Μια προσπάθεια κατανόησης της απήχησης των έργων του Τόλκιν στο ελληνικό κοινό.
Τα έργα του καθηγητή Τόλκιν είναι διαδεδομένα σε ολόκληρο τον κόσμο και έχουν μεταφραστεί σε πάμπολλες γλώσσες. Στη χώρα μας οι αναγνώστες τους πολυάριθμοι και πιστοί. Που οφείλεται, όμως, η προτίμηση του ελληνικού κοινού σε αυτό το έργο; Τι βρίσκουν οι Έλληνες στα βιβλία ενός Άγγλου φιλόλογου, που ασχολείται με ένα απώτερο φανταστικό παρελθόν, βασισμένο εκ πρώτης όψεως σε γλώσσες, μύθους και παραδόσεις της Βόρειας Ευρώπης; Ποιά σύνδεση υπάρχει ανάμεσα στην νεοελληνική νοοτροπία και την επική Μέση-γη; Σε ποιό βαθμό είχε εκείνος επηρεαστεί από την δική μας μυθολογία και λογοτεχική κουλτούρα; Οι εξηγήσεις και οι αιτιολογίες είναι πάμπολλες και πολλές μελέτες παγκόσμιας εμβέλειας έχουν ήδη γραφτεί πάνω στο θέμα. Εμείς θα προσπαθήσουμε να τις συνοψίσουμε και να επικεντρωθούμε στα σημεία εκείνα, που σίγουρα έκαναν μέσα μας ένα μικρό «κλικ» καθώς διαβάζαμε για πρώτη φορά τα βιβλία. Μια λάμψη υποσυνείδητης αναγνώρισης και ταύτισης με γνώση και συναισθήματα θαμένα βαθειά στα πολιτιστικά μας γονίδια, που μας έκαναν να αποδεχτούμε και να αγαπήσουμε αυτά τα «ξενόφερτα» βιβλία.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο JRR Tolkien γεννήθηκε το 1892 και ως μαθητής και φοιτητής τις δεκαετίες 1910-20 ανατράφηκε με κλασσική παιδεία, Λατινικά και Αρχαία Ελληνικά. Έχοντας μια ενστικτώδη αδυναμία στις γλώσσες από μικρό παιδί, είχε αποκτήσει ένα εντελώς δικό του αισθητικό κριτήριο. Έτσι, μια γλώσσα του ήταν αρεστή ή όχι κυρίως από τον ήχο της. Αν και οι μεγαλύτερες αδυναμίες του ήταν τα Αγγλοσαξωνικά, τα αρχαία Ουαλλικά και τα αρχαία Φινλανδικά, πάνω στα οποία στήριξε αργότερα τις δικές του γλώσσες των Ξωτικών, θεωρούσε τα Ελληνικά μία από τις πλέον εύηχες γλώσσες. Σύμφωνα με τον βιογράφο του Humphrey Carpenter, ο καθηγητής είχε πει κάποτε: «Η ρευστότητα των Ελληνικών, τονισμένη ανά διαστήματα με τραχύτητα, και με την επιφανειακή της λάμψη, με σαγήνεψε. Αλλά μέρος της έλξης ήταν η αρχαιότητα και η απόσταση του ξένου (ως προς εμένα)». Ο ίδιος δε σε μια επιστολή του παραδέχεται πως: «Ανατράφηκα με τους Κλασσικούς, και πρωτοανακάλυψα την αίσθηση της λογοτεχνικής απόλαυσης στον Όμηρο». Όταν ήρθε, λοιπόν, η ώρα να γράψει τη δική του μυθολογία, δεν θα μπορούσε να λησμονήσει, ότι η Ελλάδα ήταν αυτή που έδωσε την πρώτη μορφή λογοτεχνίας στην Ευρώπη και ότι τώρα αυτός είχε την ευκαιρία να αποτίσει φόρο τιμής και να ξεπληρώσει με τον τρόπο του αυτό το χρέος. Θέλοντας να δημιουργήσει μια πλήρη μυθολογία για την δική του πατρίδα και θέλοντας να της προσδώσει την πατίνα του χρόνου και της «ιστορικότητας», συνειδητοποίησε πως δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερη βάση από αυτήν των ελληνικών μύθων.
Το πρώτο του διήγημα έχει τίτλο η «Πτώση της Γκόντολιν» και είναι μια άμεση αναφορά στην «Πτώση της Τροίας». Η Γκόντολιν μοιάζει με την Τροία. Είναι κι αυτή μια πόλη χτισμένη πάνω σε λόφο, αλλά είναι κρυμένη και οχυρωμένη, όσο καμιά πόλη στην υπαρκτή μυθολογία ή ιστορία. Είναι βεβαίως κι η πλουσιότερη και ομορφότερη από όλες. Οι εχθροί της την καταλαμβάνουν με δόλο, παρά τις προειδοποιήσεις της Ίντριλ, που ως άλλη Κασσάνδρα προσπαθεί να πείσει τον βασιλιά-πατέρα της, ότι το Κακό πλησιάζει. Και ενώ οι Έλληνες μπαίνουν στη Τροία μέσα σε ένα ξύλινο άλογο, τα Ορκς του Μόργκοθ χρησιμοποιούν μεταλικούς Δράκους για να πετάξουν πάνω από από τα επτά τείχη της Γκόντολιν. Ολόκληρη η δομή του κειμένου της «Πτώσης της Γκόντολιν» είναι βασισμένη στα ελληνικά μυθολογικά πρότυπα, από τα γενεαλογικά δέντρα των Ξωτικών Αρχόντων μέχρι τη λεηλασία της πόλης. Με την πρώτη αυτή ιστορία, ο Τόλκιν έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία της δικής του μυθολογίας για την Αγγλία και τη στήριξε στη σχολική του αγάπη, τον Όμηρο.
Και δεν σταμάτησε εκεί. Διαβάζοντας την δημιουργία του κόσμου στην αρχή του «Σιλμαρίλλιον», αμέσως σημειώνουμε ομοιότητες και διαφορές ως προς την ελληνική Κοσμογονία. Σημαντικότερη όλων είναι η σύγκριση του ίδιου του τρόπου της Δημιουργίας αλλά και των θεών. Οι Έλληνες δεν πίστευαν, ότι οι θεοί έφτιαξαν το Σύμπαν αλλά μάλλον ότι το Σύμπαν γέννησε τους θεούς. Στο σύμπαν του Τόλκιν υπάρχει ο Ένας ο μοναδικός πάνσοφος και παντογνώστης Πλάστης, ο Ιλούβαταρ, που δημιουργεί τόσο τον υλικό κόσμο, όσο και τους Άινουρ ή Βάλαρ. Οι Βάλαρ αποτελούν την γέφυρα μεταξύ του χριστιανικού μονοθεϊσμού και του παγανιστικού πολυθεϊσμού και συγχρόνως επιτελούν τον άλλο βασικό σκοπό της κλασσικής μυθολογίας – την προσωποποίηση της θεϊκής παρέμβασης στην ζωή των ανθρώπων. Υπάρχουν 15 Βάλαρ. Οι 14 από αυτούς ονομάζονται από τα Ξωτικά «Δυνάμεις του Κόσμου» και έχουν μεγάλες ομοιότητες με τους Ολύμπιους θεούς μας. Ο 15ος είναι ο Μέλκορ, αντίστοιχο του χριστιανικού Εωσφόρου, και αντιπροσωπεύει το απόλυτο Κακό.
Σχεδιάζοντας τους Βάλαρ, ο Τόλκιν επέλεξε να διατηρήσει μεν τα βασικά “θεϊκά” χαρακτηριστικά, αλλά να μην αντιστοιχίσει κανέναν τους απόλυτα με θεούς των άλλων ευρωπαϊκών μυθολογιών. Έτσι οι διάφοροι Βάλαρ μοιράζονται τις γενικές ιδιότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου, δανειζόμενοι και από το σκανδιναβικό και κέλτικο αντίστοιχο, είναι δε πολύ πιο ήπιοι και απόμακροι, σχεδόν αγγελικοί στην ποιότητα τους. Έχοντας δημιουργήσει την Άρντα από το Χάος με την Μουσική των Άϊνουρ, γίνονται οι φύλακες της, επιδιώκοντας την ασφάλεια και την πρόοδο αυτής της γης και των κατοίκων της, των Παιδιών του Ιλούβαταρ. Όμως, αντίθετα με τους Ολύμπιους, σπανίως παρεμβαίνουν δραστικά στις υποθέσεις τους. Ο ρόλος τους είναι μάλλον εκπαιδευτικός και συμβουλευτικός παρά ελεγκτικός. Επιτρέπουν σε Ξωτικά και Ανθρώπους να παίρνουν μόνοι τις αποφάσεις και να είναι υπεύθυνοι για τα αποτελέσματα των πράξεων τους.
Οι θεοί του Ολύμπου αντιπροσωπεύουν τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά και αισθήματα, όντας μάλλον εκείνοι δημιουργήματα των ανθρώπων, παρά το αντίθετο. Είναι άμεσοι θεοί, εμπλέκονται στην καθημερινότητα των θνητών, κάνουν σχέσεις μαζί τους και μοιράζονται τις καλές και τις κακές τους ιδιότητες. Αντίθετα, οι Βάλαρ παρά τα κοινά σημεία αναφοράς με τους Έλληνες θεούς, είναι απόμακροι, ανώτεροι και ιδανικοί.
Ο Μάνγουε, Άρχοντας των Βάλαρ, είναι κυρίαρχος των στοιχείων του αέρα και έχει για αγγελιαφόρους τους Αετούς, ακριβώς όπως ο Δίας. Η Βάρντα, η σύζυγος του, σαν άλλη Ήρα κυβερνάει το στερέωμα, τα αστέρια και την ενόραση. Κι αυτοί κατοικούν στην κορφή του ψηλότερου βουνού του κόσμου τους, στο Τανίκουετιλ, την κορφή των Πελόρι. Όμως ζουν με σοβαρότητα και γαλήνη, σαν αρχάγγελοι κι όχι με την το λάγνο πάθος και την εκδικητική ζήλια των δικών μας, πολύ ανθρώπινων θεών.
Ο Ούλμο, είναι ο άρχοντας των Υδάτων, πολύ κοντά στον Ποσειδώνα, χωρίς όμως την δική του ιδιοσυγκρατική προσωπικότητα. Όλα τα νερά της Μέσης-γης, ιδιαίτερα οι πηγές και τα ποτάμια, είναι ιερά και θεραπευτικά. Η δύστροπη και επικίνδυνη συμπεριφορά της θάλασσας αποδίδεται στους βοηθούς του, τον Όσσε και την Ούινεν, που αντιστοιχούν στον Τρίτωνα και τις Νηριίδες. Όπως ο Ποσειδώνας, έτσι κι ο Ούλμο είναι δεύτερος στη ιεραρχία των θεών, και κατοικεί μακριά τους στα βάθη των ωκεανών.
Ο ρόλος της Μάνας-Φύσης αποδίδεται πάντα σε μια θηλυκή θεότητα. Η Δήμητρα (Γαία-μήτηρ) στην Ελλάδα, η Γιαβάννα (Γιάβε=καρπός) στη Μέση-γη. Ονομάζεται και Κεμεντάρι, βασίλισσα της γης. Είναι παντρεμένη με τον με τον Άουλε, τον σιδηρουργό, ανάλογο με τον δικό μας Ήφαιστο, κι η σχέση τους είναι δύσκολη, όχι γιατί εκείνη είναι άπιστη όπως η δική μας Αφροδίτη, αλλά γιατί τα ενδιαφέροντα τους είναι τελείως διαφορετικά και πολλές φορές αντίθετα.
Αδελφή της Γιαβάννα είναι η Βάνα, που το όνομα της σημαίνει «η παντοτινά νέα» και που το πέρασμα της κάνει τα λουλούδια να ανθίζουν και τα πουλιά να κελαηδούν, αντίστοιχη της δικής μας Περσεφόνης. Είναι γυναίκα του Όρομε του Κυνηγού, που ακολουθεί περισσότερο τα κέλτικα πρότυπα, θυμίζοντας έντονα τον Κερνούνο, αντίθετα με την αδελφή του τη Νέσσα, που είναι η Κυρά του Λευκού Ελαφιού, η Δρομέας και η Χορεύτρια, αντίστοιχη της Αρτέμιδας. Αλλά δεν είναι παρθένα, όπως η Άρτεμις, είναι παντρεμένη με τον Τούλκας, τον γελαστό πολέμαρχο, αντίστοιχο του σκανδιναβού Θορ.
Στην ελληνική μυθολογία έχουμε τον Μορφέα, «τον αδελφό του θανάτου». Στην Άρντα βρίσκουμε τον Ίρμο, τον άρχοντα των Ονείρων. Γυναίκα του είναι η Έστε, η Θεραπεία και αδελφός του ο Νάμο, πιο γνωστός ως Μάντος, Φύλακας και Κριτής των Νεκρών. Σύζυγος του Νάμο είνα η Βάϊρε, η Υφάντρα (μόνο μία στη παράδοση της Μέσης-γης), που δεν υφαίνει το πεπρωμένο θνητών και αθάνατων, αλλά ιστορεί στα κεντίδια της όλα όσα συνέβησαν στον κόσμο. Πιο βόρεια στον χαρακτήρα, αλλά παράλληλη με τις δικές μας Κλωθώ, Λάχεση και Άτροπο.
Τέλος υπάρχει η Νιένα, η Αθηνά της Άρντα, που εκπροσωπεί την Σοφία αλλά και το Έλεος. Αυτές οι ιδιότητες της βοήθησαν όσο τίποτε άλλο την νίκη του Φωτός επί του Σκότους. Δικός της μαθητής και απεσταλμένος, σύμβουλος-προστάτης της Μέσης-γης, ήταν ο Ολόριν ή Γκάνταλφ.
Πέραν των βασικών αυτών συγκρίσεων υπάρχει και η ίδια η εικόνα της Μέσης-γης, που ενώ σε πρώτη ανάγνωση προβάλει ένα τυπικά μεσαιωνικό πρότυπο, έχει μια ειδοποιό διαφορά. Είναι μια μεσαιωνική Ευρώπη, όπου οι Άνθρωποι συνυπάρχουν με μυθικά πλάσματα. Ξωτικά, Νάνοι, Δράκοι, Έντς και Χόμπιτς αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της. Ακριβώς όπως και στην ελληνική μυθολογία, όπου οι άνθρωποι συναναστρέφονταν δρυάδες και νύμφες, κενταύρους, σάτυρους και τέρατα.
Στη συνέχεια οι ιστορίες γίνονται πιο περίπλοκες, οι ήρωες δανίζονται στοιχεία από τις σκανδιναβικές saga, τα γεγονότα είναι πιο φανταστικά. Μέχρι που φτάνουμε στη «Ιστορία των παιδιών του Χούριν» και πρωτογνωρίζουμε τον καταραμένο Τούριν. Ξέρουμε ότι ο καθηγητής τον έχει βασίσει πάνω στον ήρωα του παραδοσιακού ισλανδικού έπους «Καλέβαλα», αλλά για μας η ιστορία του είναι μια αρχαία ελληνική τραγωδία στο φόντο της Μέσης-γης. Όλα τα στοιχεία είναι εκεί: κατατρεγμός, ηρωϊσμός, παιγνίδια της μοίρας, ύβρις, αιμομιξία, ο από μηχανής θεός, η τελική αιματοβαμμένη κάθαρση. Το μυαλό πάει αυτόματα στον τραγικό Οιδίποδα. Ο παραλληλισμός είναι αναπόφευκτος. Ίσως γι αυτό κι ο Τούριν να είναι από τους πλέον αγαπητούς ήρωες του «Σιλμαρίλλιον». Αλλά κι ο πατέρας του, ο ηρωϊκός Χούριν, έχοντας τολμίσει να αντιπαρατεθεί με τον ίδιο τον Μόργκοθ, βρίσκεται αλυσοδεμένος στις πλαγιές του βουνού Θανγκόροντριμ, να τιμωρείται αιώνια, υπομένοντας όλα τα μαρτύρια χωρίς να μπορεί να πεθάνει, ως άλλος Προμηθέας.
Και μετά έρχεται η Νούμενορ, η Αταλάντε, όπως ο ίδιος ο Τόλκιν την ονομάζει στον «Χαμένο Δρόμο». Άμεση αναφορά στην Πλατωνική Ατλαντίδα. Ένα νησί-ήπειρος, δώρο των θεών, όπου οι Άνθρωποι μεγαλούργησαν, αναπτύσοντας έναν θαυμαστό πολιτισμό. Υποκύπτουν, όμως τελικά στη ανθρώπινη φύση τους και τον φόβο του θανάτου. Με την δολερή παρένεση του Σάουρον, αντιτάσσονται στους Βάλαρ, αναζητώντας την απαγορευμένη σε αυτούς αθανασία, υπογράφοντας την καταδίκη τους. Ο Μάνγουε στέλνει μια τρομακτική καταιγίδα, που πνίγει τους αλλαζονικούς στόλους τους και καταποντίζει την πατρίδα τους. Μόνο ελάχιστοι Πιστοί σώζονται και μεταφέρουν τον απόηχο του πολιτισμού τους στη Μέση-γη.
Αλλά και οι γνωστότεροι ήρωες του «ΑτΔ», όπως ο Φρόντο και ο Άραγκορν, έχουν τα βασικά στοιχεία του κλασσικού ήρωα. Επιφανειακά η στάση και η συμπεριφορά τους θυμίζει περισσότερο τους ήρωες της σκανδιναβικής, γερμανικής και αγγλοσαξωνική παράδοσης, ανθρώπους ατρόμητους, γενναίους που ψάχνουν την τύχη τους και την γενική αναγνώριση. Ήρωες που αποδέχονται χωρίς μεμψιμοιρία οτιδήποτε τους επιφυλάσσει η μοίρα τους και που συχνά θυσιάζονται για να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους. Τέτοιοι ήρωες, όπως ο Beowulf και ο Wanderer, ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί στον Τόλκιν, λόγω της ειδικότητας του ως καθηγητή της Αγγλοσαξωνικής. Όμως ο Τόλκιν ήξερε ακριβώς τι ήθελε να πεί με την ιστορία του, έτσι οι ήρωες του έχουν στοιχεία από σχεδόν όλες τις παραδόσεις, χωρίς βέβαια να λησμονεί και τους αρχετυπικούς ήρωες της ελληνικής μυθολογίας. Οι αρετές και τα κίνητρα των αρχαίων ελλήνων ηρώων ήταν αυτά του κοινού ανθρώπου. Πίστη στους θεούς, εξυπνάδα, γνώση, ανδρεία, βαθύ αίσθημα δικαιοσύνης, βοήθεια στους αναξιοπαθούντες, φιλία, αφοσίωση στην σύντροφο και ασείγαστη αγάπη και πάθος για το «νόστιμον ήμαρ».
Έτσι είναι εύκολο να καταλάβουμε τη βαθειά αγάπη του Frodo για το Shire, την αφοσίωση του Sam στον Frodo ή τη βαθειά αγάπη του Aragorn στην Arwen. Η απίστευτη περιπέτεια που ζουν οι τέσσερεις Hobbit είναι στην ουσία μια μικρή Οδύσσεια. Ξεκίνησαν από την ήσυχη χώρα τους για ένα μεγάλο σκοπό, χάθηκαν, ταλαιπωρήθηκαν, κινδύνεψαν, βρήκαν όμως και φίλους στο δρόμο και υποστηρικτές, αλλά πάνω από όλα δεν λιποψύχησαν. Εκτέλεσαν την αποστολή τους με μοναδική επιθυμία την επιστροφή στην πατρίδα. Και όταν επέστρεψαν εκεί βρήκαν μια έκρυθμη κατάσταση, την οποία κλήθηκαν να διευθετήσουν.
Τα κοινά μοτίβα είναι πάμπολλα. Με καθαρά ελληνική λογική, ο Τόλκιν πιάνετε από ένα όνομα για να δημιουργήσει μια παράπλευρη μικρή ιστορία ή ένα ποίημα. Για παράδειγμα, όταν η Συντροφιά μπαίνει στο Λόριεν, περνά τον ποταμό Νίμροντελ και ο Λέγκολας δράττεται της ευκαιρίας να τους τραγουδήσει το μοιρολόϊ της ομόνυμης Ξωτικής πριγκίπισσας που χάθηκε ψάχνοντας τον αγαπημένο της Άμροθ. Έτσι από ένα όνομα βγαίνει μια ιστορία και ένα τραγούδι που την εξιστορεί. Όπως ο Όμηρος, που ξεκινώντας από το το όνομα της πόλης Ίλιον, έφτιαξε το ομότιτλο έπος, την Ιλιάδα, που ιστορούσε την ιστορία αυτής της πόλης.
Αλλά οι συγκρίσεις ξεπερνούν τα όρια της αρχαιότητας και ακουμπούν και άλλα κομμάτια της ελληνικής ιστορικής μνήμης. Τι είναι οι Rangers του Βορρά, αν όχι Ακρίτες; Σύνορα φυλάνε κι αυτοί, σε καιρούς σκοτεινούς κι επικίνδυνους. Σαν τον Διγενή, έτσι κι Aragorn, είναι από δύο γένη –Άνθρωπος από νουμενοριανή ρίζα αλλά αναθρεμμένος από τα Ξωτικά- και στέκει ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους. Κι όπως ο ένας πάλεψε με τον Χάροντα στα Μαρμαρένια Αλώνια, έτσι κι άλλος πάλεψε με τον Sauron μέσα από το palantir. Ο θνητός που ξεπερνάει τον εαυτό του και αντιμετωπίζει έναν αθάνατο ως ίσος προς ίσον. Και έπειτα, μετά τη νίκη, η ικανότητα κατανόησης των διαφορετικών λαών είναι αυτή που τον αναδεικνύει ως τον ικανό ηγέτη, που θα συμφιλιώσει της αντιθέσεις και θα γιατρέψει τις πληγές, που ο πόλεμος έχει προκαλέσει στη Μέση-γη.
Το θέμα είναι τεράστιο και τα παραδείγματα ατελείωτα. Ας το κλείσουμε προς το παρόν με το εξής: Ο Τόλκιν προσπάθησε στη διάρκεια της ζωής του να ολοκληρώσει έναν επικό κύκλο αντάξιο με αυτόν του Ομήρου, προσαρμοσμένο στη νοοτροπία της Αγγλίας και ποτισμένο με τις κέλτικες και αγγλοσαξωνικές παραδόσεις. Και το πέτυχε, στο βαθμό που ο μαθητής μιμείται και τιμά τον δάσκαλο του. Τα γραπτά του έχουν πραγματικά επικές διαστάσεις τόσο στη θεματολογία τους, όσο και στο εύρος και το μεγαλείο της αφήγησης, το ψυχικό σθένος των ηρώων, αλλά και την εσωτερική κρυμμένη ποίηση ενός έμμετρου-πεζού λόγου. Δεν είναι άστοχος ο χαρακτηρισμός του έργου του Τόλκιν, ως φανταστικό έπος. Και είναι ένα έπος αντάξιο των αρχαίων ελληνικών αντιστοίχων τους.
Καίτη Καραγεώργη aka circi