Η Dimitra aka Joralyn μας δίνει τη δική της, πολύ χαρακτηριστική ματιά, του όμορφου ταξιδιού μας.
Είμαι η Joralyn και όσοι με γνωρίζετε, ξέρετε πως γράφω και αφηγούμαι ιστορίες. Μα τούτην εδώ την ιστορία την έζησα αληθινά, παρέα με αγαπητούς συντρόφους που πιθανόν γνωρίζετε κι εσείς, και δη τους εξής: circi, Melyanna, Nimrodel, Undomiel, Beorn, Glorfindel, Eomer, Voronwe, Finrod, Smaug, και Petunia Brambleberry-Gamgee… Εχμμμ, συγνώμη, την Petunia δεν την ξέρετε. Θα σας μιλήσω αργότερα για την αφεντιά της.
Είπαμε το λοιπόν, μιας και μας προσκάλεσαν οι φίλοι του αδελφού συλλόγου της Αλαμανίας, Γερμανίας, Δοϋτσλάνδης ή όποιας άλλης ονομασίας προτιμάτε για τη χώρα των λουκάνικων και της μπύρας, να ανταποκριθούμε στην πρόσκλησή τους και να αδράξουμε την ευκαιρία να δούμε και κάποιες περιοχές που δεν είχαμε επισκεφθεί στο παρελθόν. Κι αφού μαζώξαμε τα ωραία μας κοστούμια, τα ωραία μας δώρα, τα ωραία μας κείμενα προς παρουσίαση, την Πέμπτη 19/7/2018 ανεβήκαμε στη ράχη του Thorondor… εεε συγνώμη, μπήκαμε στο αεροπλάνο εννοώ, και τρεις ώρες αργότερα προσγειωθήκαμε στη Φραγκούφτη – όπως ευγενικά την αποκαλεί η αγαπημένη μας circi.
Η αλήθεια είναι ότι μας πήρε λίγο χρόνο για να ξεφύγουμε από την γραφειοκρατία της ενοικίασης αυτοκινήτων, αλλά όταν πλέον η circi, η Beorn – δεν θέλω σχόλια – και ο Eomer, είχαν πάρει τα γκέμια… τα τιμόνια εννοώ… ξεκινήσαμε. Ο προορισμός μας ήταν η Θουριγγία, μια περιοχή της πρώην ανατολικής Γερμανίας, που ωστόσο κρύβει πολλούς θησαυρούς, όπως αποδείχθηκε.
Με τον ήλιο – και το GPS – να μας καθοδηγούν, φτάσαμε μετά από λίγη ώρα στο Eisenach και στον πρώτο μας σταθμό. Το κάστρο Wartburg. Σε μια ελεύθερη αγγλογερμανική μετάφραση θα μπορούσε να είναι το κάστρο της κρεατοελιάς, και χάρηκα πολύ όταν διαπίστωσα πως δεν ήταν. Λένε μάλιστα πως είναι από τα πιο καλοδιατηρημένα κάστρα της Γερμανίας.
Η πρώτη μας στάση ήταν, ως ευσυνείδητοι χομπιτιάζοντες περιηγητές, στην ταβέρνα ή αλλιώς κυλικείο του κάστρου, όπου δεν αντισταθήκαμε στην παραδοσιακή πατατοσαλάτα με ξινολάχανο και φυσικά θουριγγιανά λουκάνικα με μουστάρδα, γλυκό με κρέμα και φρούτα του δάσους, και φυσικά… μπύρες! Έπρεπε να μη βιαστώ να καταβροχθίσω το γεύμα, καθότι, η κατοπινή βόλτα επεφύλασσε εκπλήξεις που χρειάζονταν ένα επιπλέον παγωτό για να γεμίσει τα κενά εκεί στο χομπιτοστομάχι μας, ώστε να πάρουμε δυνάμεις.
Το κάστρο είναι πράγματι εντυπωσιακό. Στέκει περήφανο πάνω σε έναν ψηλό λοφίσκο και αγναντεύει τις μεγάλες πεδιάδες με τα σιτηρά και τα ηλιοτρόπια της, το χρυσαφένιο θέαμα των οποίων διακόπτουν μόνο οι πελώριες ανεμογεννήτριες, άφθονες και τόσο κοντά μας όταν ήμασταν στους κάμπους, που αισθανόμουν λίγο σαν τον Κιχώτη που βλέπει γίγαντες σε κάθε ανεμόμυλο έξω από τη Μάντσα.
Μόνο που εδώ ήταν Γερμανία, και θαυμάζαμε το κάστρο, μιας και όσοι μας ξέρουν καταλαβαίνουν πόσο μας αρέσουν αυτά τα ωραία τα μεσαιωνικά παιχνιδάκια. Ξέρετε… ψηλά κάστρα, σιδερόφρακτοι ιππότες, καλοδουλεμένα σπαθιά, βαριές πανοπλίες, κύπελλα ξέχειλα με μπύρα, πυρσοί να φωτίζουν σκοτεινά υπόγεια, πολεμίστρες για να αμυνθούμε σε περίπτωση πολιορκίας, μια πύλη με την καλή της γερή αλυσίδα που ενώνει τα άκρα της τάφρου, περίτεχνα γλυπτά με δράκους και έτερα θαυμαστά πλάσματα, ένα λουτρό με τοιχογραφίες… Και η φαντασία μας συμπλήρωσε τα υπόλοιπα.
Να, σε εκείνο το παραθύρι στεκόταν η δεσποσύνη και κεντούσε περιμένοντας τον ιππότη της να επιστρέψει από την εκστρατεία. Από ψηλά του πετούσε το μαντήλι της κι εκείνος το έφερνε στα χείλη του. Ύστερα, εδώ σε αυτό το μεγάλο τραπέζι στηνόταν το γλέντι. Κυράδες και άρχοντες έτρωγαν, έπιναν, τραγουδούσαν… Σε εκείνο το μπουντρούμι θα πρέπει να ήταν οι φυλακές. Γιατί δεν ήταν όλα ηρωισμοί και ρομαντισμός. Αλλά για εμάς ήταν ένα μικρό ονειράκι που έγινε αληθινό… να περπατήσουμε στις ίδιες πέτρες που κάποτε πέρασε κάποιος χωροδεσπότης της μακρινής εκείνης γης.
Αναζητώντας εκείνο το παγωτό που σας έλεγα παραπάνω, ο δρόμος μας έφερε στο Rittergut, το συμπαθητικό μας καταφύγιο. Εκεί μας υποδέχτηκαν οι φίλοι του Γερμανικού συλλόγου κι ένας περιπλανώμενος παγωτατζής, που ήρθε πάνω στην ώρα για να δροσίσουμε τα φρυγμένα μας χείλη. Βρήκαμε τα δωμάτιά μας και ουπς, στην αποπάνω κουκέτα… η Beorn… στην αποκάτω του λόγου μου.
Οι πρώτες μπύρες με τα Γερμανοτολκινόπαιδα έβρεξαν την επίσκεψή μας και άρχισα να γνωρίζω κάποιους, αν και κουρασμένη από το πρωινό ξύπνημα. Ευγενικοί, θορυβώδεις, ανοικονόμητοι χομπιτομαθημένοι, είχαν φτιάξει ένα σκηνικό που ήταν έτοιμο να φιλοξενήσει μια εκδήλωση είκοσι χρόνων από την ίδρυση του συλλόγου τους. Ένα πανό με την επιγραφή «A long expected party» έκλεβε την παράσταση κρεμασμένο στα κλαδιά μιας ωραιότατης νεαρής φλαμουριάς. Μετά από δυο τρεις μπύρες, χαιρετούρες, γέλια, «και πιες, κύριε Σκουντρή», αποσυρθήκαμε στα κρεβάτια μας, που φάνταζαν ιδιαίτερα θελκτικά.
Ξυπνήσαμε αρκετά νωρίς, και δεδομένου ότι το πρωινό σερβιριζόταν στις 8, αποφασίσαμε να τριγυρίσουμε στα πέριξ. Εκεί έπιασα φιλίες με μια ομιλητική γατούλα που με ακολουθούσε παντού και με οδήγησε σε μικρές, όμορφες γωνιές του κτήματος. Πρώτα εκεί που φώλιαζαν φασιανοί, παρέα με ήμερα κατάλευκα περιστέρια κι έναν τσαλαπετεινό. Κατόπιν στην κουνελοφωλιά με κάμποσα μωρά κουνελάκια να με κοιτάζουν έκπληκτα, ενώ έκρυβαν τα μουτράκια τους στα χορταράκια. Τέλος στα ίχνη μιας ορδής από παχουλές κότες που έβοσκαν στο δροσερό χορτάρι. Η γατούλα κι εγώ καθίσαμε κάτω από μια σημύδα να κουβεντιάσουμε περεταίρω και θα αποκοιμιόμουν για τα καλά, αν δεν είχε πάει ήδη οκτώ.
Μετά το πρωινό ξεκινήσαμε για τη Βαϊμάρη. Είναι μια πόλη με ιδιαίτερο ιστορικό βάρος, αλλά και καλλιτεχνικό, αφού εκεί υπάρχει το σπίτι-μουσείο του Goethe, που κάποιοι από εμάς επισκέφθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι προτίμησαν την περιήγηση στο συνδυασμό: καφές, λουκάνικο, παγωτό, λεμονάδα, λουκάνικο, παγωτό, μπύρα, λουκάνικο… Ενώ παράλληλα χάζευαν τους ήρεμους δρόμους του ιστορικού κέντρου της Βαϊμάρης, όπου γραφικά αμαξάκια που τα οδηγούσαν ωραίες κοπέλες και αμαξάδες με ημίψηλα, πρόσφεραν βόλτα στα πλακόστρωτα δρομάκια της πόλης. Κι αν ήθελες να είσαι στο πνεύμα, έπαιρνες το παρασόλι που σου πρόσφεραν και ένιωθες λίγο σαν την Έλντα του κόντε Δημάρα από τον Επαναστάτη Ποπολάρο.
Κι όταν μαζευτήκαμε πάλι όλοι μαζί, δρόμο παίρνουμε, δρόμο αφήνουμε και φτάνουμε στη Λειψία. Θα παραλείψω όλα τα φαιδρά μιας απελπισμένης περιήγησης στον σιδηροδρομικό σταθμό προς άγραν τουαλέτας και θα πάω στα ζουμερά.
«Κλείσε τα μάτια», μου είπε η circi. «Κλείσε και άκου τον πολιτισμό».
Η Λειψία είναι η ψυχή των σπουδαστών κλασικής μουσικής. Ένα από τα πιο μαγικά σημεία αυτού του τετραήμερου είναι τα κουαρτέτα που έπαιζαν μουσική στις πλατείες και στους πλακόστρωτους δρόμους της παλιάς πόλης. Μια πόλης που υπέφερε και από τους βομβαρδισμούς του Β’ παγκοσμίου πολέμου, αλλά και από την «ανατολικοποίηση» των κτισμάτων της. Μόνο που, ευτυχώς για όλους μας, ανοικοδομήθηκε και είναι πλέον μια κούκλα. Με οικήματα αληθινά κομψοτεχνήματα και γοτθικούς ναούς που παραπέμπουν σε εποχές που ο αέρας πλημμύριζε από μουσική, ήχο από καμπάνες και τέθριππα που έσερναν άμαξες στους δρόμους, ενώ τη νύχτα η ομίχλη τύλιγε τους φανοστάτες σε ημιδιάφανα πέπλα.
Στην επίσκεψή μας στην Thomas Kirche, όπου υπηρέτησε για χρόνια και είναι θαμμένος ο μέγας Johann Sebastian Bach, χαζέψαμε τα εξαιρετικά βιτρώ, τον λιτό, αλλά επιβλητικό διάκοσμο, και τα πελώρια εκκλησιαστικά όργανα. Μπήκαμε σε κάποιες μικρές αίθουσες όπου είδαμε κάποια μουσικά όργανα από την εποχή του Μπαχ, καθώς και χειρόγραφα της εποχής.
Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να αποφύγουμε μια σύντομη επίσκεψη στο Κελάρι Auerbach, το άλλοτε ταβερνείο που ο Goethe λένε πως καθόταν κι έγραφε τον Φάουστ. Υπόγειο, ατμοσφαιρικό, γεμάτο τοιχογραφίες εποχής, με εκλεκτή κουζίνα, και δελεαστική κάβα. Ωστόσο προτιμήσαμε ένα υπαίθριο εστιατόριο για τα λουκανικομπυρόνια μας, και μια gellateria ιταλική για το παγωτό μας. Και δώσαμε την υπόσχεση να επιστρέψουμε κάποια μέρα.
Επιστρέφοντας κάναμε μια στάση στο Μνημείο των Εθνών, και θαυμάσαμε το εντυπωσιακό κτίριο που φιλοξενεί το κρεματόριο της Λειψίας, και μαζί τον υπέροχο κήπο όπου τα πνεύματα των νεκρών τιμώνται από τους ζωντανούς. Ένα μέρος αληθινά γαλήνιο, που σε τίποτα δεν θυμίζει απώλεια κι οδύνη.
Περιττό να πω για τις μπύρες που ήπιαμε ξανά στο Rittergut με τους φίλους μας τους γερμανούληδες.
Την επόμενη μέρα χωριστήκαμε. Κάποιοι πήγαν στο γειτονικό Erfurt, την πρωτεύουσα της Θουριγγίας, ενώ κάποιοι έμειναν στο Rittergut για ανάπαυση και κουβέντα. Το μεσημέρι μαζευτήκαμε όλοι και ξεκινήσαμε την προετοιμασία για την παρουσίαση μας. Προηγήθηκε η παρουσίαση της εικονογράφου του Hobbit, Jemima Catlin, επίσημης προσκεκλημένης των Γερμανών. Συμπαθής και γλυκομίλητη, ήταν ότι έπρεπε να προετοιμάσει η δική μας εμφάνιση.
Ξεκίνησε ο αγαπητός Voronwe, παρουσιάζοντας την πορεία του συλλόγου μας από το 2013, που είχαμε πάει ξανά επίσημα, ως και σήμερα. Μίλησε για την παρουσία μας σε εκδηλώσεις, τις παραστάσεις μας, τις εκδρομές μας, το συμπόσιο για τα 15 χρόνια…
Κι εδώ θα σας θυμίσω την Petunia Brambleberry-Gamgee που σας ανέφερα στην αρχή. Αυτή λοιπόν, ταξίδεψε μέσα στη βαλίτσα μου, και βρήκε ευκαιρία να πεταχτεί και να πει την ιστορία της. Ότι δηλαδή κάποτε όταν ήταν μικρή χομπιτούλα, είχε κρυφακούσει τον νεαρότερο τότε Bilbo να αφηγείται ένα περιστατικό με αινίγματα. Αυτή η αφήγηση της έξαψε την περιέργεια, κι έτσι έμεινε να ακούσει. Έμαθε, λοιπόν, για το πλάσμα που λεγόταν Gollum, και που σε αντάλλαγμα την έξοδο από την ανήλιαγη σπηλιά του, ο Bilbo άρχισε ένα παιχνίδι με γρίφους μαζί του. Βέβαια η Petunia μπορεί να μην θυμόταν αυτολεξεί τα πάντα και να βοηθήθηκε από ένα παράξενο palantir, αλλά μπορούσε να γίνεται Gollum και Bilbo και πάλι Petunia, ξανά και ξανά καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης. Νομίζω πως οι Γερμανοί –αλλά και οι Έλληνες – διασκέδασαν αρκετά με τα αινίγματά της. Μόνο που τους άφησε στα κρύα του λουτρού, όταν επρόκειτο να αποκαλύψει τι είχε τελικά ο Bilbo στις τσέπες του, διότι ο συγκεκριμένος εκείνη τη στιγμή ετοιμαζόταν να βγάλει λόγο κάτω από το δέντρο του πάρτυ.
Ο άρχοντας Glorfindel με τη βοήθεια της Beorn, πήραν τη σκυτάλη και έπαιξαν παντομίμα με τους θεατές. Η Petunia πολύ το διασκέδασε. Κι εγώ μαζί της. Στο τέλος άπαντες δοκίμασαν ελληνικό λικέρ μαστίχα, τσιπουράκι και ελληνικές σοκολάτες. Όχι, παίζουμε!
Ύστερα όοολοι μαζευτήκαμε για να δούμε όσα είχαν να μας παρουσιάσουν. Γελάσαμε βλέποντας τις φάτσες μας στην οθόνη – έργο ενός δαιμόνιου φωτογράφου – απολαύσαμε μικρά σκετσάκια, χιουμοριστικά δρώμενα, και τέλος φυσικά… μπύρες!
Το επόμενο πρωί, όσοι δεν είχαμε επισκεφθεί το Erfurt το κάναμε. Και πολύ καλώς πράξαμε! Ένα κόσμημα! Σταθήκαμε τυχεροί να ακούσουμε εκκλησιαστικό όργανο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του καθεδρικού. Ομολογώ πως ακόμα και η ανέμελη Petunia, που κρύβεται καλά μέσα μου ένιωσε βαθιά συγκίνηση.
Η πόλη είναι πραγματικά μαγική. Ένα σωρό σπιτάκια χτισμένα στις όχθες του ποταμού, με μια γεφυρούλα που περνά ανάμεσά τους, κι αυτά στέκουν ήρεμα επάνω της. Ατμόσφαιρα μαγική, παραμυθένια. Μικροί δρόμοι, πλακόστρωτοι, με μικρομάγαζα, ακόμα και δυο μηχανικά υπαίθρια κουκλοθέατρα, κάτι που δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Μια πόλη που έχω υποσχεθεί να επισκεφτώ ξανά, να περπατήσω πάλι από άκρη σε άκρη, να απολαύσω τον γλυκόπιοτο καφέ και τα εξαίσια γλυκά της, να δοκιμάσω νέες γεύσεις και να γεμίσω τη μνήμη μου εικόνες, ήχους, μυρωδιές.
Με βαριά καρδιά, ομολογώ, επέστρεψα στο Rittergut για τους αποχαιρετισμούς και την αναχώρηση. Το αεροπλάνο μας έφερε πίσω σε μια Αθήνα που από την επόμενη μέρα θα φλεγόταν. Μα η μνήμη μας κράτησε για παρηγοριά την ανάμνηση του ταξιδιού. Και η αλήθεια είναι πως ήδη περιμένω με ανυπομονησία το επόμενο!
Joralyn