Η Γλώσσα της Faerie

Με μεγάλη χαρά και υπερηφάνεια σας παρουσιάζουμε την ομιλία που έκαναν οι κυρίες Δήμητρα Νικολαίδου και Βάγια Ψευτάκη στο πλαίσιο της πρώτης Ημερίδας Τόλκιν στη Θεσσαλονίκη, που έλαβε χώρα στις 11 Μαρτίου 2017 στην Δημοτική Πινακοθήκη “Casa Bianca”.

To Βουνό του Smaug, J. R. R. Tolkien.

Η πιο έντονη ανάμνησή μου από την πρώτη φορά που διάβασα τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, δυστυχώς δεν έχει να κάνει ούτε με λυγερά ξωτικά ούτε με μαγικά σπαθιά ούτε με πόλεις που γυαλίζουν λευκές στον ήλιο. Θυμάμαι ωστόσο να διαβάζω τη σκηνή όπου η Σέλομπ επιτίθεται στον Φρόντο. Συνειδητοποίησα μετά από λίγο ότι το στόμα μου είχε ανοίξει από φρίκη και τα μάτια μου είχαν γουρλώσει. Με κανένα άλλο βιβλίο δεν μου είχε συμβεί να ζω τόσο έντονα την αφήγηση ώστε να σωματοποιήσω την αντίδρασή μου, σαν να ήμουν όντως από μια πλευρά και να βλέπω τη μάχη ξέροντας καλά πως η μοίρα του κόσμου εξαρτιόταν από αυτή.

Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ

Δεν νομίζω ότι λέω κάτι καινούργιο. Όταν πρωτοξεκίνησα να διαβάζω τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών ένοιωσα – όπως κάθε αναγνώστης του Τόλκιν– πως είχα αρχίσει από τη μέση της ιστορίας, πως ο κόσμος της Μέσης Γης υπήρχε ή είχε υπάρξει στο παρελθόν, και πως ήταν εξίσου –και περισσότερο!– ζωντανός με τον κόσμο που ήξερα.

Ήταν σα να είχα ανακαλύψει ένα σύμπαν παράλληλο, την ύπαρξη του οποίου τόσο καιρό διαισθανόμουν, αλλά κάπου είχα χάσει τα κλειδιά του, ένα σύμπαν άγνωστο, αλλά ταυτόχρονα άμεσα αναγνωρίσιμο.

Θα περνούσαν πολλά χρόνια πριν καταλάβω από πού προερχόταν αυτή η αίσθηση, και η απάντηση που ανακάλυψα ήταν τόσο «μαγική», όσο φανταζόμουν τότε.

Στο ενδιάμεσο βέβαια, συνέβησαν πολλά. Ενηλικιώθηκα και ανακάλυψα πως σε αντίθεση με τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, οι μάχες της «πραγματικής» ζωής δεν είναι ποτέ ξεκάθαρες και οι προκλήσεις δεν συνοδεύονται από ηρωική μουσική και μπέρτες που ανεμίζουν.

Αντίθετα, οι μικροί πόλεμοι της καθημερινότητας μας αφήνουν κουρασμένους και καταπονημένους, ακόμα κι αν θεωρηθούμε «νικητές». Δεν πιστεύουμε πια πως με προσπάθεια όλα είναι δυνατά, και πως οι δυσκολίες είναι ένα εξίσου ουσιαστικό μέρος της περιπέτειας.

Επιπλέον, αντί να βαδίζουμε με σιγουριά προς ένα στόχο, προσποιούμαστε πως ξέρουμε που πάμε, όταν στην πραγματικότητα απλά επιβιώνουμε σε έναν κόσμο που μας μπερδεύει μέρα με τη μέρα.

Η ανάγκη ωστόσο για μια ξεκάθαρη αναζήτηση παραμένει, γι’ αυτό και πολλοί «ξεφεύγουμε» στο τέλος της μέρας με ιστορίες ηρωικής φαντασίας, όπου ξωτικά, ταξίδια και μαγικά αντικείμενα ανοίγουν μια πύλη στο διαφορετικό.

Όχι τυχαία, αυτή η κατηγορία λογοτεχνίας ονομάζεται και λογοτεχνία της απόδρασης και θεωρείται από πολλούς παιδιάρισμα: γιατί να διαβάζει κανείς ογκώδη παραμύθια που ελάχιστα συνδέονται με τα πραγματικά του προβλήματα, αν όχι για να ξεχαστεί;

Κι όμως, όσοι ασκούν αυτή την κριτική, μοιάζουν να ξεχνούν πως η κλασσική λογοτεχνία, από τον Όμηρο ως τα έργα του Σαίξπηρ, δεν είναι παρά ιστορίες του φανταστικού…

Picture1

 

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΗΡΩΑ

Ένας από τους πρώτους ακαδημαϊκούς που αναγνώρισε τη δύναμη αυτών των ιστοριών, ήταν ο ανθρωπολόγος JosephCampbell.

Ο Campbell παρατήρησε πως, από την αυγή της ανθρωπότητας, επαναλαμβάνουμε μια πολύ συγκεκριμένη ιστορία: ο ήρωας ξεκινά στο συνηθισμένο κόσμο, αλλά κάποια στιγμή δέχεται ένα κάλεσμα σε ένα φανταστικό μέρος όπου συμβαίνουν παράξενα γεγονότα.

Μετά από μια αρχική άρνηση, θα ξεκινήσει το ταξίδι του και θα αντιμετωπίσει ένα μεγάλο κίνδυνο, όπως και όντα τεράστιας δύναμης. Αν επιτύχει την αποστολή του θα του δοθεί ένα μεγάλο δώρο, και στη συνέχεια θα πρέπει να επιλέξει αν θα μείνει στη γη των περιπετειών του, ή θα επιστρέψει για να κάνει τον κόσμο του καλύτερο.

Το παράξενο είναι πως ο Campbell δεν στήριξε τη θεωρία του μόνο στους μύθους  των λαών ή τη λογοτεχνία του φανταστικού: χρησιμοποίησε επίσης σαν έμπνευση την ιστορία του Ιησού, του Βούδα και του Μωυσή. Εν ολίγοις, ο «μονομύθος», όπως αποκάλεσε το μοτίβο αυτών των ιστοριών, είναι κοινός στη μυθολογία, στο φανταστικό και στις μεγάλες θρησκείες.

Αυτή είναι και η πρώτη ένδειξη ότι δεν στρεφόμαστε στο φανταστικό για να ξεφύγουμε, αλλά για να ανακαλύψουμε κάτι πολύ πυρηνικό στην ανθρώπινή μας κατάσταση.

Αν, όμως, στις θρησκείες το νόημα μπορεί να αναγνωστεί (τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο), στη λογοτεχνία του φανταστικού, με τις μαγικές της χώρες και τα παράξενα όντα της, τα πράγματα λειτουργούν πολύ διαφορετικά: ο «θησαυρός» είναι καλά κρυμμένος.

Ας πάρουμε την ιστορία του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Ο αναγνώστης μπορεί να ερωτευτεί τα ξωτικά ή τον περιπλανώμενο Άραγκορν, αλλά στην πραγματικότητα, είτε το κατανοεί είτε όχι, ταυτίζεται με τα μικροκαμωμένα χόμπιτ, πλάσματα που αγαπούν πάνω από όλα τη βολή τους, τις υλικές απολαύσεις, τα σπίτια τους που θυμίζουν μήτρα.

O Σκοτεινός Πύργος, Αδελφοί Hildebrandt.

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΚΑΚΟ

Τα χόμπιτ είναι κατά βάση καλόβολα, ανθεκτικά και περίεργα, αλλά ελάχιστα γνωρίζουν για τον κόσμο έξω από το σπίτι τους: νοιώθουν πως ο κόσμος δεν τους αφορά, όσο οι μπελάδες του μένουν μακριά από την πόρτα τους.

Η άφιξη του μάγου Γκάνταλφ, είναι η ευκαιρία τους για αφύπνιση. Ο μάγος έρχεται φορτωμένος πυροτεχνήματα και οι περισσότεροι μένουν σε αυτά, κάποιοι όμως θα τον ακούσουν όταν θα τους μιλήσει για τον κόσμο έξω από το σπίτι τους, για μια σκοτεινή απειλή που δεν γνωρίζει σύνορα και πάνω από όλα, για την ευκαιρία να γνωρίσουν ένα μεγαλύτερο κόσμο.

Ο Σάουρον, η «απειλή» που ο Γκάνταλφ αποκαλύπτει σε όσους επιλέγουν να τον ακούσουν, δεν είναι τυχαία: πρόκειται για το απόλυτο Κακό, μια δύναμη που, σα σκιά, σκλαβώνει ό,τι αγγίζει και που κανείς δεν μπορεί να σταθεί απέναντί της στη μάχη.

Η μόνη λύση, είναι κάποιος να ξεγλιστρήσει στη γη του εχθρού, στη Μόρντορ, και να λιώσει το δαχτυλίδι της δύναμης, το αντικείμενο στο οποίο έχει επενδυθεί πολλή από τη δύναμη του εχθρού, στη φωτιά απ’ όπου σφυρηλατήθηκε.

Φυσικά το ίδιο το δαχτυλίδι δεν θέλει να καταστραφεί: παίζει με τον εγωισμό και την αδυναμία του ήρωα, κάνοντάς τον να επιθυμεί μια επίγεια δύναμη που στο τέλος θα τον υποδουλώσει στη θέληση του απόλυτου Κακού.

Ευτυχώς, ο Φρόντο, το χόμπιτ που άθελά του βρέθηκε στη θέση του ήρωα, καταφέρνει να συμφιλιωθεί έγκαιρα με το Γκόλουμ, ένα χόμπιτ που έχει όντως διαφθαρεί από τη σκοτεινή δύναμη, και βρίσκει το δρόμο προς το βουνό όπου θα καταστρέψει το δαχτυλίδι.

Η τελική μάχη αν και νικηφόρα για το Καλό δε θα αφήσει αλώβητη τη Μέση Γη: τα ξωτικά –η μαγεία του κόσμου– θα πλεύσουν μακριά της, και όσοι πολέμησαν δεν μπορούν να αφήσουν πίσω τους τα όσα είδαν.

Ωστόσο τα χόμπιτ που επέλεξαν να ταξιδέψουν και να πολεμήσουν αντί να μείνουν πίσω, δεν θα πεθάνουν: θα αναχωρήσουν με τα ξωτικά για τα Γκρίζα Λιμάνια και την αθανασία…

Grey Havens, Alan Lee.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΙ

Ο αναγνώστης θα αναγνώρισε ήδη τους παραλληλισμούς: ο κοιμώμενος άνθρωπος ο οποίος δυσκολεύεται να πιστέψει στις δυνάμεις του, αφυπνίζεται από την παρουσία ενός σοφού.

Αναλαμβάνει την αποστολή όχι επειδή είναι ήρωας, αλλά επειδή ξαφνικά αναγνωρίζει πως δεν έχει άλλη επιλογή: κατανοεί την τραγικότητα να ζει σκλαβωμένος και δεν μπορεί να την αποδεχτεί.

Αφήνει λοιπόν πίσω του το γνώριμο και το βολικό, και ξεκινά να κερδίσει την ελευθερία του, για τον εαυτό του και την ανθρωπότητα. Ο μεγαλύτερος αντίπαλος του ωστόσο δεν θα είναι ο στατικός Σάουρον, αλλά ο ίδιος του ο εγωισμός, ο οποίος ανασκαλεύεται από το δαχτυλίδι της δύναμης.

Οι σύμμαχοί του; Η κατανόηση της δύναμης του Εμείς –το πρώτο βιβλίο της τριλογίας δεν λέγεται τυχαία Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού– αλλά και η τελική συμφιλίωση με τη Σκιά του, το Γκόλουμ, στο οποίο δείχνει συμπόνια με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο Βουνό της Μόρντορ, όπου το δαχτυλίδι-εγώ, θα καταστραφεί.

Το τέλος είναι γλυκόπικρο: ο ήρωας Φρόντο επιστρέφει στα γνώριμα μέρη του έχοντας εξασφαλίσει την ελευθερία τους, αλλά νοιώθει πως πλέον δεν ανήκει ολοκληρωτικά σε αυτό τον κόσμο και στο τέλος, μόνη του επιλογή είναι να αναχωρήσει για τη γη των αθάνατων αφήνοντάς πίσω του τον κόσμο αυτόν –πλήρης βέβαια ημερών– στις μικρές του χαρές και τις αναπόφευκτες λύπες του.

H Κατασκευή του Δαχτυλιδιού, Alan Lee.

 

Ο ΠΕΝΤΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ

Έτσι, μέσα από μια ιστορία με μάχες, μάγους και θησαυρούς, ζήσαμε όλο το μονοπάτι του ήρωα και του πνευματικού αναζητητή.

Παράλληλα με το μοτίβο αυτό, ωστόσο, μπορεί κανείς να συναντήσει στο έργο του Τόλκιν, και όλων των σημαντικών συγγραφέων φαντασίας, πολλά ακόμα μαθήματα που απηχούν απευθείας τις μεγάλες παραδόσεις, ένα μικρό πεντάλογο αν θέλετε της λογοτεχνίας του φανταστικού.

α) Οι δοκιμασίες θα σε βρουν αναπόφευκτα, και από εσένα εξαρτάται μόνο η δική σου αντίδραση. Τα χόμπιτ που μένουν πίσω δεν είναι ασφαλή, το κακό θα έρθει στην πόρτα τους και δεν θα είναι προετοιμασμένα. Αργά ή γρήγορα, όσο προφυλαγμένος κι αν είσαι, θα έρθεις αντιμέτωπος με τις δυσκολίες και αυτό που κάνει κάποιον ήρωα, είναι το πώς επιλέγει να αντιδράσει σε αυτές.

β) Η περιπέτεια είναι το κλειδί. Περιπέτεια ωστόσο δεν σημαίνει κάτι διασκεδαστικό: είναι το να αφήνεις πίσω σου το γνώριμο και το αγαπημένο, να πηγαίνεις εκεί που φοβάσαι, και να αποδέχεσαι εξίσου ως μέρος του ταξιδιού τα μαγευτικά δάση των ξωτικών και τα καταραμένα υπόγεια των νεκρών.

γ) Το σώμα είναι ένα πολύτιμο εργαλείο. Αν κάτι με έκανε να κατανοήσω τη δύναμη του ανθρώπινου σώματος, αυτό δεν ήταν κάποιο άθλημα, αλλά οι μάχες και οι δυσκολίες του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Το αρχέτυπο του πολεμιστή, το οποίο εξαίρεται στη λογοτεχνία του φανταστικού αλλά και το άλλο άκρο του, το θυσιασμένο σώμα που υπόκειται σε κάθε είδους δοκιμασία, είναι ένα εξίσου ισχυρό εργαλείο με τα ξόρκια του μάγου και το στέμμα του βασιλιά. Η δύναμη δεν μπορεί να προέλθει ποτέ από ένα νου αποκομμένο από το σώμα.

δ) Το φυσικό περιβάλλον είναι από μόνο του ένα μονοπάτι. Η καλή λογοτεχνία του φανταστικού χρησιμοποιεί τη φύση ως έναν ακόμα ήρωα: οι χαρακτήρες επιβιώνουν ή χάνονται ανάλογα με το πόσο συντονισμένοι είναι με τις εποχές, τα ζώα και τα φυτά. Ο πραγματικός ήρωας, σε αντίθεση με τον «κακό», δεν προσπαθεί να επιβληθεί στο περιβάλλον αλλά γίνεται ένα με αυτό.

ε) Πετυχαίνεις, όταν παλεύεις για κάτι μεγαλύτερο από σένα. Ο ήρωας του φανταστικού, αναγνωρίζει κάτι μεγαλύτερο από τον ίδιο και κάθε του πράξη, από τη μικρότερη ως την πλέον ηρωική, γίνεται με το νου στραμμένο σε αυτό το σκοπό. Αυτή η αφοσίωση σε κάτι μεγαλύτερο του Εαυτού, διαχωρίζει τελικά τον ήρωα από τον εχθρό.

Maglor, Jenny Dolfen.

 

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΩΝ

Αν όμως όλα τα μαθήματα του φανταστικού βρίσκονται ήδη στις παραδόσεις, γιατί να μη δούμε απλά τη λογοτεχνία αυτή σαν ένα ευχάριστο διάλειμμα που απλά διαπνέεται από μεγάλες αξίες, όπως κάθε διαχρονική τέχνη;

Η απάντηση βρίσκεται τόσο μακριά, όσο ο πύργος της Βαβέλ: όπως το διατύπωσε ο ίδιος ο Τόλκιν, το κλειδί είναι η γλώσσα.

Η ικανότητά μας να χρησιμοποιούμε λέξεις είναι ίσως η πιο βασική στην ανθρώπινή μας ταυτότητα, μας κάνει αυτό που είμαστε. Ωστόσο, όπως θα δούμε από τον Πλάτωνα ως το Λάο Τσε, η γλώσσα είναι ταυτόχρονα αυτό που μας διαχωρίζει από το ανώτερο, είτε το πούμε Τάο, είτε Θεό είτε φωτισμένη μας φύση. Όταν δίνουμε ονόματα στα πράγματα, ξεκινάμε ουσιαστικά να σκεφτόμαστε σε κουτάκια. Ο κόσμος πλέον περιορίζεται.

Με τη γλώσσα όχι μόνο σχηματίζουμε μνήμες που μας παγιδεύουν στο παρελθόν και δημιουργούμε ελπίδες και φόβους που μας ταξιδεύουν στο μέλλον απομακρύνοντάς μας από το παρόν, αλλά ντύνουμε και κάθε μας εμπειρία με άπειρους συνειρμούς: ένα δέντρο, ποτέ δεν είναι απλά ένα δέντρο. Αντίθετα, βλέποντάς το, σκεφτόμαστε αυτόματα το είδος του, αν το βρίσκουμε όμορφο, πόσο καιρό έχουμε να βγούμε στη φύση κοκ.

Αυτή η διαδικασία γίνεται εν αγνοία μας με κάθε τι που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας, με αποτέλεσμα να ζούμε μόνιμα αποκομμένοι από τον κόσμο της άμεσης εμπειρίας. Ασκήσεις όπως ο διαλογισμός, δεν είναι παρά η απόπειρα να διορθώσουμε αυτή μας την Πτώση, αυτή τη ρήξη της σχέσης μας με την καθαρή εμπειρία.

Είναι λοιπόν παράδοξο που ένας γλωσσολόγος αντιλήφθηκε αυτό το ρήγμα και επιχείρησε να το διορθώσει;

Picture2

 

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ

Ίσως να έχετε διαβάσει μια έκθεση του Τόλκιν με τίτλο OnFairyStories. Όπως έγραψε εκεί ο Τόλκιν, ο λόγος που η λογοτεχνία του φανταστικού προσφέρεται ως γέφυρα, είναι ότι οι κόσμοι στους οποίους μας ταξιδεύει, είναι καθαροί από το άγγιγμα της γλώσσας.

Όταν ο αναγνώστης παίρνει στα χέρια του ένα βιβλίο φαντασίας, ξέρει ότι θα μεταφερθεί σε ένα καινούργιο κόσμο. Αυτό του υποσχόμαστε. Αυτό που περιμένει λοιπόν είναι να βρεθεί σε ένα τοπίο αγνό, Εδεμικό σχεδόν, όχι επειδή είναι πάντα ειδυλλιακό –αντίθετα, το τοπίο αυτό πολλές φορές είναι επικίνδυνο και δυστοπικό- αλλά επειδή εκεί τα πάντα είναι καινούρια και άγνωστα και άρα ελεύθερα από τους συνειρμούς με τους οποίους επενδύεται πάντα ο γνωστός κόσμος. Όταν στη λογοτεχνία του φανταστικού μιλάμε για ένα δέντρο, ένας εξαιρετικός αφηγητής όπως ο Τόλκιν μοιάζει να χρησιμοποιεί τη λέξη για πρώτη φορά. Για να το καταφέρει αυτό χρησιμοποιεί τη λεγόμενη «Γλώσσα των Τροβαδούρων», τη γλώσσα της Faerie.

Τι είναι η Faerie; Είναι ο τόπος όπου κατοικούν τα ξωτικά. Δεν είναι απαραίτητα ένας όμορφος τόπος, μας λέει ο Τόλκιν. Είναιέναςεπικίνδυνοςτόπος, έναPerilous Realm. Μεταδικάτουλόγια: The realm of fairy – story is wide and deep and high and filled with many things: all manner of beasts and birds are found there; shoreless seas and stars uncounted; beauty that is an enchantment, and an ever-present peril; both joy and sorrow as sharp as swords. In that realm a man may, perhaps, count himself fortunate to have wandered, but its very richness and strangeness tie the tongue of a traveller who would report them. And while he is there it is dangerous for him to ask too many questions, lest the gates should be shut and the keys be lost.

Πώς μεταφέρουμε τις πραγματικότητες αυτού του τόπου με την ταπεινή μας γλώσσα; Η γλώσσα, λέει ο ίδιος ο καθηγητής, είναι η «ασθένεια της μυθολογίας» ακριβώς επειδή δεν επαρκεί για να εκφράσει τον περίπατό μας μέσα σε αυτό τον κόσμο. Κι όμως, συνεχίζει, δεν μπορούμε να αποκοπούμε από τη γλώσσα. Αυτή είναι ο νους μας, ο κόσμος μας. Πρέπει λοιπόν να ασκήσουμε μαγεία, τη μαγεία που μας επιτρέπει η Φαντασία. Βάζουμε πράσινο στο πρόσωπο ενός ανθρώπου και από εκεί γεννιέται ο τρόμος. Βάζουμε φωτιά στην κοιλιά του σκουληκιού. Βάφουμε τον ήλιο μπλε. Αυτή είναι η μαγική μας δύναμη, φαντασία και γλώσσα μαζί, η δύναμη του να γίνουμε υπο-δημιουργοί.

Φυσικά, δεν αρκεί να βάψουμε τον ήλιο πράσινο. Η φαντασία μας δεν αρκεί να δημιουργεί απλά εικόνες – αυτή, λέει ο Καθηγητής, είναι η πρώτη, βασική της λειτουργία. Χρειάζεται να δώσουμε στις ιδανικές μας δημιουργίες την υφή της πραγματικότητας. Αλλιώς, η μεταφορά της Faerie δεν θα είναι παρά ατελής επειδή κι εμείς είμαστε ατελείς. Μεταπτωτικοί για τον πιστό Χριστιανό Τόλκιν. Πρέπει λοιπόν να πάμε πέρα από τη φαντασία μας, και να γίνουμε δημιουργοί. Όχι με την έννοια του καλλιτέχνη που δημιουργεί κάτι, αλλά με την έννοια του Δημιουργού που φτιάχνει ένα σύμπαν.

Η φαντασίας μας λέει ο Τόλκιν, δεν είναι απλά το να ονειροπολείς. Είναι το να αντιλαμβάνεσαι το παράδοξο και ταυτόχρονα, να μην μένεις σε αυτό. Η φαντασία σου επιτρέπει να κάνεις το παράδοξο πραγματικό. Πολλοί μπορούν να φανταστούν ένα πράσινο ήλιο, αλλά μπορείς να φανταστείς ένα κόσμο όπου ο ήλιος είναι πράσινος και ο κόσμος εξακολουθεί να μας φαίνεται πραγματικός;

Κάτι τέτοιο θα απαιτήσει κόπο, και σκέψη. Θα απαιτήσει επίσης σοβαρό κίνητρο: όχι απλά ονειροπολήματα αλλά την απόφαση να πάρουμε τη φαντασία στα σοβαρά και να την αφήσουμε να εκφράσει αυτό που πραγματικά βρίσκεται στον πυρήνα του κόσμου.

Picture3

 

ΤΑ ΛΑΘΗ

Εδώ φυσικά είναι που οι συγγραφείς σαν Δημιουργοί αντιμετωπίζουμε το μεγαλύτερό μας πρόβλημα. Ο Τόλκιν έθεσε σε μεγάλο βαθμό τον πήχη του τι σημαίνει φαντασία, έτσι ώστε πολλοί να θεωρούν το είδος συνώνυμο με τα ψηλά ξωτικά, τους μανδύες, τα ξίφη. Άλλες σταθερές είναι η ύπαρξη μαγικών αντικειμένων, η ύπαρξη ενός μεγάλου κακού, η κίνηση μιας συντροφιάς. Ξέρουμε επίσης πως μια ιστορία του fantasy πρέπει να έχει ένα μάγο, έναν πολεμιστή κι έναν κλέφτη. Πρέπει να διαθέτει επικές μάχες κάπου στα 8/10 της πλοκής, μια πολεμίστρια που δεν θέλει να μένει πίσω από τους άντρες και μια σοφή κυρά.

Κάπως έτσι δεν είναι η πλειοψηφία των φανταστικών ιστοριών που γνωρίζετε; Δυστυχώς θα αναγνωρίσατε κάθε ένα από αυτά τα κλισέ. Ίσως και να δοκιμάσατε να γράψετε, και να ανακαλύψατε πως χωρίς να το θέλετε, το μολύβι σας πάει να γεμίσει το χαρτί με αυτούς ακριβώς τους τύπους. Εδώ όμως κάνουμε κι ένα από τα μεγάλα μας λάθη: αντί να γίνουμε δημιουργοί, όπως μας ήθελε ο Τόλκιν, γινόμαστε μιμητές. Δεν προσπαθούμε να μιλήσουμε τη γλώσσα της Faerie, να φτιάξουμε ένα κόσμο όπου αυτό που πλάθει η φαντασία μας είναι πιστευτό, αλλά αναπαράγουμε πιστά αυτά που κάποιος άλλος έγραψε.

Εδώ θα αναφερθώ σε μια ατάκα του NeilGaiman: αν θέλετε να γράψετε σαν τον Τόλκιν, μην διαβάζετε μόνο Τόλκιν. Ο ίδιος ο Τόλκιν δεν διάβαζε τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Διάβαζε Σκανδιναβικούς και Ουαλικούς μύθους. Και όντως, ξέρουμε πως εκεί ο καθηγητής ανακάλυπτε απόηχους από το PerilousRealm, και αυτό δοκίμασε να εκφράσει στο μνημειώδες έργο του. Ωστόσο χρησιμοποίησε αυτούς τους μύθους σαν έμπνευση και η Μέση Γη του, παρά τις άπειρες αναφορές της που ξεκινάν με το όνομα, δεν γίνεται ποτέ μια Σκανδιναβική σάγκα. Από τις επικές εμπνεύσεις του, προκύπτει μια ιστορία βαθιά ανθρώπινη. Ο καθηγητής δεν αφουγκράστηκε τις ανάγκες της αγοράς, αλλά τη δική του ανάγκη να εκφράσει τα όσα είχε ζήσει.

Έτσι κι εμείς όταν δημιουργούμε, πρέπει να αφουγκραστούμε το τι έχουμε να πούμε, αυτό που υπάρχει μέσα μας. Ο Τόλκιν γέννησε τη φαντασία αλλά ταυτόχρονα την παγίδεψε με τη σπουδαιότητά του στις φόρμουλες που διάβασαν άλλοι στο έργο του. Το να επαναλαμβάνουμε το έργο του στο επέκεινα, προσθέτοντας ίσως περισσότερο σεξ και περισσότερους γυναικείους χαρακτήρες, δεν θα μας κάνει να φτάσουμε στην πόρτα της Faerie. Για να το κάνουμε αυτό θα πρέπει πρώτα να αφεθούμε στη φαντασία μας και να δούμε τι πραγματικά ζει εκεί, και έπειτα να δουλέψουμε όπως δούλεψε εκείνος για να δημιουργήσουμε τις λεπτομέρειες αυτού του κόσμου. Αυτή η πόλη που τοποθετήσαμε στη μέση του πουθενά, από πού τρέφεται; Πού είναι τα χωράφια που της στέλνουν φαγητό; Φροντίσαμε το εντυπωσιακό όνομα που δώσαμε στην πρωταγωνίστρια να μοιάζει ηχητικά με τα ονόματα των υπόλοιπων ηρώων; Αναρωτηθήκαμε ποια ιστορική συγκυρία οδήγησε τους ανθρώπους της λευκής μας πόλης να μην εκλέξουν βασιλιά αλλά να περιμένουν τον εκλεκτό; Αν δεν βάλουμε τη δουλειά για να τα σκεφτούμε όλα αυτά καταλήγουμε με μια στείρα ιστορία που εξυπηρετεί την πλοκή, αλλά δεν μιλά στη γλώσσα των ξωτικών.

Ο Τόλκιν έκανε τη δουλειά. Κατασκεύασε τον κόσμο του ψηφίδα-ψηφίδα, και σκέφτηκε κάθε τι που είχε σημασία. Ίσως επειδή ακριβώς, ο ίδιος είχε ζήσει πολλά και είχε διαβάσει πολύ, και ήξερε πως ο κόσμος δεν είναι απλό μέρος.

Πουθενά δεν είναι πιο έντονο αυτό από το τέλος του βιβλίου του. Έχω διαβάσει πως οι ιστορίες του Τόλκιν είναι απλές, απλοϊκές σχεδόν: το Κακό λέει εξαφανίζεται, το καλό κερδίζει. Οι καλοί είναι όμορφοι, οι κακοί άσχημοι. Όλα στο τέλος στρώνουν. Και ο πραγματικός κόσμος, λέει, δεν είναι έτσι.

Ισχύει. Αλλά ούτε και ο Άρχοντας ή το Σιλμαρίλιον είναι μια ευχάριστη φαντασία. Κάποιος σχολίασε ότι η καθοριστική σκηνή όπου το δαχτυλίδι πετιέται στη φωτιά δεν έχει τίποτα το ηρωικό. Δυο εθισμένα, καταστραμμένα από το πάθος τους πλάσματα, παλεύουν όχι για να σώσουν τον κόσμο, αλλά για να ικανοποιήσουν το πάθος τους. Το δαχτυλίδι καταστρέφεται επειδή η φύση του Κακού είναι να καταστρέφει τον εαυτό του, και όχι επειδή οι Καλοί είναι αψεγάδιαστοι.

Αντίστοιχα, όταν ο πόλεμος τελειώνει, οι άνθρωποι που ακολουθούμε πίσω στα σπίτια τους είναι οι πληγωμένοι βετεράνοι που είδε ο Τόλκιν να γυρνάν από δυο παγκόσμιους πολέμους. Τραυματισμένοι, πονεμένοι και αναγκασμένοι να ζήσουν σε αυτό τον κόσμο που έσωσαν, ακόμα και όταν ο κόσμος αυτός δεν έχει απαραίτητα θέση για τον πόνο τους. Κάπως έτσι τα ξωτικά αποχωρούν και η Μέση Γη απομαγεύεται. Οι ήρωες της σβήνουν ήσυχα, για να δώσουν τη θέση τους σε ένα κόσμο που απελευθερώθηκε χάρη στην αθόρυβη θυσία τους. Όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τη φόρμουλα του Καλού ενάντια στο Κακό, με την ομορφιά και την ασχήμια. Είναι η βαθιά ανθρώπινη εμπειρία ενός βετεράνου που είδε στη διάρκεια της ζωής του τον κόσμο να μεταμορφώνεται σε κάτι λιγότερο όμορφο, και άλλαξε και ο ίδιος. Δεν ξέρω αν ο ίδιος όταν καθόταν στο γραφείο του ήθελε να γράψει κάτι τέτοιο, ο ίδιος απεχθανόταν άλλωστε τις αλληγορίες, σίγουρα όμως κάθισε να γράψει αυτό που υπήρχε μέσα του. Αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος για το PerilousRealm. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος να γράψεις κάτι σπουδαίο. Η φαντασία, έρχεται δεύτερη. Έρχεται να μας βοηθήσει, όπως έγραψε ο ίδιος, να δραπετεύσουμε.

Να δραπετεύσουμε όμως από τι; Όχι σε κάτι σαχλό και ανούσιο αλλά να δραπετεύσουμε προς τα βάθη του εαυτού μας. Να δραπετεύσουμε προς την επιθυμία μας να πετάξουμε, ή να κολυμπήσουμε, ή να μιλήσουμε με τα άλλα ζωντανά όπως σύμφωνα με τον ίδιο κάναμε πριν την Πτώση. Τέλος, ο ίδιος είπε πως η Φαντασία μας βοηθά να αντιμετωπίσουμε το φόβο του θανάτου. Σοβαρή κουβέντα από ένα βετεράνο της μάχης του Somme. Και αυτό ακριβώς μας δίνει ακόμα και μέσα από την αθανασία των ξωτικών. Πολλοί συγγραφείς θεωρούν αυτή τους την ικανότητα ως έναν ακόμα τρόπο να δείξουν πόσο ισχυρά είναι αυτά τα όντα, όμως ο Τόλκιν σκέφτηκε βαθιά τι σήμαινε – και χρησιμοποίησε αυτή την αθανασία όχι για να μας πει πόσο cool είναι τα ξωτικά, αλλά για να δείξει πόση ευτυχία μπορεί να έχει ο άνθρωπος στη σύντομη ζωή του. Βλέπουμε λοιπόν πως το να γράψεις ένα αριστούργημα έχει τις ρίζες του στα βαθύτερα κομμάτια μας και το να μείνουμε στα επιφανειακά, γυαλιστερά κομμάτια του φανταστικού μας κόσμου θα αδικήσει τόσο το όραμά μας, όσο και τις πηγές που μας ενέπνευσαν. Η φαντασία έχει πάντα τις ρίζες της σε εμάς, στις βαθύτερες πτυχές μας, και σήμερα τη χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ.

Lothlorien, Ulla Thynell.

Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΕΛΑΝΟΡ

Κι εδώ ξαναγυρνάμε στο γιατί αγγίζει τόσο βαθιές χορδές το έργο του Τόλκιν. Γιατί η λογοτεχνία του μεταφέρει μηνύματα κσι συγκινεί χωρίς ποτέ να κάνει κήρυγμα. Ακόμα και τα αρχέτυπα του Γιουνγκ, ο Πολεμιστής, ο Μάγος,  ο Ιερέας και τα λοιπά, στη λογοτεχνία του φανταστικού δεν χρειάζονται μεταμφιέσεις: είναι εκεί ακριβώς όπως γεννήθηκαν από το συλλογικό ασυνείδητο, δίχως την ανάγκη για αποχρώσεις του γκρίζου.

Αυτή η καθαρότητα είναι ο λόγος που μια από τις πιο όμορφες και πιο απλές σκηνές στον Άρχοντα παραμένει η περιγραφή ενός λουλουδιού, του Έλανορ: ο συγγραφέας παρουσιάζει το αστρόσχημο άνθος στον αναγνώστη σα να υποθέτει πως εκείνος δεν έχει ξαναδεί λουλούδι, και ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να αντιδράσει στην περιγραφή με το δέος ενός παιδιού ή τον ενθουσιασμό ενός πρωτόπλαστου.

Αν αυτό λοιπόν ισχύει για ένα απλό λουλούδι, μπορούμε να καταλάβουμε πόσο δυνατή γίνεται αυτή η τεχνική όταν μιλάμε για πρωταρχικές αξίες όπως η ελευθερία, η σοφία ή η δύναμη: έννοιες φορτωμένες με αιώνες ανθρώπινης ιστορίας, νεκρές ιδεολογίες, τεχνάσματα και σκόνη, στη λογοτεχνία του φανταστικού αποκτούν ξανά τη λάμψη του καινούριου και μπορούν και πάλι, απαλλαγμένες από τους συνειρμούς ενός εκπεσόντος κόσμου, να λάμψουν έστω για μια στιγμή με όλη τους την πρωταρχική δύναμη.

Αυτός είναι και ο λόγος που ο Γκάνταλφ, ο οποίος στέκεται στα ορυχεία της Μόρια απέναντι στο Δαίμονα φωνάζοντας με κάθε χιλιοστό του εαυτού του «Δεν θα περάσεις!», μπορεί να μιλήσει πολύ βαθύτερα μέσα μας από ένα πολιτικό σύνθημα κι ας αφορά αυτό πολύ πιο άμεσα την επιβίωσή και την καθημερινότητά μας. Ας το θυμόμαστε σήμερα που πολλοί προσπαθούν να μας πείσουν πως ο κόσμος είναι ασπρόμαυρος, πως υπάρχουν καλοί και κακοί, πως είμαστε ή μαζί τους ή εναντίον τους. Ας θυμόμαστε πως οι ήρωες μπορούν να είναι κοντόχοντροι σαν χόμπιτ, αλαζόνες σαν άνθρωποι, να διαφωνούν μαζί μας μέχρι το τέλος αλλά να μας δώσουν ένα χέρι όταν χρειαστεί. Ας θυμηθούμε να μιλάμε με τη γλώσσα της Faerie.

Picture4

 

Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΓΗ

Αν και δήλωσε πως απεχθανόταν τις αλληγορίες ως διδακτικές, ο Τόλκιν έγραψε πως η Μέση Γη δεν είναι ένας ξένος τόπος: είναι η δική μας γη, πριν την αρχή της ιστορίας μας.

Έχοντας νοιώσει το δάσος του Λοθλόριεν και τα ερείπια της Οσγκίλιαθ ως ένα τόπο πιο οικείο από την αυλή του σπιτιού μου, μπορώ να καταλάβω τι εννοεί: η Μέση Γη, όπως κάθε ανάλογος τόπος, υπήρξε κάποτε και εξακολουθεί να υπάρχει στον καθένας από εμάς.

Οι ιστορίες του φανταστικού είναι μια από τις πολλές γέφυρες, τους ξεχωριστούς οδοδείκτες, που μας δείχνουν το δρόμο γι’ αυτό που χάσαμε αλλά μένει πάντα εκεί.

 

Δήμητρα Νικολαΐδου – Βάγια Ψευτάκη

Η ομιλία βασίστηκε εν μέρει στο άρθρο Ο 5λογος του Φανταστικού που δημοσιεύτηκε στο ΑΒΑΤΟΝ 129.