“….Σηκώθηκαν και αφού φόρτωσαν στο πόνυ τα σακίδιά τους προχώρησαν στις παρυφές του δάσους, δίπλα από τον δρόμο. Άφησαν έτσι το ξέφωτο που είχε ταξιδέψει για λίγο την σκέψη τους στο παρελθόν και την ασφαλή πατρίδα τους. Πάλι μπροστά τους ξανοίγονταν το μονοπάτι της φυγής. Πίσω τους φάνταζε απειλητικός ο δρόμος της καταδίωξης. Σήκωναν πολλές φορές το κεφάλι τους ψηλά προς τον ουρανό. Ήταν μια κίνηση που τους είχε γίνει πια συνήθεια. Αναγκασμένοι να κινούνται μέσα στα σύδεντρα, ανάμεσα στους θάμνους, κατά μήκος μικρών φαραγγιών, έχαναν συχνά την αίσθηση του χρόνου, καθώς ο ήλιος έφτανε σε αυτούς πιο αδύνατος, πιο αμυδρός. Τώρα όμως δεν λάθεψαν μια και ο ήλιος είχε κυλήσει ήδη προς την αγκαλιά των γύρω βουνών. Τον Δακτυλιδο –κουβαλητή, πιότερο κι από το σκοτάδι γύρω τους, τον ανησυχούσε το σκοτάδι εκείνο που είχε φωλιάσει μέσα τους. Ο φόβος και η απόγνωση ενός ανελέητου κυνηγιού, στο οποίο ήταν τα αδύναμα, αβοήθητα θηράματα. Τι ελπίδα είχαν να γλυτώσουν από τέτοιες δυνάμεις, από τέτοιο κακό; Κι εκείνος ο ηρωικός περιπλανώμενος φύλακας, πόσο θα μπορούσε ακόμα να τους προστατεύσει;
Ένας παγερός αέρας κατέβηκε από τα βουνά και τους κτύπησε. Ρίγος! Τυλίχτηκε στην κάπα του. Ανώφελο. Ο πάγος υπήρχε στην καρδιά του και τον ρουφούσε. Η μαχαιριά του προξενούσε καυτούς πόνους, όμως κάτι άλλο είχε διεισδύσει σε μυαλό και ψυχή. Κάτι παγωμένο που τον κούραζε και τον υπέτασσε μέρα με τη μέρα. Σε λίγο θα άρχιζαν να ψάχνουν για νυχτερινό καταφύγιο. Αυτό θα τους απασχολούσε από τις μαύρες σκέψεις. Ίσως μάλιστα να χαιρόταν που για άλλη μια μέρα επιβίωσαν, που δεν είχαν ίχνος των ανίερων διωκτών τους. Όμως ήξερε πως η νύχτα ήταν ο πιο δυνατός σύμμαχος εκείνων. Γύρισε προς τους συντρόφους του. Όλοι καταπονημένοι, αδυνατισμένοι, σκιές των γελαστών φίλων του. Ακόμα κι ο φύλακας έδειχνε πτοημένος. Σκιές ανθρώπων με ελπίδα μια τρέλα. Αργά ή γρήγορα εκείνοι θα ακούγονταν πίσω τους, και μετά τέλος. Προχώρησαν κι άλλο ακόμα στις παρυφές του δάσους, αλλά πάντα κοντά στον δρόμο. Το φως έφευγε μακριά και άρχισαν να ψάχνουν για σημείο κατασκήνωσης, όταν οι οξυμένες αισθήσεις τους έπιασαν τον θόρυβο. Πέταλα αλόγων. Φόβος καρφώθηκε τις καρδιές τους. Εκείνοι ήταν εδώ, μαζί και το σκότος που έσερναν μαζί τους. Κρύφτηκαν αμέσως στους θάμνους και τα δέντρα και περίμεναν. Όμως καθώς πλησίαζε ο ήχος, μια ελπίδα ήρθε και ρίζωσε στην ψυχή τους. Ο ήχος δεν ήταν εκείνος των τρομερών μαύρων αλόγων. Ήταν ευχάριστος, ανάλαφρος, μαζί με τον ήχο μικρών καμπανών. Ένα πανέμορφο ολόλευκο άτι ξεπρόβαλε στην άκρη του δρόμου και στο λυκόφως τα λουριά του άστραψαν σαν πολύτιμες πέτρες. Ο μανδύας του αναβάτη κυμάτιζε ασημένιος στον αέρα και τα μαλλιά του φεγγοβολούσαν και ανέμιζαν χρυσά. Πριν καν κινηθεί ο Γοργοπόδαρος, είχε στρέψει το φωτεινό πρόσωπό του προς το μέρος τους και με φωνή καθάρια και μελωδική αναφώνησε, Ai na vedui Dunadan. Mae govannen ! ……..’’

Με αυτή την μαγευτική περιγραφή μπήκε στην ζωή μου, στην ζωή κάθε αναγνώστη της Συντροφιάς, ο Γκλορφίντελ, ο Άρχοντας των Ξωτικών. Για όσους μάλιστα αυτό το βιβλίο ήταν η πρώτη επαφή με τα έργα του Καθηγητή Τόλκιν, μπήκε στην ζωή μας και η εικόνα των Ξωτικών. Είναι η πρώτη περιγραφή Ξωτικού που εναρμονίζεται και αντικατοπτρίζει την εικόνα των Ξωτικών που θα θέλαμε ή ελπίζαμε να βρούμε σε αυτά τα γραπτά. Η ιστορία θα συνεχίσει την πορεία της, θα εξελιχθεί. Πολλοί άλλοι αγαπημένοι χαρακτήρες θα εμφανιστούν και θα πάρουν το ρόλο τους στην εποποιία αυτή. Θα έρθει το τέλος και η λύτρωση, αλλά……!!!! Θα υπάρξει ένα μεγάλο ‘..αλλά’ για όλους εκείνους που κράτησαν αυτή την εικόνα, αυτό το Ξωτικό σε κάποια μικρή γωνίτσα της καρδιάς τους. Ποιός είναι εκείνος ο λαμπερός άρχοντας, ποιος ο ρόλος του; Και γιατί αυτή η εξαίσια φιγούρα είχε ένα τέτοιο μικρό ρόλο ;
Ας ανατρέξουμε λιγάκι στην παρουσία του ήρωα μας στην ιστορία αυτή.
Ο Γκλορφίντελ συναντά την μικρή ομάδα των Χόμπιτ και του Γοργοπόδαρου εκείνο το απόγευμα και τους οδηγεί με ασφάλεια στο Σχιστό Λαγκάδι. Όπως ο ίδιος αναφέρει, του ανατέθηκε το πιο δύσκολο κομμάτι της αποστολής , που ήταν η εύρεση και η ασφαλής έλευση του Φρόντο στο Ρίβεντελ. Ήδη είχε συναντήσει στον δρόμο του και τρέψει σε φυγή πέντε Νάζγκουλ. Φτάνει ένα άγγιγμα στην πληγή του Φρόντο για να διώξει την παγωνιά από το σώμα του μικρού Χόμπιτ, να επαναφέρει το φως στα μάτια του. Ο Άσφαλοθ, το λευκό του άτι, ξεπερνά τα μαύρα άλογα στην καταδίωξη που ακολουθεί και φέρνει τον Φρόντο στην άλλη όχθη του Μπρούινεν. Η λαμπερή του μορφή και η οργή του οδηγούν τους Νάζγκουλ στα νερά του ποταμού και στον προσωρινό χαμό τους. Κάτω από την φροντίδα του Ελροντ, το Χόμπιτ συνέρχεται και συνομιλεί με τον Γκάνταλφ. Εκεί αναφέρεται από τον σοφό μάγο πως ο Γκλορφίντελ όντως ήταν η λαμπερή μορφή που είδε ο Φρόντο πριν λιποθυμήσει, πως είναι ένας από τους πρωτογέννητους, ισχυρός ανάμεσα στους πρίγκιπες τους, τρομερός στην οργή του, που μπορεί να βαδίζει άφοβος και στους δύο κόσμους.
Αργότερα ο Φρόντο μπαίνει στην μεγάλη αίθουσα για το συμπόσιο που θα ακολουθήσει. Δεξιά του Έλροντ στέκεται ο Γκλορφίντελ. ‘…..ψηλός και στητός, τα μαλλιά του ήταν χρυσάφι αστραφτερό και το πρόσωπό του πανέμορφο και νεανικό, ατρόμητο και γεμάτο χαρά. Τα μάτια του ήταν λαμπερά και κοφτερά κι η φωνή του σαν μουσική. Σοφία καθόταν στο μέτωπό του, δύναμη στα χέρια του.’
Ο Γκλορφίντελ δείχνει να είναι σεβάσμιος και παίρνει ενεργό μέρος στο συμβούλιο του Ελροντ. Μάλιστα από το στόμα του Γκάνταλφ εμφανίζεται σε όλο το μεγαλείο της η δύναμη του Ξωτικού άρχοντα.. Δηλώνει την δυσκολία της αποστολής καταστροφής του Δακτυλιδιού, ‘…..ακόμα κι αν διάλεγες για εμάς έναν πολύ μεγάλο ξωτικό – άρχοντα σαν τον Γκλορφίντελ, ούτε και αυτός θα μπορούσε να νικήσει τον Μαύρο Πύργο, ούτε θα μπορούσε να ανοίξει δρόμο προς την Φωτιά με την δύναμη του…’
Ο Άρχοντας συναντάται άλλη μια φορά στο τέλος του Πολέμου του Δακτυλιδιού, όταν καταφθάνει με την Γκαλάντριελ και τον Κέλεμπορν για την στέψη του Βασιλιά και τον γάμο του με την Άργουεν. Θεωρείται μάλλον σίγουρο πως ηγήθηκε των δυνάμεων του Ρίβεντελ που ενώθηκαν με τον Κέλεμπορν , απέκρουσαν την επίθεση στο Λόριεν, νίκησαν στην μάχη του Ροβάννιον και κατόπιν καθάρισαν το Ντολ Γκούλντουρ. Δεν αναφέρεται πουθενά η τύχη του Γκλορφίντελ. Υπάρχουν δύο υποθέσεις, με την πρώτη να εικάζει την φυγή του στην Δύση με τα τελευταία πλοία των Ξωτικών.
Κάπου εδώ θα τελείωναν όλα και θα μέναμε με την γλυκόπικρη ανάμνηση ενός υπέροχου Ξωτικού που τόσα λίγα μάθαμε για αυτό. Όμως στην πρώτη εκδοχή του Τόλκιν, ο Γκλορφίντελ φέρεται να εξιστορεί στο συμπόσιο τις μέρες του στην Αρχαία Γκόντολιν. Μια αναφορά που τα αλλάζει όλα και ξεκινά την πιο αμφιλεγόμενη, μαγευτική και μυστηριώδη αναζήτηση χαρακτήρα στο έργο του Καθηγητή. Ήδη η μαγεία του βιβλίου, αλλά και οι πάμπολλες αναφορές του σε ένα ένδοξο παρελθόν και Αρχαίες Ημέρες με είχε οδηγήσει να αναζητήσω και άλλα σχετικά έργα του Τόλκιν. Μοιραία έρχεται η επαφή με το Σιλμαρίλλιον, το ατελείωτο έργο ζωής του Καθηγητή. Η απαρχή του κόσμου του και οι Αρχαίες Ημέρες. Σιλμαρίλλιον και Γκόντολιν λοιπόν, η μυστική και πανέμορφη κρυμμένη πόλη των Ξωτικών του Τούργκον, τρίτου Υψηλού Βασιλέα των Νόλντορ του Μπελέριαντ.
Είμαστε στην πρώτη εποχή και ο Τούργκον πράττοντας με σωφροσύνη, ακούει τα κελεύσματα του θεού Ούλμο, εγκαταλείπει το Νεύραστ και εγκαθίσταται στην Γκόντολιν, την πόλη που με απόλυτη μυστικότητα είχε κτίσει σε βράχο της κρυμμένης, από τα Κυκλωτικά Όρη, πεδιάδας Τουμλάντεν. Είναι σοφός, όπως ο πατέρας του Βασιλιάς Φινγκόλφιν και γνωρίζει πως απέναντι στην δύναμη του Σκοτεινού Άρχοντα Μόργκοθ, μόνο η σύνεση και η προσοχή θα φέρουν την επιβίωση. Έχει κληρονομήσει όμως και κομμάτια από την γενναιότητά του. Δεν μπορεί να μείνει κρυμμένος στην πόλη του, όταν έπεται μια τόσο σημαντική μάχη, όπου οι συνασπισμένοι Οίκοι των Νόλντορ και των Μεγάλων Οίκων των Ανθρώπων θα δώσουν τον υπέρτατο αγώνα. Καταφτάνει την ύστατη στιγμή με 10000 πάνοπλα Ξωτικά. Πρώτοι στην μάχη οι καλύτεροι αξιωματικοί του και μέγιστοι Άρχοντες της Γκόντολιν, ο Εκθέλιον και ο Γκλορφίντελ. Η ικανοποίηση μεγάλη καθώς συναντάται ξανά ο πανέμορφος άρχοντας της Συντροφιάς. Η μάχη ξεκινά καλά, αλλά καταλήγει σε καταστροφή. Η Μάχη των Αμέτρητων Δακρύων, όπου πολλά ξωτικά και γενναίοι άνθρωποι πέφτουν και οι ελπίδες του ελεύθερου κόσμου συνθλίβονται. Ο Τούργκον υποχωρεί και οι άρχοντές του μένουν στην οπισθοφυλακή και με ηρωισμό καλύπτουν την φυγή των δυνάμεων του Βασιλιά. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατεύματος φτάνει στην ασφάλεια της κρυμμένης πόλης, αλλά όχι για πολύ.
Μερικά χρόνια μετά, η θέση της Γκόντολιν θα προδοθεί στον μεγάλο εχθρό και ένα πρωινό πάνω από τα βορινά βουνά θα εμφανιστούν οι ορδές της Άνγκμπαντ. Η άμυνα της πόλης γενναία, αλλά καταδικασμένη. Ο αιφνιδιασμός θα είναι απόλυτος.Ο ένας μετά τον άλλο οι άρχοντες θα πέσουν. Ο Εκθέλιον, ο Βασιλιάς Τούργκον και ο Γκλορφίντελ θα είναι από τους τελευταίους πεσόντες. Το πάγωμα της στιγμής αφάνταστο. Μα πως είναι δυνατόν; έρχεται στην αρχή η ερώτηση, και μετά η άρνηση, δεν είναι δυνατόν, δεν μπορεί. Όμως ο Καθηγητής ήταν ξεκάθαρος στο γραπτό του. Ξεκάθαροι και όσοι αντιλαμβάνονται τα πάντα με την λογική. Στα επίσημα λήμματα των έργων του Τόλκιν δίνονται δύο Ξωτικά με το όνομα Γκλορφίντελ. Εκείνο της Γκόντολιν και εκείνο του Ρίβεντελ.
Όμως η ομορφιά βρίσκεται στην μαγεία των μύθων και στα μάτια της καρδιάς. Εκείνη η αναφορά στα πρώιμα γραπτά του Καθηγητή θα ξεσηκώσει την φλόγα στις ψυχές εκείνων που ποθούν τις ομίχλες των γοητευτικών παραμυθιών. Θα ψάξουν, θα ψάξουν και θα βρουν αυτό που θα σπείρει την δική τους ιστορία.
The People of Middle Earth, Last Writings: Ο Κρίστοφερ Τόλκιν παραθέτει σημειώσεις του Καθηγητή πάνω στο θέμα του Γκλορφίντελ…..”. . . At any rate what at first sight may seem the simplest solution must be abandoned: sc. that we have merely a reduplication of names, and that Glorfindel of Gondolin and Glorfindel of Rivendell were different persons. This repetition of so striking a name, though possible, would not be credible… Also it may be found that acceptance of the identity of Glorfindel of old and of the Third Age will actually explain what is said of him and improve the story. . .”
– Last Writings, Glorfindel II
“. . . After his purging of any guilt that he had incurred in the rebellion, he was released from Mandos, and Manwë restored him… We may then best suppose that Glorfindel returned during the Second Age, before the ‘shadow’ fell on Númenor. . .”

Προβληματισμοί και απόψεις που αλλάζουν την ιστορία.
‘….Ξύπνησε κάθιδρος και ανήσυχος. ‘Δεν θα έπρεπε, σήμερα είναι μέρα γιορτής και χαράς’ σκέφτηκε. Σηκώθηκε με μιας, έριξε ένα πανωφόρι και πήγε έως το μπαλκόνι. Ανοίγοντας, ένα κρύο αναζωογονητικό αγέρι του βοριά του μαστίγωσε το πρόσωπο και έκανε τα χρυσά του μαλλιά να χορέψουν στον αέρα. Ήταν από τους λόγους που έκτισε τον μικρό πύργο του Οίκου του στα βορινά της πόλης. Ένιωθε λίγο άβολα με τον περιορισμό τους στην πόλη και πάντα ο βόρειος άνεμος του καθάριζε την σκέψη και του ηρεμούσε την ψυχή. Αλλά ο κύριος λόγος ήταν για να κοιτάζει κάθε πρωί τον Βορρά. Προς το Νεύραστ και το Χίθλουμ, τα μέρη όπου έζησε, όταν με την αυγή του Φεγγαριού και του Ήλιου πάτησε με τον Βασιλιά Φινγκόλφιν τα χώματα του Μπελέριαντ. Να βλέπει όμως και με μια στρέψη πιο ανατολικά και τη Χώρα του Σκοτεινού Άρχοντα. Να είναι από τους πρώτους στο συναπάντημά που αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε. Το πρώτο φως δεν έχει φτάσει στην Λευκή Πόλη, όμως ήδη πολλοί κάτοικοι της έχουν ανέβει στα ψηλά τείχη για να δουν την ανατολή και να ψάλουν τους πρώτους ύμνους της μεγάλης εορτής.
Μέρες τώρα η Γκόντολιν ετοιμαζόταν για την Μέρα των Πυλών του Καλοκαιριού. Φόρεσε τα ρούχα του και κατέβηκε να δώσει εντολές στους δικούς του. Για πρώτη φορά θα ντύνονταν, έστω και ελαφρά, με όπλα. Η εικόνα του εφιάλτη πλανιόταν ακόμα στους διαδρόμους του μυαλού του. Κανόνισε τις τελευταίες λεπτομέρειες και ανέβηκε να οπλιστεί ελαφρώς. Βγήκε στο μπαλκόνι για να συναντήσει την πρώτη ακτίνα του ήλιου. Μόνο που η πρώτη ακτίνα που έβαψε ρόδινα τα τείχη δεν έφερε ύμνους και τραγούδια, αλλά κραυγές και θρήνους. Σάλπιγγες ήχησαν τους οξείς ήχους του συναγερμού. Κοίταξε προς τον βορρά. Φωτιές στις φρουρές και μια απειλητική μάζα που ξεχώριζε στον γκρι των βουνών. ‘Ο Εχθρός’ ούρλιαξε. Τινάχτηκε σαν βέλος στη αυλή καθώς οι πιο έμπειροι άντρες του ντύνονταν ήδη τις χρυσοκόκκινες πανοπλίες τους. Οργάνωσε τους υποδιοικητές του και με 3-4 έμπιστούς του έτρεξε στην πόλη. Τα νέα έτρεχαν πιο γρήγορα και από την φωτιά που τους πλησίαζε. Από τα βορινά όρη είχαν ξεχυθεί ορκς, και λύκοι, Μπάλρογκς και δράκοι και τεράστιες μαύρες σιδερένιες τερατόμορφες μορφές. Πρώτα σαρώθηκαν οι λίγες φρουρές των Κυκλωτικών Βουνών και μετά οι περίπολοι την πεδιάδας. Οι σκοτεινές δυνάμεις έφταναν γρήγορα κάτω από τα περήφανα τείχη. Έδειχναν πως σύντομα ίσως θα τα υπερκεράσουν και αυτά. Δεν υπήρχε πανικός, όσο και απροετοίμαστοι και αν πιάστηκαν. Οι Γκοντολίντριμ ήταν γενναίοι και δυνατοί και πάντα προετοιμασμένοι Όμως υπήρχαν γυναίκες και παιδιά και ήταν νωπές οι μνήμες από την Νιρναεθ Αρνοέντιαντ. Ο μισός ανθός της πόλης ξεκληρίστηκε τότε και είχε ζήσει και εκείνος την άκαρδη στιγμή όπου ανακοίνωνε σε μάνες και παιδιά και συζύγους τον χαμό του δικού τους ανθρώπου. Έδιωξε γρήγορα τις άσχημες αυτές μνήμες και συνέχισε.
Στα μισά συνάντησε τους κήρυκες του Βασιλιά σταλμένους από τον πρίγκιπα Τούορ. Εντολές προς τους δώδεκα άρχοντες της πόλης και τις θέσεις τους στην άμυνα. Ο Οίκος του Χρυσού Άνθους θα κρατούσε την Μεγάλη Αγορά. Έπρεπε να κρατήσει ανοικτούς τους δρόμους για την διαφυγή των αμάχων προς το νότο και την προώθηση των ενόπλων προς το κύριο σημείο που προσέβαλλαν οι δυνάμεις του Μόργκοθ. Τα τείχη φάνηκαν μικρά και ο Σκοτεινός Άρχοντας είχε φέρει μηχανές φρικτές που τα διέλυσαν και έπεσαν. Η αγωνιώδης μάχη έλαβε χώρα μέσα στην πόλη. Τα ξωτικά προσπαθούσαν να οργανωθούν, να υπερασπιστούν τα σπίτια και τα γυναικόπαιδά τους. Η μάχη σκληρή, ανελέητη και οι απώλειες πολλές. Η Μεγάλη Αγορά ήταν εξαρχής δύσκολο να κρατηθεί, καθώς πολλά και μεγάλα στενά έφταναν σε αυτή. Η άμυνα των Χρυσοκόκκινων ιπποτών λυσσαλέα. Ο ήλιος έπεφτε στις πανοπλίες και στα κράνη τους και έμοιαζαν σαν πυρκαγιά που σάρωνε την μαύρη λαίλαπα σαν στάχυα το μεσοκαλόκαιρο. Εφτά φορές φάνηκε πως θα σπάσουν, αλλά εφτά φορές μπήκε μπροστά και με τις φωνές του, οδήγησε τους άνδρες του να αφανίσουν τον εχθρό. Αρκετές ήταν οι φορές που κοιτούσε τα νώτα του , αλλά μάταια. ‘…. μα που είναι ο αναθεματισμένος ο Σάλγκαντ και οι δυνάμεις του, θα έπρεπε να είχαν έρθει’. Όμως ο Σάλγκαντ είχε δειλιάσει και έχοντας κρατήσει τις δυνάμεις του στην Μικρή Αγορά, είχε παρακούσει τις εντολές προδίδοντας τις ελπίδες του Γκλορφίντελ. ‘Δεν θα κρατήσουμε για πολύ’ με λύπη και πικρία ψιθύρισε ‘είμαστε τόσο λίγοι και εκείνοι ολοένα και πληθαίνουν’…
….Αλλά ξαφνικά άρπες ήχησαν πίσω από τις πλάτες τους και δίπλα στα λάβαρα του Χρυσού Άνθους ήρθαν εκείνα της Ασημένιας Άρπας. Ο Οίκος τους στασίασε κατά του Σάλγκαντ και έτρεξε στην μάχη. Ξαφνικά όλα άλλαξαν και η επικράτηση έδειχνε εφικτή. Ξανά ώθησαν την μαύρη στρατιά πίσω στα στενά. Αλίμονο, στα γκρίζα μάτια του καθρεπτίστηκε ένα τρομερό δέος με την εμφάνιση ενός τεράστιου μαύρο – κόκκινου δράκου. Ξέρασε φωτιά και θάνατο. Οι αναθυμιάσεις και η οσμή της καμένης σάρκας ζαλίζει και τρομοκρατεί και τους πιο γενναίους αμυνόμενους. Ο Γκλορφίντελ διατάζει μερικούς του Οίκου του να οδηγήσουν τους τραυματίες και τους αμάχους που καταφθάνουν από παντού στην Μικρή Αγορά. Μερικοί ‘Αρπιστές’ ακολουθούν, αλλά οι περισσότεροι μένουν στην πρώτη γραμμή, για να σβήσουν ίσως την ντροπή του Σάλγκαντ. Νέα καταφθάνουν από παντού, η άμυνα συγκεντρώνεται προς την Πλατεία του Βασιλιά και γύρω από τον πύργο του. Μια φωνή ακούγεται… ‘Άρχοντα Γκλορφίντελ πάρτε τους άνδρες σας και ανασυνταχθείτε στο Συντριβάνι’. Είναι ο υποδιοικητής των ‘Αρπιστών, ο Ντουίλμιρ. ‘Θα έρθετε μαζί μου’, του απάντησε, αλλά εκείνος ήδη έχει χαθεί προς την μεριά του δράκου, μαζί και όλοι οι δικοί του. Δάκρυα θαυμασμού και πόνου γλιστρούν από τα μάτια του. ‘Οπισθοχώρηση τώρα, εμπρός άνδρες του Χρυσού Άνθους, μας χρειάζεται ο Βασιλιάς’. Μπροστά του όλα καίγονται. Απωθείται προς την Πλατεία του Βασιλιά. Από παντού ξωτικά οπισθοχωρούν προς την Πλατεία μαχόμενα με πάθος.
Ο Εκθέλιον κρατά ακόμα και δίπλα τους συντάσσονται οι Οίκοι του Γκλορφίντελ και του Γκάλντορ. Εμφανίζονται Μπάλρογκς και δράκοι. Στο βάθος ο Οίκος του Ρογκ με την ασυγκράτητη οργή τους κρατά τις νότιες εξόδους της πλατείας ανοικτές. ‘Πρέπει να φτάσω στον Εκθέλιον’. Πολύ αργά όμως καθώς μεταξύ τους έχουν μπει σφήνα λύκοι και Μπάλρογκς. Ο Εκθέλιον έρχεται αντιμέτωπος με τον Γκόθμογκ, τον αρχηγό των Μπάλρογκ και πέφτει αφού τον σκοτώσει, μπροστά από το μεγάλο σιντριβάνι. Η ελπίδα έσβησε από τα μάτια του, την ώρα που η κραυγή πως ο Βασιλιάς έπεσε τρυπάει τον αχό της μάχης. Νιώθει άδειος, ιδρώτας τρέχει από τα κολλημένα από το αίμα μαλλιά του. ‘Μόνη μας ελπίδα ο νότος’. Βλέπει προς τα εκεί να οδεύει και ο θυρεός του Τούορ. Με όποιο αξιόμαχο ξωτικό βρίσκει μπροστά του δημιουργεί μια ισχυρή σφήνα προστατεύοντας τους διασωθέντες και ενώνεται με τον Τούορ, την Ίντριλ και τον μικρό Εαρέντιλ. ‘Εμπρός άρχοντες μου, περάστε και σώστε το μέλλον των Νόλντορ’ ουρλιάζει ο Ρογκ, και ο Οίκος του με τα σφυριά και τα ρόπαλα τους κρατούν τα νώτα σαρώνοντας ορκς και Μπάρλογκς. Μόνη ελπίδα τον κρυφό πέρασμα της Ίντριλ. Μια άτακτη ομάδα από γυναίκες, παιδιά, τραυματίες και λιγοστούς μάχιμους θα δοκιμάσουν την απέλπιδα προσπάθεια. Κατεβαίνουν από τον δρόμο των Τρεχούμενων Υδάτων και μπαίνουν στο κρυφό πέρασμα. Οι φωτιές, οι αναθυμιάσεις και οι υδρατμοί των πηγών τους βοήθησαν να φτάσουν έως τα όρη. Η ανάβαση σκληρή και δύσκολη. Παγωνιά, κοφτεροί βράχοι και χαώδεις γκρεμοί τους κυκλώνουν. Ο Γκλορφίντελ δίνει συνέχεια κουράγιο και κρατά την ομάδα αξιόμαχη. Έπρεπε να φτάσουν στο Κίριθ Θόροναθ. Ένα πέρασμα ψηλά, ανάμεσα σε δύο χαράδρες. Εάν το περνούσαν η σωτηρία θα ήταν κοντά.
Όμως τα δάκτυλα του Μόργκοθ έχουν φτάσει και εκεί. Ενέδρα των ορκ τους παραμονεύει στο πιο επικίνδυνο σημείο του χάους. Ο πόνος των απωλειών και η απόγνωση των φυγάδων γίνονται μίσος. Τούορ και Γκλορφίντελ πλαγιοκοπούν τους λύκους και τα ορκ και τα εξολοθρεύουν.
Η σωτηρία είναι μπροστά τους, όταν εμφανίζεται ένας τεράστιος Μπάλρογκ. Όλα φαίνονταν καταδικασμένα, αλλά ο ξωτικός άρχοντας ήξερε τι έπρεπε να κάνει, είχε προετοιμαστεί θαρρείς για αυτό. Ψύχραιμα έδωσε εντολές στον λαό του, ωθώντας τον μπροστά στην διαφυγή. Τους κοίταξε μια τελευταία φορά και γύρισε να αντιμετωπίσει τον δαίμονα. Τα μάτια του έγιναν ψυχρά σαν πάγος. Είδε με τα μάτια του Ντούιλμιρ που στράφηκε θυσία στον δράκο, το Ρογκ που έμεινε μόνος με δράκους και Μπάλρογκ για να σωθούν εκείνοι. Τώρα άκουγε σαν μια γλυκιά μελωδία το κάλεσμα της δικής του μοίρας. Η Δύση τον είχε συγχωρέσει και καλούσε πίσω ένα από τα πιο αγαπημένα παιδιά της. Φωτιά που θάμπωσε τις φλόγες του δαίμονα, λαμπερός σαν δεύτερος ήλιος κάτω από την καπνιά ,πολέμησε στην άκρη του χάσματος γενναία, σαν ήρωας και χάθηκαν και οι δύο πέφτοντας στην άβυσσο. Και ο Θορόντορ, ο βασιλιάς των Αετών, ανέβασε το σώμα του Γκλορφίντελ από το χάσμα και το έθαψαν σε ένα τύμβο από πέτρες δίπλα στο Κιριθ Θόροναθ. Πράσινο φύτρωσε και σκέπασε τον τύμβο και χρυσοκίτρινα – σαν τα μαλλιά του – λουλούδια άνθισαν πάνω, ως την μέρα που ο κόσμος άλλαξε μορφή. Και όταν οι διασωθέντες πέρασαν τον Σίριον και έφτασαν στο Ναν-τάθρεν, πολλά τραγούδια έφτιαξαν για κείνον στο κλείσιμο του χρόνου…..

Έτσι τελείωσε η ζωή του άρχοντα του Οίκου του Χρυσού Άνθους της Γκόντολιν, του Γκλορφίντελ, του Νόλντο στην καταγωγή, του πρωτογέννητου που είχε ζήσει τις ευλογημένες μέρες του Βάλινορ.
Όμως η γενναιότητα, το θάρρος και η αυτοθυσία του θα κριθούν άμεσα από τις δυνάμεις της Δύσης. Διότι η θυσία του ήταν μεγάλη και η σπουδαιότητά της ανυπολόγιστη. Από καιρό είχε προβλεφθεί πως από την γενιά του Βασιλιά θα έρθει η ελπίδα για Ξωτικά και Ανθρώπους. Ο μικρός Εαρέντιλ επέζησε της καταστροφής και θα γίνει αυτός ο πρέσβης των δύο φυλών στους Βάλαρ και θα φέρει τον Πόλεμο της Οργής και την καταστροφή του Μόργκοθ. Γρήγορα το πνεύμα του Ξωτικού Άρχοντα θα κληθεί από τα δώματα του Μάντος και θα του δοθεί ξανά μορφή, καθώς και το δικαίωμα να περπατά ξανά κάτω από το φως, στα καταπράσινα πεδία του Άμαν για πολλούς αιώνες των ανθρώπων. Σύντομα θα γίνει συνοδοιπόρος και φίλος του Μάια Ολόριν. Ο Ολόριν, ο σοφότερος της τάξης του, ήταν ο αγαπημένος του Μάνγουε και της Βάρντα και δίπλα του θα δυναμώσει το πνεύμα και την σοφία του.
Την ίδια στιγμή η δύναμη του Σάουρον μεγαλώνει στην Μέση-γη. Κατασκευάζει το Δακτυλίδι της δύναμης, εκδιώκει και εξωθεί τους Ανθρώπους και τα Ξωτικά προς τα παράλια της και διαφθείρει τους Νουμενόριανς. Οι δυνάμεις της Δύσης αποφασίζουν να αντιδράσουν. Θα στείλουν ως σύμμαχο στα ξωτικά και τους ανθρώπους πνεύματα ισάξια του Σάουρον. Θα έρθουν όμως με ανθρώπινη μορφή και χωρίς την δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν εμφανώς τις δυνάμεις τους. Θα ονομαστούν Ιστάρι και ανάμεσά τους θα είναι και ο Ολόριν. Μια παρόμοια αποστολή θα δοθεί και στον Γκλορφίντελ. Αποστέλλεται στην Μέση-γη με σκοπό να συνδράμει με την δύναμη και το πνεύμα του τον Κίρνταν, τον Γκιλ- Γκάλαντ και τον Έλροντ και θα προηγηθεί των Ιστάρι. Πιστεύεται πως ήρθε στην Μέση-γη περίπου το 1600 της Δεύτερης Εποχής, ίσως με τους Μπλε Ιστάρι, λίγο πριν τον θάνατο του Κελεμπρίμπορ. Έπαιξε προεξέχοντα ρόλο στις Μάχες στο Έριαντορ και στο Ερέγκιον και βοήθησε τον Έλροντ στην διάσωση των Νόλντορ και την δημιουργία του Ιμλάντρις. Η Νούμενορ εκφυλίζεται και καταστρέφεται. Το Σκοτάδι αυξάνεται στο Δάσος της Σκοτεινιάς και το Ντολ Γκούλντουρ. Στη Μόρια εισβάλουν όντα του Σάουρον, ενώ στην Μόρντορ συγκεντρώνονται τα στίφη του Σκοτεινού Άρχοντα. Η Άνγκμαρ έχει σηκωθεί ξανά.
Αρχίζει το ταξίδι των υπόλοιπων Ιστάρι στην Μέση-γη. Το 1000 περίπου της Τρίτης Εποχής ο Γκλορφίντελ θα υποδεχθεί τον φίλο του Ολόριν, τελευταίο των Μάγων, που θα ονομαστεί και θα γίνει γνωστός ως Μιθράντιρ και Γκάνταλφ. Ο Γκλορφίντελ έχει επιλέξει ως μόνιμο τόπο κατοικίας το Ιμλάντρις, όπου ο Έλροντ έχει συγκεντρώσει τους επιζώντες του Ερέγκιον. Ίσως αυτό να φαίνεται μια τυχαία επιλογή. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί άλλο ένα επιχείρημα στην θεώρηση του ενός και μοναδικού Άρχοντα. Τι πιο φυσικό από το να μείνει και να βοηθήσει τον γιο του νεαρού Εαρέντιλ, τον οποίο αγαπούσε και τον οποίο έσωσε με κόστος την ζωή του στην Πρώτη Εποχή ;
Οι μάχες σε όλον τον Βορρά σκληρές. Τα ξωτικά και οι άνθρωποι του Βόρειου Βασιλείου μάχονται για την επιβίωσή τους. Μόνο η δύναμη και οι σοφία των Έλροντ και του Γκλορφίντελ κρατούσαν τις ισορροπίες και διατηρούσαν τις ελπίδες όλων. Όμως ο Μάγος-Βασιλιάς της Άνγκμαρ κατατροπώνει τον στρατό της Άρθενταιν ( iii-1974 ) και καταλύει το Βόρειο Βασίλειο. Η αντίδραση πρέπει να δοθεί άμεσα.

‘….. Ο Γκλορφίντελ ετοιμάζει επίλεκτες δυνάμεις του Ρίβεντελ για μάχη. Ντύνεται την ασημένια πανοπλία του. Μετά την επιστροφή του έχει επιλέξει το λευκό ως χρώμα του. Είναι πιο σοφός, πιο καθαρός και πιο δυνατός τώρα. Ανεβαίνει στο περήφανο λευκό του άτι και οδηγεί την μονάδα του έξω από το Ιμλάντρις. Στο δρόμο θα ενωθεί υπό τις διαταγές του μια ομάδα από το Λόριεν. Ο Άρχοντας Κέλεμπορν εμπιστεύεται απόλυτα τις ικανότητές του. Την ίδια στιγμή Βόρειοι Ντούνεντάιν, δυνάμεις από την Γκόντορ, άνθρωποι του Ροβάννιον και ιππείς από την πεδιάδα του Άντουιν συντάσσονται στο Λίντον και ξεκινούν για το Φόρνοστ. Ο Άρχοντας ξέρει πως οι πορεία του πρέπει να είναι γρήγορη και αθέατη. Πολλά θα κριθούν από την μυστικότητα του. Φτάνει στα νότια του Φόρνοστ βράδυ και κρατά κρυμμένες τις δυνάμεις σε ένα σύδεντρο κοντά στους Λόφους του Καιρού. Αναρριχάται τα ξημερώματα, αιφνιδιάζει και εξοντώνει την εχθρική φρουρά. Στο βάθος και δυτικά του Φόρνοστ οι δυο παρατάξεις έχουν πάρει τις θέσεις τους. Οι δυνάμεις της Άνγκμαρ δείχνουν διπλάσιες, αλλά το χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του. Περιμένει να ξεκινήσει η μάχη και πλησιάζει αργά το Φόρνοστ. Λίγο πριν γίνουν αντιληπτοί διατάζει έφοδο. Αρχίζουν έναν ξέφρενο καλπασμό και ιαχές οργής και θριάμβου υψώνονται από τα χείλη τους. Ο Άρχοντας οδηγεί την στρατιά, πύρινος σαν σφαίρα φωτιάς. Σαρώνουν τις βοηθητικές δυνάμεις τις Άνγκμαρ, κατατροπώνουν το ιππικό τους και περικυκλώνουν τα τρολλς. Ο Μάγος- Βασιλιάς έχει δει τον πύρινο άρχοντα να κτυπά τα νώτα του και έχει ξεκινήσει την οπισθοχώρηση. Αποκομμένος όμως από την ασφάλεια του Φόρνοστ τρέπεται σε φυγή. Ο Γκλορφίντελ με τους επίλεκτούς του αλλάζει κατεύθυνση και τον κυνηγά. Τον προλαβαίνει λίγο πριν μπει στην Άνγκμαρ και φτάσει στο φρούριο του Καρν Ντουμ. Ο Εάρνουρ αντιμετωπίζει πρώτος τον Μάγο-Βασιλιά και γελοιοποιείται. Όμως το χαμόγελο γρήγορα θα σβήσει από το φασματικό στόμα του. Πάνω του πέφτει ο Άρχοντας Γκλορφίντελ, κατάλευκος σαν αστέρι σβήνει το σκοτάδι του εχθρού του. Ο Μάγος- Βασιλιάς προσπαθεί να βρει διέξοδο και σωτηρία. Τα παρατάει και σαν δειλός εγκαταλείπει τους σκλάβους του στη πλήρη εξόντωση…..’
Ο Άρχοντας θα εμφανιστεί, όπως προείπαμε, ξανά στον Πόλεμο του Δακτυλιδιού.
Το ζήτημα του Γκλορφίντελ, το αν δηλαδή είναι δυο διαφορετικά ή όχι ξωτικά δεν θα πάψει ποτέ να χωρίζει την κοινότητα των αναγνωστών σε δύο παρατάξεις. Για εκείνους που νόμος και λατρεία είναι ότι έχει γράψει επίσημα και μόνο ο Καθηγητής, ο Γκλορφίντελ είναι δύο διαφορετικά ξωτικά. Προσωπικά είμαι λάτρης του ξωτικού ήρωα που ονομάστηκε Γκλορφίντελ. Ποτέ δεν με άγγιξε, δεν με ενδιέφερε η κωδικοποίηση και η ιστορικοποίηση του μύθου. Ο Γκλορφίντελ είναι για μένα, πέρα και από κάθε αντιγνωμία, ένα και το ίδιο Ξωτικό. Γιατί, πρωτίστως, το ορίζουν οι καρδιές που αισθάνονται, τα μυαλά που ονειρεύονται, οι ομίχλες της φαντασίας που μεθούν τις ψυχές μας. Δεν ξέρουμε τι πραγματικά είχε ο Τόλκιν στην σκέψη του. Ξέρουμε όμως πως για άλλη μια φορά, τα γραπτά του τον ξεπέρασαν. Ο μύθος του γλίστρησε από την πένα του και προχώρησε πιο πέρα…and the road goes on. Σε πόσα άλλα σημεία το έχουμε παρατηρήσει και πόσο πιο γοητευτικό έχει γίνει έτσι το έργο του; Σκιαγράφησε απλώς ένα χαρακτήρα χωρίς ίσως να είχε κάποιο συγκεκριμένο σκοπό για αυτό. Ίσως κιόλας η συνωνυμία να του ξέφυγε. Αλλά ο Γκλορφίντελ φάνηκε να υψώθηκε πάνω από τις σελίδες, να πήρε σάρκα και οστά από το μελάνι και να δημιούργησε την δική του ιστορία, τον δικό του μύθο. Στην αρχή του κειμένου αναρωτήθηκα με πικρία, γιατί ο Γκλορφίντελ να έχει τόσο μικρό ρόλο και γιατί να ξέρουμε, με βεβαιότητα, τόσο λίγα για αυτόν. Τώρα στο τέλος μετά από μια αναζήτηση και κλείνοντας τον κύκλο αυτό, ωρίμασε μέσα μου ο λόγος. Η δική μου και προσωπική μου φυσικά, απάντηση, που με οδηγεί να πάρω πίσω εκείνη την απορία. Ο καθηγητής με τις λίγες αράδες που σπαταλάει για τον ήρωα, μας προσέφερε ένα χαρακτήρα λαμπερό, φωτεινό. Ένα ξωτικό πρωτογέννητο, λουσμένο στο φως του Άμαν, την δύναμη της δύσης, την σοφία των Βάλαρ. Ένα πρόσωπο που έμεινε αμόλυντο από προδοσίες, άσπιλο από κατηγορίες, καθάριο από έχθρες και δολοπλοκίες. Πέρασε σαν σίφουνας, μια πύρινη εικόνα, αγγελική, κρατώντας την απόλυτη εικόνα που έχουν οι λάτρεις των ξωτικών στις καρδιές τους. Και αφού εκείνος διατήρησε για εμάς την εικόνα, που εμείς έχουμε για εκείνα, εμείς ως αντάλλαγμα του προσφέραμε εκείνο που πρωτόλεια του στέρησε ο μύθος Την προσωπική και περίοπτη θέση του στα δώματα του Μάντος, που κρύβει μέσα του κάθε αναγνώστης του Τόλκιν. Λέει ο θυμόσοφος λαός, πως τα παλιά, τα ωραία, τα φανταστικά και μυθικά, χάνονται μόνο όταν πάψουμε να τα σκεφτόμαστε, να τα πιστεύουμε και να τα τραγουδάμε
Λαμπερέ Άρχοντα μην φοβάσαι λοιπόν, όχι όσο το τραγούδι κρατά…:
[quote]Of a house of princes, an elven lord,
Tall of helm and bright of sword.
For him the elves ever shed a tear,
For in the escape he guarded the rear.
A Balrog of Morgoth came upon them,
And the following battle is told in many a poem.
Glorfindel the golden-haired of the Golden Flower,
Fought most valiantly in that hour.
Along the cliffs those two fought
And elven victory was very dearly bought.
For when that devil fell from that high place,
So also Glorfindel fell from grace.
Their bodies upon the rocks were broken.
Glorfindel’s body was not forsaken
But was borne up by the eagle Thorondor
And the elves buried their savior,
Upon the mountain where cold winds blew
And ever after golden flowers grew
Until the world is made anew!!!!!!![/quote]