεσαν από νωρίς το πάθος και την πραγματική αγάπη του ίδιου. Οι διάφορες μορφές των γλωσσών των Ξωτικών προϋπήρξαν και αποτέλεσαν την βάση πάνω στην οποία έχτισε τις ιστορίες του φανταστικού κόσμου της Άρντα. Όπως έγραψε ο ίδιος ο Τόλκιν, “η εφεύρεση των γλωσσών είναι το θεμέλιο. Οι ‘ιστορίες’ φτιάχτηκαν για να παράσχουν έναν κόσμο για τις γλώσσες, παρά το αντίθετο.”
Ο Τόλκιν ήταν ενθουσιώδης πολύγλωσσος, και άρχισε να μαθαίνει γλώσσες από την παιδική του ηλικία. Γνώριζε ελληνικά, λατινικά, φινλανδικά, ισπανικά και τις κελτικές διαλέκτους της Βρετανίας, αν και έδειξε ιδιαίτερη προτίμηση στις γερμανικές γλώσσες τις βόρειας Ευρώπης, με τις οποίες και ασχολήθηκε επαγγελματικά ως φιλόλογος. Ήδη στην εφηβεία του ήρθε σε επαφή με τεχνητές γλώσσες από το οικογενειακό του περιβάλλον: τα ξαδέρφια του Μαίρυ και Μάρτζορυ Ίνκλντον είχαν εφεύρει μια πρωτόγονη ψευτο-γλώσσα που αποκαλούσαν Animalic, όπου τα ονόματα των ζώων στα αγγλικά αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένες λέξεις. Σύντομα, η Animalic εγκαταλείφθηκε ως πολύ απλοϊκή, και τη θέση της πήρε η Nevbosh, ένα κράμα από αναγραμματισμένες λέξεις στα αγγλικά, γαλλικά και λατινικά.
Αυτές οι πρώτες απόπειρες δεν ήταν βέβαια πραγματικές γλώσσες, καθώς βασίζονταν απλά στην αντικατάσταση των λέξεων της αγγλικής με άσχετα σύνολα γραμμάτων. Αποτέλεσαν όμως το έναυσμα ώστε ο νεαρός Τζων να αρχίσει τη σύνθεση της πρώτης καθαρά δικής του γλώσσας, της Naffarin. Από τα λίγα σπαράγματα της γλώσσας που έχουν επιζήσει μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι αποτελούσε ένα ενδιάμεσο, ιδιαίτερα στον ήχο της, μεταξύ της Nevbosh και των Ξωτικών γλωσσών που θα τον απασχολούσαν τις επόμενες δεκαετίες. Αν και ο Τόλκιν αρχικά φιλοδοξούσε να κατασκευάσει μια “δική του” γερμανική γλώσσα, την ίδια περίοδο ανακάλυψε και μαγεύτηκε από δύο γλώσσες που θα έπαιζαν τον καθοριστικό ρόλο ως βάση των Ξωτικών γλωσσών: τα φινλανδικά και τα ουαλικά.
Παρά την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την αποστολή του στο μέτωπο της Φλάνδρας, ο Τόλκιν συνέχισε να ασχολείται με την “γλωσσοποιεία”, όπως ο ίδιος ονόμασε το χόμπυ του. Η εργασία αυτή εξελίχθηκε εξαρχής παράλληλα με την δημιουργία της δικής του μυθολογίας, με τις γλώσσες να τροφοδοτούν την μυθολογία και αντίστροφα: η σύνταξη του πρώτου καταλόγου Ξωτικών λέξεων, το Qenya Lexicon του 1915, και η πρώτη ιστορία του κόσμου της Μέση-γης, η “Πτώση της Γκόντολιν”, ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1916.
Σύντομα καθιερώθηκε η διαίρεση των Ξωτικών γλωσσών σε δύο οικογένειες: την “υψηλή” γλώσσα, βασισμένη στα λατικινκά, φινλανδικά και αρχαία ελληνικά, δηλαδή η πρώιμη Κουένυα (αρχικά Elfin, “Ξωτική”, ύστερα Qenya, Quenya), και η “κοινή” γλώσσα των Γνώμων, η Γνωμική (Gnomish) ή Γολγκόντριν (Golgodrin), βασισμένη στα ουαλικά. Εξαρχής ο Τόλκιν προσπάθησε να δώσει μια αίσθηση “ιστορικότητας” στη νέα οικογένεια γλωσσών που ανέπτυσσε, και εφηύρε επιπλέον ένα εξελικτικό υπόβαθρο, ξεκινώντας από την Πρώιμη Ξωτική γλώσσα (Primitive Quendian, PQ), και προχωρώντας στην Κοινή Έλνταριν (Common Eldarin, CE), από την οποία και διαχωρίστηκαν κατόπιν οι διάφορες άλλες γλώσσες και διάλεκτοι.
Αυτές οι δύο γλώσσες αποτέλεσαν τη βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε η συγγραφή των πρωτόλειων ιστοριών που αργότερα αποτέλεσαν το Σιλμαρίλλιον, δίνοντας έτσι πνοή στον κόσμο της Άρντα. Καθώς ο Τόλκιν συνέχισε να εξελίσσει τις Ξωτικές γλώσσες παράλληλα με την ιστορία των Ξωτικών, επιπλέον κλάδοι που προστέθηκαν τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 για να χρησιμοποιηθούν από διάφορες άλλες ομάδες Ξωτικών. Αυτές είναι οι γλώσσες Τέλεριν (Telerin), Άβαριν (Avarin), Ίλκοριν (Ilkorin) και Ντοριάθριν (Doriathrin), από τις οποίες οι δύο τελευταίες προορίζονταν ως γλώσσες των Ιλκορίντι, των Ξωτικών του Μπελέριαντ. Κατά την περίοδο συγγραφής του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών (1935-1955), οι Ξωτικές γλώσσες έλαβαν την “κλασσική” τους μορφή: η Γολγκόντριν εξελίχτηκε αρχικά στην γλώσσα των Νόλντορ (Noldorin), προτού τελικά αυτό τον ρόλο τον αναλάβει η Κουένυα, και η Νόλντοριν καταλήξει να γίνει ο άλλος μείζων γλωσσικός κλάδος της Ξωτικής, η Σίνταριν (Sindarin), η γλώσσα των Σίνταρ, όπως τώρα πια ονομάστηκαν οι Ιλκορίντι.
Για τις ανάγκες των ιστοριών του, ο Τόλκιν χρειάστηκε να αναπτύξει και τις γλώσσες των Ανθρώπων της Μέσης-γης. Κατά κύριο λόγο αυτές ήταν η βασισμένη στη γοτθική Ταλίσκα (Taliska), που μιλούσαν οι Ένταιν στο Μπελέριαντ, η Αντουναϊκή (Adûnaic), γλώσσα των ανθρώπων της Νούμενορ, με εμφανή στοιχεία δανεισμένα από τις σημητικές γλώσσες, και η Κοινή Γλώσσα της Μέσης-γης, η Γουέστρον (Westron). Η τελευταία αποδίδεται στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών “μεταφρασμένη” στα αγγλικά, ενώ κατ’ αντιστοιχία με την μεσαιωνική Ευρώπη οι συγγενείς γλώσσες των Ανθρώπων του Βορρά αποδίδονται με την αρχαία νορδική, η γλώσσα των Ροχίρριμ με την αγγλοσαξονική, και των κατοίκων του Ροβάνιον με την γοτθική γλώσσα. Οι Νάνοι απέκτησαν και αυτοί την δικιά τους γλώσσα, την Κχούζντουλ (Khuzdul) που μοιάζει με τα εβραϊκά, ενώ λιγότερο αναπτυγμένες γλώσσες απέκτησαν και οι Εντ (Entish), οι Βάλαρ (Valarin) και ο Μαύρος Άρχοντας και οι υπηρέτες του (Black Speech). Αρκετές άλλες γλώσσες αναφέρονται ονομαστικά στο έργο του Τόλκιν, χωρίς όμως περαιτέρω λεπτομέρειες ή παραδείγματα.
Παράλληλα με τις γλώσσες, ο Τόλκιν ανέπτυξε και αρκετά συστήματα γραφής για αυτές. Το ένα, οι ρούνοι ή Κιρθ (Cirth) του Ντάερον, είναι βασισμένο στο ιστορικό σύστημα ρουνικών της μεσαιωνικής Ευρώπης, και ο Τόλκιν ανέπτυξε διάφορες παραλλαγές του. Τα υπόλοιπα όμως, τα Σάρατι (Sarati) του Ρούμιλ, η Βαλμαρική (Valmaric) γραφή και τα πιο διάσημα Τένγκουαρ (Tengwar) του Φέανορ, η γραφή του Ενός Δαχτυλιδού, αποτελούν καθαρά δικές του επινοήσεις.
by Voronwë
Χρήσιμα λινκς:
http://folk.uib.no/hnohf/ardalambion
http://at.mansbjorkman.net