Στη Συντροφιά των Αγγέλων, επεισόδιο 9.2 – Ο Αποδίδων (συν.)

«Πολύ φοβάμαι, πως ναι», είπε ο Αζάριας, συνοφρυωμένος. «Μα τι συμβαίνει με την οικογένεια Τζόνσον; Αλλά δεν μπορούμε να ασχοληθούμε τώρα με αυτό το θέμα. Σε παρακαλώ συνέχισε».

Ο Λουκ συνέχισε την διήγηση, συμπεριλαμβάνοντας και την απώλεια ενός από τους κρυστάλλους από τον Σαμ και την ανάκτηση του από την Τζιλ. Τόσο ο Αζάριας όσο και ο Πατέρας Χίλντεμπραντ θορυβήθηκαν όταν άκουσαν για πόσο μεγάλο διάστημα έμεινε ο κρύσταλλος μακριά από τον Σαμ  και δεν ξαφνιάστηκαν που οι Αμέντα εμφανίστηκαν για να προσπαθήσουν να πάρουν το πετράδι.

«Ο Σαμ τους αποκαλεί “στοιχειά” ή απλώς “ουρλιαχτές”, αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι είναι η εμπροσθοφυλακή ενός βαθύτερου Σκότους», είπε ο Αζάριας. «Παράτρίχαγλυτώσατε! Αλλά κατόπιν, ζήτησες από την δεσποινίδα Τζόνσον να σε επισκεφτεί στην Πινακοθήκη. Γιατί, στη ευχή, έκανες κάτι τέτοιο χωρίς να με συμβουλευτείς;»

«Επειδή την γνωρίζει ο Σαμ», είπε ο Λουκ, «και ήταν βέβαιος ότι είχε δει πάρα πολλά, για να μπορέσει να τα απορρίψει χωρίς πολλές διευκρινήσεις. Επίσης, πιστεύω ότι ο Σαμ έχει πολύ καλό ένστικτο, χωρίς να είναι Συναισθητικός ο ίδιος. Επιπλέον, η Πολυδόρα πίστευε πως ο Σαμ θα είχε μεγάλο πρόβλημα να προσποιηθεί σχετικά με τα γεγονότα που συνέβησαν στο σπίτι της Τζιλ, αφού είναι τόσο καλοί φίλοι. Πήρατορίσκοκαιαπέδωσε, όπωςθαακούσετε».

Ο Λουκ συνέχισε την ιστορία του, εξηγώντας πώς η Τζιλ ήρθε στην Πινακοθήκη και πώς η Πολυδόρα ανακάλυψε αμέσως ότι ήταν Συναισθητική και, μάλιστα, πολύ προικισμένη.

«Η Πόλυ υποστηρίζει ότι ποτέ της δεν συνάντησε άλλον, εκτός από εσένα, Αζάριας, που να έχει την ικανότητα να δει τόσο μακριά και τόσο καθαρά».

Ο Αζάριας και ο Πατέρας Χίλντεμπραντ κοιτάχτηκαν κι ο Λουκ υποψιάστηκε ότι έκαναν μια σιωπηλή τηλεπαθητική συζήτηση. Αλλά κράτησε μόνο μια στιγμή.

«Σε παρακαλώ, Λουκ, συνέχισε», είπε ο Πατέρας Χίλντεμπραντ, γυρνώντας προς το μέρος του.

Ο Λουκ περιέγραψε το ταξίδι στον Ορμπαράτους, την διαπίστωση της Πόλυ ότι κάτι δεν ήταν όπως έπρεπε, τη διαδρομή μέχρι την Πλατεία των Αφεντών και την ανακάλυψη της απώλειας μιας εκ των τριών πετραδιών-φυλάκων. Στο άκουσμα αυτού, ο Αζάριας και ο Πατέρας Χίλντεμπραντ αναστατώθηκαν.

«Άρα είναι όπως φοβόμασταν», είπε ο Αζάριας. «Τα γεγονότα εδώ δεν ήταν παρά ένας αντιπερισπασμός. Το πραγματικό δράμα πρόκειται να παιχτεί στον Ορμπαράτους και θα πρέπει να κάνουμε ότι μας είναι δυνατό να επιστρέψουμε το πετράδι στη θέση του για να αποτρέψουμε την καταστροφή».

«Ώστε γνωρίζετε για τα πετράδια»;

«Αν γνωρίζουμε; Ναι, βεβαίως! Πες μας, όμως, τι συνέβη μόλις καταλάβατε ότι λείπει το πετράδι»;

Ο Λουκ ανέφερε τον σεισμό, το κοράκι και την απόφαση του να επιτρέψει στον Σαμ και τη Τζιλ να ακολουθήσουν το πουλί και να πάρουν πίσω το πετράδι.

«Κατανοούσα τα ρίσκα, αλλά δεν μπορούσαμε να αφήσουμε την Τζιλ μόνη της με ένα πετράδι στην κατοχή της. Αυτό θα την έβαζε σε μεγάλο κίνδυνο, αφού ακόμα δεν έχει τεθεί υπό προστασίαν».

Ο Αζάριας κοίταξε τον Πατέρα Χίλντεμπραντ. «Θα πρέπει να το διορθώσουμε αυτό,  όσο πιο γρήγορα γίνεται».

«Συμφωνώ», είπε ο Ηγούμενος.

Ο Λουκ συνέχισε. «Πιστεύω ότι ο Σαμ και η Τζιλ, δουλεύοντας μαζί σαν ομάδα, θα είναι ικανοί όσο κανείς για να ανακαλύψουν το πουλί και το πετράδι-φύλακα. Αισθάνθηκα, επίσης, επιτακτικά την ανάγκη να προειδοποιήσω εσάς τους δύο και να ζητήσω τη συμβουλή σας. Γιατί, την σημασία του πετραδιού, μπορούσα μόνο να την υποθέσω. Δεν μπορούσα να είμαι βέβαιος. Η κατάσταση επέβαλε να χωριστούμε, ώστε να κερδίσουμε χρόνο».

«Και η Πολυδόρα; Συνόδευσε τον Σαμ και τη Τζιλ ή επέστρεψε στην Πινακοθήκη;» ρώτησε ο Αζάριας γέρνοντας μπροστά με μια ανήσυχη έκφραση στο πρόσωπο του. Το ίδιο έκανε και ο Πατέρας Χίλντεμπραντ. Ο Λουκ δεν ήταν σίγουρος για ποιο λόγο αυτό ήταν τόσο σημαντικό.

«Παρέμεινε στον Ορμπαράτους», είπε.

Και οι δύο μεγαλύτεροι άντρες ανακουφίστηκαν εμφανώς. «Μπορεί σίγουρα να αποτρέψει να συμβεί κάτι χειρότερο στον κόσμο της, καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον», είπε ο Αζάριας. «Δεν κατανοεί, όμως, πραγματικά τι μπορεί να ακολουθήσει και δεν πρέπει να την αφήσουμε εκεί μόνη για πολύ, ειδικά αν οι Αφέντες δείχνουν όντως σημάδια ότι ξυπνούν».

«Ώστε αυτό συμβαίνει;» ρώτησε ο Λουκ, «Οι Αφέντες – αυτοί που είναι πίσω από την Πέτρινη Πύλη – ξυπνάνε, γιατί αφαιρέθηκε ένα από τα πετράδια-φύλακες; Όπως σας είπα, συμπέρανα ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί μόλις η Πόλυ μας μετέφρασε πλήρως τους στίχους πάνω από την πόρτα. Σίγουρα ήταν μια προειδοποίηση, κι ας είχαν γραφτεί στο περβάζι μιας πόρτα πριν χιλιάδες χρόνια».

Η Αζάριας χαμογέλασε. «Όντως, σωστά συμπέρανες. Και γι αυτό ακριβώς τον λόγο είχαν γραφτεί αυτοί οι στίχοι πάνω στην πύλη, εξ αρχής. Παρόλα αυτά, οι Αφέντες λογικά θα μπορούν να  παραμείνουν περιορισμένοι , αν έχει αφαιρεθεί μόνο ένα πετράδι. Μπορεί να αναδεύονται και ίσως και να μπορέσουν να ανακτήσουν λίγο τις αισθήσεις τους, αλλά η πύλη θα τους συγκρατήσει – για λίγο τουλάχιστον. Υπάρχουν, όμως, πολλά ακόμα που δεν γνωρίζεις, Λουκ. Και σε αυτό το σημείο, παρά την ανάγκη να βιαστούμε να επιστρέψουμε στον Ορμπαράτους…»

«Ώστε θα έρθετε μαζί μου;» διέκοψε ο Λουκ.

«Ναι, ναι, οπωσδήποτε! Αυτό είναι ανάγκη πλέον, αλλά για λόγους που δεν έχω πει ακόμα. Στο μεταξύ, είναι η ώρα να εξοικειωθείς περισσότερο με την πρώιμη ιστορία του Ορμπαράτους. Και αυτό είναι, τώρα πια, πρωταρχική ανάγκη για να ξέρεις τι μπορεί να χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε».

«Αυτά που πρόκειται να σου πω», είπε ο Αζάριας, καθώς σηκώθηκε από τη θέση του και άρχισε να βηματίζει μπροστά από το γραφείο του Ηγούμενου, «τα γνωρίζουμε μόνο εγώ, ο Πατέρας Χίλντεμπραντ και οι Αφέντες. Αν και η δική τους οπτική των γεγονότων θα είναι μάλλον σημαντικά διαφορετική από την δική μας, όπως μπορείς να φανταστείς. Ούτε καν η Πολυδόρα δεν ξέρει όλα αυτά που πρόκειται να ακούσεις.

Όταν εξερευνήσαμε τον Ορμπαράτους για πρώτη φορά και ανακαλύψαμε εκεί την Πολυδόρα, μας ήταν ξεκάθαρο ότι ο κόσμος της είχε πέσει θύμα των Αμέντα. Αφού η Πόλυ είχε έρθει μαζί μας και είχε ξεκινήσει την δουλειά της στην Πινακοθήκη, εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία και έκανα πολλά ταξίδια στον κόσμο της, ώστε να καταλάβω καλύτερα τι είχε συμβεί εκεί και να προσπαθήσω να βεβαιωθώ ότι ο κόσμος αυτός ήταν όντως τόσο άδειος και εγκαταλελειμμένος όσο φαινόταν.

Δενήταν.

Οι Αμέντα είχαν κατακτήσει τους αρχικούς πληθυσμούς του Ορμπαράτους, αυτούς που τώρα γνωρίζουμε ως Αφέντες. Τότε, όμως, αποκαλούσαν τους εαυτούς απλά Φερρουμπένε, ή «οι Ευλογημένοι» στη γλώσσα τους. Ήταν ευφυέστατος λαός, επιδέξιοι στις τέχνες και τα τεχνουργήματα και τη φιλοσοφία. Ως κορυφαίο τους επίτευγμα, δημιούργησαν μια υποτελή φυλή υπηρετών που, αρχικά, ήταν απλώς έξυπνα αυτόματα. Αλλά ήταν προικισμένα με την ικανότητα να μαθαίνουν αλγόριθμους, Έτσι, πέρα από κάθε τρελή ελπίδα των τεχνιτών Φερρουμπένε, αυτό κατέληξε στην πλήρη εξέλιξη τους σε έλλογα πλάσματα. Πράγμα που, φυσικά, δεν είχε προέλθει μόνο από τις τεχνικές ικανότητες των Φερρουμπένε, αλλά είχε παρασχεθεί από Κάποιον ανώτερο από εκείνους. Και είχε, όπως θα δεις, εξ αρχής υψηλότερο σκοπό.

Όμως, η γενναιοδωρία των Φερρουμπένε στη μόρφωση και η ανεξέλεγκτη αγάπη τους για την ανοχή και την διαφορετικότητα στη γνώση, τους οδήγησαν στην πτώση. Αφού αφύπνισαν τους υπηρέτες τους, οι εκπαιδευτικοί και οι ιθύνοντες επέτρεψαν σε ιδέες και αντιλήψεις περί του κακού να παρεισφρήσουν στον ευκατάστατο και ειρηνικό κόσμο τους και να παραμείνουν χωρίς αμφισβήτηση. Η ευημερία πάντα εκτρέφει υπερβολικό εφησυχασμό και άστοχη ανεκτικότητα απέναντι στο κακό, Λουκ. Να το θυμάσαι πάντα αυτό! Αχ, υπήρξαν τόσοι πολιτισμοί που καταστράφηκαν από την ίδια τους την επιτυχία! Αλλά, ξεφεύγω…

Στην περίπτωση του Ορμπαράτους, η φαινομενικά καλοκάγαθη ανεκτικότητα και η αποδυνάμωση του κοινωνικού ηθικού μέτρου – όλα αποτελέσματα του πλούτου και της αφθονίας – έφθασαν μέχρι το σημείο να υπερασπίζονται κακόβουλα δόγματα σε πολλές μορφές. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η απραξία ενθάρρυνε επικίνδυνες μορφές πειραματισμού μεταξύ των εκλεκτών. Έτσι οι Αμέντα, που ταξιδεύουν ανεμπόδιστοι ανάμεσα στους κόσμους που τους προσκαλούν, βρήκαν άνοιγμα και σύντομα το εκμεταλλεύτηκαν.

Μόλις έφτασαν στον Ορμπαράτους, οι Αμέντα άρχισαν να ψιθυρίζουν στα αυτιά των κυβερνόντων Φερρουμπένε, υποσχόμενοι ακόμα περισσότερα πλούτη και δόξα, αν προωθούσαν μιαν καινούργια θρησκεία. Μια θρησκεία που τελικά θα επέφερε την καταστροφή του κόσμου  τους. Οι δοξασίες αυτής της θρησκείας δεν έχουν σημασία, περιέβαλε όμως τους πιστούς της με ένα πέπλο θυματοποίησης και αδικίας, που χρησιμοποιούσαν ενάντια στο μεγάλο μέρος της ίδιας της κοινωνίας των Φερρουμπένε. Η θρησκεία διδασκόταν κρυφά σε όσους είχαν χαμηλότερη μόρφωση και ικανότητες. Αυτοί πείθονταν ότι ήταν θύματα κοινωνικής αδικίας και ότι η νέα πίστη θα εκδικούταν για όλα τα δεινά που είχαν υποφέρει. Άλλοι προσηλυτίζονταν μέσω υποσχέσεων για περισσότερη δύναμη ή ακόμα και με απειλές βίας προς αυτούς και τις οικογένειες τους.

Η λατρεία της νέας θρησκείας, μέσω της προτροπής των Αμέντα, είχε εξαπλωθεί εκείνη την εποχή τόσο πολύ, ώστε πλέον η κοινή λογική είχε εγκαταλειφθεί και όποιος αμφισβητούσε τις διδαχές της χαρακτηριζόταν φανατικός και μισητής της επερχόμενης «Νέας Εποχής». Οι κοινωνικές αναταραχές αυξήθηκαν και έφτασαν σε σημείο, που το να μπορέσει κάποιος να τις σταματήσει και να προσάγει τους υποκινητές τους ήταν αδύνατον. Οι σκοτωμοί και οι ταραχές στους δρόμους εξαπλώθηκαν. Ολόκληρες πόλεις κάηκαν και λεηλατήθηκαν. Οι Φερουμπένε άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους σε ανοιχτό εμφύλιο.

Σε αυτή την κατάσταση, οι υπηρέτες των Φερρουμπένε πάλεψαν ενάντια στις διδαχές της νέας θρησκείας και, ενώ οι Φερρουμπένε αλληλοσκοτώνονταν, οι Φερρουμάρι προσπαθούσαν ασταμάτητα να σώσουν τις ζωές των δημιουργών τους. Αλλά η προσπάθεια τους δεν είχε αποτέλεσμα, γιατί οι Φερρουμάρι ήταν λιγοστοί. Στο τέλος οι περισσότεροι Φερρουμπένε πέθαναν και παρέμειναν μόνο οι χειρότεροι και πιο διεφθαρμένοι από τους αρχηγούς τους. Αυτούς τους είχαν διαφυλάξει οι Αμέντα, ξέροντας ότι είναι οι πιο πιστοί υπηρέτες τους.

Τώρα που είχαν μείνει τόσοι λίγοι από τους Αφέντες, οι Φερρουμάρι τους έπιασαν και τους φυλάκισαν, φτιάχνοντας για τους δημιουργούς τους ένα μέρος όπου θα ήταν ακίνδυνοι. Αλλά καμιά φυλακή δεν έμοιαζε να μπορεί να συγκρατήσει τους Αφέντες. Έτσι, τελικά, οι Φερρουμάρι κατάφεραν να φέρουν τους τελευταίους από τους διεστραμμένους αφέντες τους σε κατάσταση βιολογικής αναστολής. Αυτό το έκαναν με την ελπίδα, ότι κάποτε θα μπορούσαν να θεραπευθούν από την τρέλα τους, γατί οι Φερρουμάρι ήταν και είναι ένας πολύ συμπονετικός λαός.

Η πύλη προς τον χώρο όπου κείτονταν σφραγίστηκε με τρεις κρυστάλλους, τον οποίων η δύναμη συντηρούσε την αναστολή των Αφεντών και κρατούσε την πύλη της φυλακής τους ισχυρή και απαραβίαστη.

Χωρίς τους Αφέντες να γεννούν διαμάχες οι Φερρουμάρι αρχικά ευημέρησαν, αλλά τελικά, πολλές χιλιάδες χρόνια αργότερα, έπεσαν κι εκείνοι θύματα των Αμέντα. Στράφηκαν κι αυτοί ο ένας κατά του άλλου, καταστρέφοντας τελικά όλα τα μέλη της φυλής τους, πλην της Πολυδόρας. Εκείνη και όσοι Αφέντες παραμένουν ζωντανοί, ανεσταλμένοι πίσω από την πέτρινη πύλη, είναι οι μόνοι ζωντανοί κάτοικοι του Ορμπαράτους. Τοτελευταίοκομμάτιτηςιστορίας, τοξέρεις, Λουκ».

«Ναι, το ξέρω», είπε ο Λουκ, «και το διηγήθηκα στη Τζιλ και τον Σαμ νωρίτερα σήμερα. Αλλά δεν ήξερα ότι οι Αμέντα είχαν διεκδικήσει και τις δύο έλλογες φυλές του πλανήτη. Μόνο την νεώτερη».

Το δωμάτιο παρέμεινε σιωπηλό καθώς όλοι αναλογίζονταν τα λόγια του Αζάριας.

«Αλλά, πώς στο καλό τα μάθατε όλα αυτά;» ρώτησε ο Λουκ. «Η Πόλυ έζησε χιλιάδες χρόνια στον πλανήτη της και δεν μπόρεσε να αποκρυπτογραφήσει τίποτα περισσότερο, παρά μικρά κομμάτια της ιστορίας που μόλις μας διηγήθηκες».

«Α, ναι, αυτό είναι αλήθεια», είπε ο Αζάριας. «Όμως, η Πόλυ δεν είχε το ένα και μοναδικό εργαλείο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να ανακαλύψει ολόκληρη την αλήθεια για την αρχαία ιστορία του πλανήτη της».

«Και ποιο ήταν αυτό;»

«Μα, η ικανότητα να ταξιδεύει στην κορνίζα, βεβαίως. Εγώ μπόρεσα να μάθω πολλά, πολλά περισσότερα από όσα εκείνη όλα αυτά τα χρόνια στον Ορμπαράτους, μόνο και μόνο επειδή εγώ μπορούσα να ταξιδεύω τόσο στο χώρο όσο και στον χρόνο του κόσμου της».

«Λες δηλαδή, ότι πήγες πίσω στο παρελθόν του Ορμπαράτους, στη περίοδο των πρώτων χρόνων των Αφεντών και έγινες αυτόπτης μάρτυρας, όλων όσων μας αφηγήθηκες;»

«Όχι μόνο έγινα μάρτυρας, αλλά έκανα και ότι μπορούσα για να ελαχιστοποιήσω τα βάσανα που αντίκρισα εκεί. Όσο μου ήταν δυνατόν».

«Τι εννοείς;»

«Απλά αυτό. Ήμουν εγώ που δίδαξα στους Φερρουμάρι πώς να περιορίσουν τους Αφέντες. Και ήμουν εγώ που τοποθέτησα τα τρία πετράδια-φύλακες πάνω στην πύλη, σφραγίζοντας τους μέσα!»

Η συνέχεια την επόμενη Παρασκευή.

Για το πρωτότυπο κείμενο: http://jefmurray.com/framerunners/uncategorized/in-the-company-of-angels-episode-9-2-the-renderer-cont/