Ένας λάτρης του Βορρά στη Μέση-γη – Συνέντευξη με τον Θωμά Μαστακούρη

Ο Θωμάς Μαστακούρης αποτελεί μία από τις πιο εμβληματικές μορφές στην Ελλάδα στο χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας. Με τις ιδιότητες του συγγραφέα, του μεταφραστή και του επιμελητή έχει βάλει γερές βάσεις για το φανταστικό στην Ελλάδα δίνοντας του κύρος και μέλλον. Έχει συγγράψει και εκδώσει πολλά βιβλία και περισσότερα από σαράντα διηγήματα, κυρίως στο χώρο της ηρωικής και επιστημονικής φαντασίας. Έχει συνεργαστεί με πολλούς εκδοτικούς οίκους ως μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων, με ειδίκευση στο χώρο της λογοτεχνίας του φανταστικού, έχοντας περισσότερες από 240 μεταφράσεις βιβλίων και δοκιμίων στο ενεργητικό του. Έχει γράψει εκατοντάδες άρθρα και δοκίμια, και έχει συμμετάσχει σε πολλά συλλογικά βιβλία. Στις μεταφράσεις του συμπεριλαμβάνονται έργα των Howard, Erikson, Moorcock, Clark, Le Guin και Lovecraft. Μεγάλο μέρος της δουλειάς του αφορά τον αγαπημένο μας J. R. R. Tolkien. Μάλιστα, έχουμε τη χαρά να αποκαλούμε τον κ. Μαστακούρη μέλος του Συλλόγου και μεγάλο αρωγό σε κάθε προσπάθεια μας. Με μεγάλη μας χαρά δέχθηκε να  παραχωρήσει την παρακάτω συνέντευξη στον Δημήτρη Κολοβό, αντιπρόεδρο του Συλλόγου μας.

Κ. Μαστακούρη, καλησπέρα και ευχαριστούμε πάρα πολύ για την τιμή που μας κάνετε γι’ αυτή τη συνέντευξη.

ΘΜ: Κύριε Κολοβέ, η χαρά είναι δική μου. Ο ενθουσιασμός σας για την λογοτεχνία του φανταστικού και το έργο του καθηγητή Τόλκιν είναι γνωστά και οι προσπάθειές σας για να τα διαδώσετε αξιέπαινες.

Μικρός τι σας άρεσε να διαβάζετε; Πότε ήρθατε για πρώτη φορά σε επαφή με τη φανταστική λογοτεχνία;

ΘΜ: Νομίζω ότι ήταν μέσα από τα πρώτα Κλασσικά Εικονογραφημένα που έπεσαν στα χέρια μου κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 60, πριν ακόμη πάω στο δημοτικό. Ανάμεσα στα πιο κλασσικά και «συντηρητικά» κομμάτια, υπήρχαν και κάποια που επέτρεπαν στην φαντασία να ταξιδέψει αχαλίνωτη. Θυμάμαι το Ταξίδι στο Κέντρο της Γης, του Ιουλίου Βερν, το Δρ. Τζέκιλ και κύριος Χάιντ του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, ή το Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Τσαρλς Ντίκενς. Με τρόμαζαν, αλλά ταυτόχρονα με ενθουσίαζαν. Λίγο αργότερα γνώρισα την πιο pulp μορφή της φανταστικής λογοτεχνίας μέσα από τις περιπέτειες των Γκαούρ-Ταρζάν, μιας από τις λίγες ελληνικές προσπάθειες που επιχειρούσαν, έστω και με κάπως αδέξιο τρόπο, να μιμηθούν τις «περιπέτειες ζούγκλας» των αμερικανικών περιοδικών του μεσοπολέμου.

Πρωτοεμφανιστήκατε στο λογοτεχνικό προσκήνιο στις αρχές του ‘90 με τις ιδιότητες του συγγραφέα, του μεταφραστή και του επιμελητή. Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για το πώς ξεκινήσατε με την καθεμία από αυτές και το πόσο δύσκολο είναι να τις συνδυάζετε ταυτόχρονα;

ΘΜ: Η αγάπη μου για την μετάφραση ήταν κάτι με το οποίο κυριολεκτικά μεγάλωσα. Θυμάμαι να κόβω και να κολλώ χαρτάκια με την ελληνική μετάφραση –γραμμένη με στυλό – πάνω στις φούσκες ενός κόμικ που μου είχε χαρίσει κάποιος γιος Αμερικανού μετανάστη. Αν και έχω χάσει το τεύχος, θυμάμαι ακόμα πως ήταν μια από τις μεταφορές του Star Trek από την Gold Key, το Νο 26 της σειράς, από το 1974. Στο λύκειο έκανα πιο «επαγγελματική» δουλειά, μεταφράζοντας ολόκληρα βιβλία (τον Κόναν τον Κατακτητή του Ρόμπερτ Χάουαρντ και τον Πύργο που Χάνεται του Μάικλ Μούρκοκ – αυτά μονάχα είχα κατορθώσει να βρω στην ελληνική αγορά από τους δυο μεγάλους συγγραφείς) σε τετράδια με χοντρό εξώφυλλο. Δεν περίμενα ότι θα κέρδιζα ποτέ χρήματα από αυτή την προσπάθεια, το έκανα μόνο από εσωτερική ανάγκη. Τώρα που τις κοιτάζω, οι συγκεκριμένες μεταφράσεις έχουν ασφαλώς τα χάλια τους, αλλά μπορεί κανείς να διακρίνει μέσα τους τον εφηβικό μου ενθουσιασμό για αυτό που έκανα.

Τέλος, το 1989, μετά από μια θητεία ως υποτιτλιστής βιντεοταινιών στα φοιτητικά μου χρόνια, μπόρεσα να βρω την πρώτη μου δουλειά ως μεταφραστής, στις εκδόσεις Space, και στην συνέχεια στις εκδόσεις Ωρόρα και την σειρά τους Ανθολογία Επιστημονικής Φαντασίας, που συνδέθηκε άρρηκτα με το όνομά μου ως μεταφραστή, και λίγο αργότερα ως συγγραφέα, αφού άρχισα να προσθέτω και δικά μου διηγήματα μέσα στις ανθολογίες των οποίων είχα αναλάβει την μετάφραση και την επιμέλεια. Η σειρά έφτασε, κλείνοντας, δεκαεπτά χρόνια αφότου την ανέλαβα, να αριθμεί 77 ανθολογίες, από τις οποίες οι εξήντα τελευταίες ήταν δικής μου επιλογής και μετάφρασης.

Η συγγραφή, η επιμέλεια ή η μετάφραση πιστεύετε ότι σας ταιριάζει περισσότερο και σας προσφέρει τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση?

ΘΜ: Η κάθε μια από αυτές τις ασχολίες είναι από μόνη της μια μεγάλη ικανοποίηση. Η συγγραφή ικανοποιεί γιατί δημιουργείς κάτι δικό σου από το τίποτα και στην συνέχεια το μοιράζεσαι με το αναγνωστικό κοινό, αλλά η μετάφραση δίνει κι αυτή βαθιά ικανοποίηση επειδή μεταφέρεις στην μητρική σου γλώσσα κάτι που έχεις ήδη αγαπήσει, από σπουδαίους συγγραφείς του εξωτερικού. Ήμουν ανέκαθεν τυχερός επειδή, από τα 250 περίπου βιβλία που έχω μεταφράσει μέχρι σήμερα, πάνω από τα μισά ήταν δικές μου επιλογές που έγιναν δεκτές από τους εκδοτικούς οίκους και σχεδόν όλα τα υπόλοιπα τα αγάπησα και τα απέδωσα στα ελληνικά με πραγματική ευχαρίστηση. Η επιμέλεια έχει κι αυτή τις δικές της χάρες. Βελτιώνεις και καλλωπίζεις κάτι που ήδη υπάρχει και που αξίζει να παρουσιαστεί (διαφορετικά απλώς σοβατίζεις πρόχειρα έναν ετοιμόρροπο τοίχο, πράγμα που, και πάλι ευτυχώς, έχω κάνει μόνο ελάχιστες φορές).

Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η καλύτερή σας συγγραφική προσπάθεια και ποια αυτή που αγαπάτε περισσότερο;

ΘΜ: Δεν υπάρχει αμφιβολία πως, τουλάχιστον όσον αφορά τις προσπάθειές μου στον χώρο του φανταστικού, αγαπώ περισσότερο την Γκρίζα Χώρα, την συλλογή διηγημάτων βασισμένο στην ιστορία και την παράδοση της Βόρειας Ευρώπης που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μια νέα μορφή από τις εκδόσεις Selini (δείτε την σχετική παρουσίαση). Τα διηγήματα έχουν βγει μέσα από την ψυχή μου και η πραγματική αγάπη για αυτό που έχω κάνει γίνεται αντιληπτή από οποιονδήποτε τα διαβάσει. Αμέσως μετά, βάζω τις περιπέτειες του Ιάσωνα Δούκα, του Αθηναίου ντετέκτιβ που εμπλέκει σε παράξενες υποθέσεις πέρα από τα συνηθισμένα, και για τον οποίο έγραψα αρκετά διηγήματα την δεκαετία του 1990… Ίσως είναι η ώρα να εμφανιστεί ξανά από κάποια γωνιά της σύγχρονης Αθήνας. Άλλωστε, όποιοι έχουν παρακολουθήσει τις περιπέτειές του θα ξέρουν ότι δεν θα έχει γεράσει ούτε μια μέρα από τότε.

Ποιου λαού η μυθολογία είναι η αγαπημένη σας; Τι είναι αυτό που σας συναρπάζει τόσο πολύ σε αυτή;

ΘΜ: Πιάνομαι από την προηγούμενη απάντησή μου. Η παράδοση των Βόρειων Λαών της Ευρώπης είναι η αγαπημένη μου, και ασχολούμαι με αυτήν ενεργά τουλάχιστον 30 χρόνια. Αυτό που με συναρπάζει είναι η αίσθηση ηρωισμού και ο amor fati (όπως αποκαλεί ο Νίτσε τον έρωτα για την μοίρα και το πεπρωμένο που ο καθένας θα πρέπει γενναία να αντιμετωπίζει). Οι θεοί της δεν είναι ούτε παντοδύναμοι, ούτε παντογνώστες, ούτε πάνσοφοι, αλλά αγωνίζονται με γενναιότητα απέναντι στις δυνάμεις του Χάους και της Εντροπίας για να κρατήσουν ζωντανή την σπίθα της ύπαρξης μέσα σε ένα απόλυτα εχθρικό σύμπαν (όπως αποδεικνύεται πως είναι και το δικό μας).  

Ποιου συγγραφέα το έργο ήταν το πιο απαιτητικό για να μεταφραστεί και ποιο αγαπήσατε περισσότερο κατά τη μεταφραστική σας πορεία μέχρι τώρα;

ΘΜ: Από τους παλιούς, ο Τζ. Ρ.Ρ. Τόλκιν και ο Φίλιπ Λάβκραφτ είναι αυτοί που μου έρχονται στο νου ως πιο «στριφνοί» και απαιτητικοί στην μετάφρασή τους, ίσως γιατί, ο καθένας με τον τρόπο του, έγραφε με το ύφος και τις απαιτήσεις μιας άλλης εποχής. Είναι περίεργο όμως, γιατί έχω κάνει μεταφράσεις πολλών έργων του 18ου και 19ου αιώνα που δεν με κούρασαν καθόλου, μολονότι είναι γραμμένα αιώνες πριν. Στα πιο πρόσφατα «δύσκολα» (αλλά πολύ όμορφα) έργα συγκαταλέγω το Η Δικαιοσύνη της Τόρεν, της Ανν Λέκι, ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας στο οποίο η κοινωνία δεν διακρίνει ανάμεσα στα δύο φύλα (στην κυριολεξία, και όχι απλά σε ζητήματα ισότητας) και καμιά φράση δεν έπρεπε να προδίδει, με τις αντωνυμίες ή τα επίθετά της, ποιο είναι το φύλο του ατόμου που μιλούσε ή παρουσιαζόταν ανά πάσα στιγμή. Αρκετά εύκολο σε μια γλώσσα όπως η αγγλική, όπου τα επίθετα και τα ουσιαστικά δεν έχουν γένη, διαβολικά δύσκολο για μια γλώσσα όπως η ελληνική. Ελπίζω το αποτέλεσμα να με έχει δικαιώσει.

Όσο για τους συγγραφείς που αγάπησα περισσότερο στην μεταφραστική μου πορεία, αν και είναι δύσκολο να κάνω διακρίσεις, νομίζω πως, στον χώρο της λογοτεχνίας του φανταστικού, θα έβαζα πρώτο τον πολυαγαπημένο μου Τζακ Βανς, τον Κύκλο της Ετοιμοθάνατης Γης του οποίου είχα την μεγάλη χαρά να μεταφράσω για τον εκδοτικό οίκο Αίολος πριν από αρκετά χρόνια, τον Μάικλ Μούρκοκ με τους πολλαπλούς κύκλους του Αιώνιου Πρόμαχου – με την ευκαιρία να αναφέρω ότι σύντομα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Αίολος μια σύγχρονη γαλλική διασκευή του Έλρικ του Μελνιμπονέ σε πολυτελή κόμικς, την οποία και μετέφρασα πρόσφατα – και την ανυπέρβλητη Ούρσουλα λε Γκεν (ή, καλύτερα, λε Γκουίν) αρκετά βιβλία της οποίας είχα την τύχη να μεταφράσω για τις εκδόσεις Parsec.

Προτιμάτε την ηρωική φαντασία, τον τρόμο ή την επιστημονική φαντασία και γιατί;

ΘΜ: Κάθε μια από αυτές τις υπο-ενότητες του φανταστικού έχει τις δικές της χάρες. Η πρώτη μας χαρίζει τα ηρωικά πρότυπα με ενήλικες αναφορές στα παραμύθια με τα οποία μεγαλώσαμε, η δεύτερη μας δίνει τις ανατριχίλες του φόβου από την ασφάλεια της πολυθρόνας μας, η τρίτη είναι συνήθως μια θαυμάσια κριτική για την ανθρώπινη κοινωνία και για τα όρια στα οποία μπορεί να φτάσει – όχι μόνο τεχνολογικά. Προτιμώ, λοιπόν, πάντα, μια καλά δοσμένη ιστορία, σε όποιον χώρο κι αν ανήκει, αρκεί να μου προσφέρει την λεγόμενη «αναστολή της δυσπιστίας», δηλαδή να με πείθει, την ώρα που την διαβάζω, πως τα όσα διαδραματίζονται είναι, έστω για εκείνη την στιγμή της ανάγνωσης, αληθινά. Μια αδέξια τροπή της εξέλιξης ή ακόμα και μια λάθος λέξη η φράση μπορεί να καταστρέψει αυτή την κατάσταση ακαριαία.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σας συγγραφέας και τι τον κάνει να ξεχωρίζει στο μυαλό σας;

ΘΜ: Όπως σας είπα και πιο πριν, ο αγαπημένος μου συγγραφέας είναι ο Τζακ Βάνς, ελάχιστα γνωστός στο ελληνικό κοινό, ίσως και στο παγκόσμιο. Έγραψε όμως έναν τεράστιο αριθμό θαυμάσιων βιβλίων επιστημονικής και ηρωικής φαντασίας, και, όπως έλεγε και ο επιμελητής εκδόσεων και συγγραφέας Λιν Κάρτερ «Αυτός ο άνθρωπος πετάει αδιάφορα μέσα σε κάθε σελίδα του τόσες ιδέες όσες εμείς, οι «κοινοί» συγγραφείς, ξεζουμίζουμε το μυαλό μας για να βγάλουμε προκειμένου να γεμίσουμε ένα ολόκληρο βιβλίο». Η κομψότητα και η λεπτή ειρωνεία της πρόζας του θυμίζει τους μεγάλους Γάλλους συγγραφείς όπως ο Ραμπελέ και ο Βολταίρος.

Η ενασχόλησή σας με τον Τόλκιν, πρώτα ως αναγνώστη και αργότερα ως μεταφραστή πότε άρχισε; Τι είναι αυτό που σας ενθουσιάζει στο έργο του αγαπημένου μας Καθηγητή και ποιο έργο του θεωρείτε ως το αριστούργημά του;

ΘΜ: Βρήκα τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών σε έναν πελώριο τόμο, κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Είχε εξώφυλλο από την ταινία του Ραλφ Μπάκσι, αυτή που είχε γυριστεί το 1978 με έναν συνδυασμό κινουμένων σχεδίων και ηθοποιών, για την ακρίβεια απεικόνιζε τους Νάζγκουλ να βγαίνουν καλπάζοντας από το Μπρι. Στα πρώτα κεφάλαια, εκεί με το πάρτι γενεθλίων του Μπίλμπο… το βαρέθηκα και το παράτησα. Το ξανάπιασα μήνες μετά, και όταν, ασφαλώς, η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού έφτασε στα ορυχεία της Μόρια, κόλλησα μια καλή, τόσο ώστε το είχα χωμένο κάτω από το μαξιλάρι μου και το διάβαζα κρυφά σε ώρες που έπρεπε να μελετώ για τις πανελλήνιες. Θυμάμαι πως με τον θάνατο του Άραγκορν, στο παράρτημα, παραλίγο να βάλω τα κλάματα. Δεν το περίμενα, αν και το κανονικό τέλος ήταν ήδη αρκούντως γλυκόπικρο. Σε κάθε περίπτωση, αγάπησα τον κόσμο της Μέσης-γης και τον τρόπο που επηρέασε τον κόσμο της ηρωικής φαντασίας, μέσα από παιχνίδια ρόλων, ταινίες, κόμικς κ.λπ. Έτσι, στις αρχές του 2000, και ενώ η πρώτη ταινία της τριλογίας του Τζάκσον είχε ήδη ανακοινωθεί, αποφάσισα να προτείνω στις εκδόσεις Αίολος την συγγραφή ενός βιβλίου που να μιλά τόσο για τις καταβολές του έργου του καθηγητή, όσο και για τους τρόπους που αυτό είχε επηρεάσει στις μέρες μας όχι μόνο την λογοτεχνία αλλά και την γενικότερη κουλτούρα μας – άλλους συγγραφείς, παιχνίδια, μουσικά συγκροτήματα, εικονογραφήσεις, ταινίες.  Έτσι βγήκε το βιβλίο μου Ρίζες και Φύλλα της Μέσης-γης.

Η αγάπη του Τόλκιν με την λεπτομέρεια σε πείθει πως ο κόσμος στον οποίο βυθίζεσαι είναι πραγματικός – σε αυτό βοηθάει, όπως ξέρουν όλοι όσοι έχουν εντρυφήσει στο έργο του, και το πάθος του για τις γλώσσες που ο ίδιος δημιουργούσε. Όλος ο κύκλος της Μέσης-γης, από την δημιουργία της μέχρι το τέλος της Τρίτης Εποχής, είναι σφιχτά δεμένος σε ένα αδιάσπαστο σύνολο. Έτσι, ακόμα και σήμερα, όσοι αγαπούν το έργο του μπορούν να βρίσκουν αντιστοιχίες, σχέσεις και κρυμμένα νοήματα πίσω από κάθε σχεδόν παράγραφο των βιβλίων του. Αν όμως πρέπει να διαλέξω πραγματικά ποια από τα έργα του λατρεύω, δεν ξέρω αν θα σας απογοητεύσω, αλλά δεν θα πω ούτε τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών ούτε το Σιλμαρίλιον, αλλά τον Θρύλο του Ζίγκουρντ και της Γκούντρουν και την πιο πρόσφατη Πτώση του Αρθούρου, τα ποιητικά του έργα που έχω μεταφράσει για τις εκδόσεις Αίολος. Αν και γράφτηκαν πολύ πριν από την ολοκλήρωση του γνωστού κύκλου της Μέσης-γης, κυκλοφόρησαν δεκαετίες μετά τον θάνατό του και είναι, κατά τη γνώμη μου ένα πιο «ενήλικο» είδος φαντασίας, ισότιμα μιας αρχαίας τραγωδίας ή μιας κλασσικής σκανδιναβικής σάγκας, και αποδεικνύουν με πόση μαεστρία μπορούσε ο καθηγητής  να χρησιμοποιήσει την αγγλική γλώσσα, σε κάτι τόσο συμπυκνωμένο και δυνατό όσο το αρχαίο αγγλικό μέτρο της παρήχησης. Ελπίζω το εγχείρημά μου να αποδώσω τους χιλιάδες στίχους των ποιημάτων του σε ελληνικό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο να μην πρόδωσε το έργο του, ούτε και την εμπιστοσύνη των αναγνωστών.

Συμμετέχετε στις δράσεις του Συλλόγου Φίλων του Τόλκιν αρκετά χρόνια. Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας τη συνολική σας εμπειρία; Υπάρχουν κάποιες αξιομνημόνευτες στιγμές που θα θέλατε να αναφέρετε;

ΘΜ: Έχω περάσει υπέροχες στιγμές μαζί με τα μέλη του Συλλόγου. Κοντά τους, ποτέ δεν αισθάνθηκα πίεση, φθόνο, ανταγωνιστικότητα, δυσφορία, όπως είναι το σύνηθες σε άλλους συλλόγους, αλλά μόνο βαθιά φιλία, αγάπη και αμοιβαία εκτίμηση . Κάναμε μαζί θεατρικές παραστάσεις, δραματοποιημένες αναγνώσεις, ημερίδες, και πολλές εκδρομές και ταξίδια στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Η πιο αξέχαστη στιγμή που πέρασα με τον Σύλλογο ήταν τον Μάρτιο του 2009, στο ταξίδι μας στην Κοπεγχάγη, όπου πήγαμε προσκεκλημένοι των Tolkien Ensemble, στην συναυλία που έδωσαν στο πελώριο, καινούριο –τότε-, Μέγαρο Μουσικής της πρωτεύουσας της Δανίας. Μπροστά σε τρεις χιλιάδες κόσμο, ο αείμνηστος Κρίστοφερ Λι, πριν αρχίσει να διαβάζει με την βαθιά, επιβλητική φωνή του το ποίημα των Δαχτυλιδιών, χαιρέτισε δημόσια από το κέντρο της αίθουσας εμάς, τους δεκατέσσερις Έλληνες και Ελληνίδες που είχαμε κάνει το ταξίδι για να βρεθούμε εκεί, εκείνη την βραδιά που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ. Είθε να αξιωθούμε σε πολλά ακόμα ταξίδια στον κόσμο και είθε ο σύλλογός μας, με το παράρτημα της Άρνορ, να παραμένει πάντα αειθαλής.

Σας ευχαριστούμε πολύ και καλή συνέχεια στο έργο σας!

ΘΜ: Και στο δικό σας!