Μισή ώρα αργότερα, ο Σαμ, ο Λουκ και η Τζιλ καθόντουσαν στη κουζίνα πίνοντας τσάι και τρώγοντας μπισκότα με κομματάκια σοκολάτας. Η Τζιλ είχα φέρει λίγο πάγο, τον είχε τυλίξει σ’ ένα πιατόπανο κι ο Λουκ τον κρατούσε πάνω στο μέτωπο του. Το καρούμπαλο ήταν ακόμα ορατό αλλά το πρήξιμο υποχωρούσε.
«Φοβάμαι πως ήμουν πολύ ζαλισμένος για να κοιτάξω πιο προσεκτικά,» είπε ο Λουκ, «αλλά είδα ότι είχες μερικούς πολύ ωραίους πίνακες στη βιβλιοθήκη σου. Από παραμύθια, νομίζω;».
«Ναι, οι περισσότεροι» είπε η Τζιλ, «Η μαμά μου πιστεύει ότι είμαι πια πολύ μεγάλη γι αυτά, αλλά εμένα μ’ αρέσει να διαβάζω αυτά πολύ περισσότερο από το να διαβάζω γα το σχολείο.»
«Πάντως, δείχνει καλό γούστο εκ μέρους σου. Όμως, είμαι σίγουρος ότι δεν διαβάζεις μόνο βιβλία. Έχεις αρκετούς φίλους – άλλους από τον Σαμ, εννοώ – να περνάς το χρόνο σου μαζί τους, έτσι δεν είναι;»
«Ε, μερικούς. Αλλά οι περισσότερες φίλες μου ενδιαφέρονται μόνο για το ντύσιμο και τα ψώνια.»
«Κι εσένα δεν σου αρέσουν αυτά;»
«Εντάξει είναι, αλλά εγώ θα προτιμούσα….Θα προτιμούσα να περπατάω στο Σάιρ! Ή να ταξιδεύω στο χρόνο με την Μεγκ Μάρρεϋ, ή να καλπάζω στην άκρη του κόσμου πάνω στον Φτερωτό!». Η Τζιλ είχε ξαφνικά ζωντανέψει. «Εννοώ, αυτά είναι μέρη που κάτι πραγματικά συμβαίνει…, που τα γεγονότα έχουν όντως σημασία!». Σταμάτησε και αναστέναξε. ¨Όχι όπως εδώ.»
Ο Σαμ έριξε ένα αστραφτερό χαμόγελο στον Λουκ: « Στο ‘πα ότι είναι φίλη μου!»
«Κι όμως, παράξενα πράγματα μπορούν να συμβούν κι εδώ, ξέρεις,» είπε ο Λουκ, αγνοώντας τον Σαμ.
«Όχι, σ’ εμένα δεν συμβαίνουν.»
«Κοίτα, αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια, έτσι; Άλλωστε, κι εμείς εμφανιστήκαμε στο σπίτι σου σήμερα το πρωί. Αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει κάθε μέρα, είναι;» Ο Λουκ χαμογέλασε.
«Όχι, αλλά εσείς δεν επιτρέπεται καν να βρίσκεστε εδώ. Η μαμά μου θα πάθει κρίση αν γυρίσει στο σπίτι και με βρει μόνη με έναν άγνωστο, ακόμα κι αν αυτός ήρθε μαζί σου, Σαμ. Και για να ‘χουμε καλό λόγο, ποιόν ακριβώς κυνηγούσατε εσείς οι δυο, τέλος πάντων;»
«Λοιπόν, φοβάμαι ότι αυτή είναι πολύ μεγάλη ιστορία,» είπε ο Λουκ. «Και, μιας κι αισθάνομαι καλύτερα κι έχεις κι απόλυτο δίκαιο ότι δεν θα έπρεπε να βρισκόμαστε εδώ, τουλάχιστον όχι χωρίς έγκριση από τη μητέρα σου, ίσως να αφήναμε το παραμύθι για μιαν άλλη φορά καλύτερα; Τελειώσαμε το τσάι μας και τα μπισκότα. Ευχαριστούμε πολύ και για τα δύο! Έλα, Σαμ, πρέπει να πηγαίνουμε». Ο Λουκ σηκώθηκε όρθιος.
«Πάντως, μην ξαφνιαστείς, Τζιλ, αν ξανασυναντηθούμε. Αυτό το…χμμ..άτομο που κυνηγούσαμε, έχει το συνήθειο να εμφανίζεται στα πιο περίεργα μέρη και μέχρι τώρα μας έχει οδηγήσεισε μιαν άκαρπη αναζήτηση. Αν ξανάρθει..εμ..στην πίσω αυλή σου, μην ξαφνιαστείς αν μας βρεις ακριβώς πίσω του».
«Όμως, πως μοιάζει, τουλάχιστον; Δεν μου το είπατε».
«Λοιπόν», είπε ο Λουκ, καθώς η Τζιλ τους συνόδευε προς την μπροστινή πόρτα, «είναι ένα αγόρι περίπου στην ηλικία σου, ίσως λίγο μικρότερο. Έχει κατσαρά μαύρα μαλλιά και σκανταλιάρικο μειδίαμα. Του αρέσουν οι σκανταλιές γενικά, νομίζω.»
«Αυτό μου θυμίζει λιγάκι τον Σαμ,’ είπε η Τζιλ με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Ε, αυτό είναι λιγάκι αλήθεια…». Ο Λουκ κοίταξε προς τον Σαμ και χαμογέλασε.
«Όχι, πλάκα κάνω. Ο Σαμ είναι εντάξει,» είπε η Τζιλ. «ακόμα κι αν ασχολείται όλο και περισσότερο με περίεργα πράγματα. Ξέρετε, «Star Wars» και «Star Trek» και «Doctor Who»….
«DoctorWho»; Δεν είσαι κάπως μικρός για «DoctorWho»; ρώτησε ο Λουκ κοιτώντας τον Σαμ.
Ο Σαμ ανασήκωσε τους ώμους του.
«Εσένα, δεν σου αρέσουν αυτά;». Ο Λουκ γύρισε προς την Τζιλ.
«Δεν ξέρω. Δεν τα παρακολούθησα ποτέ. Δεν μου αρέσουν και πολύ οι διαστημικές ιστορίες».
«Ε, έχουν κι αυτά τις δικές τους προκλήσεις, στα σίγουρα,» είπε ο Λουκ. «Όμως, το άτομο που ακολουθούμε δεν είναι ο Σαμ και δεν είναι από το απώτερο διάστημα. Ένα πράγμα που σίγουρα θα προσέξεις, αν τύχει και τον συναντήσεις, είναι ότι δεν αποχωρίζεται ποτέ την πίπα του».
«Για σταθείτε, είναι ένα μικρό αγόρι και καπνίζει πίπα;»
«Όχι, όχι τέτοιου είδους πίπας. Εννοώ κάτι σαν φλάουτο, αλλά που δεν παίζεται πλαγιαστά. Ξέρεις, πιο πολύ σαν φλογέρα. Κατάλαβες τι εννοώ;»
Η Τζιλ σκέφτηκε τον πίνακα στη βιβλιοθήκη της. «Ω! Ναι, ξέρω! Έχω μια εικόνα κάποιου που παίζει κάτι σαν αυτό ακριβώς. Θα θέλατε να τη δείτε;»
Ο Λουκ δίστασε μια στιγμή. «Ναι, υποθέτω, αλλά δεν θέλουμε να σε βάλουμε σε μπελάδες..».
«Έλα!», είπε ο Σαμ. «Μπορούμε τουλάχιστον να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά».
Η Τζιλ έτρεξε προς το βάθος του διαδρόμου και ο Λουκ με τον Σαμ την ακολούθησαν. Μέσα στη βιβλιοθήκη, έδειξε θριαμβευτικά τον πίνακα με το αγόρι κάτω από την δρυ. Ο Λουκ το κοίταξε εμβρόντητος, ύστερα χτύπησε με το χέρι το κεφάλι του, ξεχνώντας για μια στιγμή το καρούμπαλο.
«Ωχ!»
«Είστε καλά;», ρώτησε η Τζιλ.
«Ναι, απλά ξέχασα το χτύπημα στο κεφάλι μου. Όμως, αυτός ακριβώς είναι ο τύπος!»
«Τι; Αυτός που κυνηγάτε;»
«Και βέβαια είναι!» είπε ο Σαμ.
«Αλλά, αυτός είναι μόνο ένας πίνακας. Δεν είναι πραγματικό πρόσωπο!» είπε η Τζιλ.
Ο Λουκ κοίταξε προσεκτικά τον πίνακα. «Αυτόν τον πίνακα δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ μου. Που τον βρήκες;»
«Σ’ ένα παλαιοπωλείο με τη μαμά μου. Είμαι σίγουρη ότι είναι μόνο ένα απλό αντίγραφο αλλά μοιάζει τόσο φωτεινός και πραγματικός…».
«Ναι, όντως». Ο Λουκ κοίταζε επίμονα τον πίνακα.
«Αυτό εξηγεί επίσης και το που πήγε, αφού περάσαμε εδώ εμείς,» είπε ο Σαμ ψιθυριστά. Ο Λουκ έγνεψε καταφατικά.
«Τι εννοείτε;»
«Α, τίποτα, τίποτα, καλή μου. Όμως πρέπει να πάμε να μιλήσουμε στον Αζάριας γι αυτό…» είπε στον Σαμ.
«Στον Αζάριας; Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε η Τζιλ.
«Α, ένας πολύ καλός φίλος μου. Κάτι σαν σύμβουλος. Ένας γερο-σοφός, θα σου άρεσε. Θα της άρεσε, ε Σάμιουελ; Πάντως, χίλια ευχαριστώ που μας έδειξες τον πίνακα. Αν τύχει και δεις κάποιον που να μοιάζει…». Ο Λουκ γύρισε και κοίταξε έντονα τον πίνακα άλλη μια φορά. «…Που να μοιάζει ακριβώς σαν αυτό τον τύπο, θα μας ενημερώσεις στα σίγουρα, έτσι;»
«Εντάξει, αλλά πώς θα το κάνω αυτό;»
«Μπορείς να τηλεφωνήσεις στον Σαμ. Αλλά μπορείς να επικοινωνήσεις και μαζί μου εδώ.» Ο Λουκ της έδωσε μια επαγγελματική κάρτα. Πάνω της είχε τη ζωγραφιά ενός άντρα που στεκόταν στην ακτή και ατένιζε τον ωκεανό. Κάπως έτσι:
«Μπορείς να μου στείλεις emailστην ιστοσελίδα μου. Χρησιμοποιείς email, έτσι;»
«Βεβαίως! Έτσι δεν κάνουν όλοι; Αλλά, τι είναι ένας «Ταξιδιώτης της Κορνίζας»;
«Ω, απλά ένας ιδιαίτερος τύπος καλλιτέχνη. Κάποια μέρα θα πρέπει να επισκεφτείς το εργαστήριο μου και θα σου το εξηγήσω κάπως καλύτερα. Νομίζω ότι θα σου αρέσουν οι πίνακες μου!» Γύρισαν πίσω στην μπροστινή πόρτα. «Αλλά, προς το παρόν, αρκετά μας ανέχτηκες! Ευχαριστούμε και πάλι για το τσάι και τα μπισκότα!» Ο Λουκ υποκλίθηκε.
«Παρακαλώ. Ξέρετε, θα πρέπει να πω στη μαμά μου ότι περάσατε».
«Φυσικά! Αν έχει οποιαδήποτε ανησυχία και θέλει να μιλήσει μαζί μου, βάλε την να μου τηλεφωνήσει. Θα χαρώ πολύ να την γνωρίσω. Και τώρα, πρέπει να πηγαίνουμε..» Ο Λουκ κατέβηκε στο πεζοδρόμιο.
Ο Σαμ κοίταζε το πάτωμα και κουνούσε τα πόδια του για λίγο. «Τα λέμε,» είπε και ακολούθησε τον Λουκ. Απομακρύνθηκαν και οι δυο με γρήγορα βήματα.
Η Τζιλ στάθηκε μια στιγμή κοιτώντας την επαγγελματική κάρτα κι ύστερα την έχωσε στη τσέπη του φουστανιού της. Έκλεισε τη πόρτα και ξεκίνησε για τη κουζίνα αλλά τότε παρατήρησε κάτι στο πάτωμα δίπλα στη σκάλα. Πήγε εκεί και το σήκωσε. Ήταν ένα κομμάτι σπασμένης αλυσίδας με ένα μενταγιόν. Το μενταγιόν ήταν φτιαγμένο από απλό ασημένιο έλασμα και πιασμένο μέσα του ήταν ένα από τα ομορφότερα πετράδια που είχε δει ποτέ της. Ήταν βαθύ μπλε και αντανακλούσε το φως του δωματίου με τον πιο καταπληκτικό τρόπο. Η Τζιλ άγγιξε την πέτρα. Έδινε μιαν αίσθηση σαν να γλιστράει κι ένα μυρμήγκιασμα διαπέρασε τα δάχτυλα της, σαν ηλεκτρισμός.
Τότε, το άκουσε: ένα ήχο σαν πουλί. Όχι, δεν ήταν, ήταν μια φλογέρα! Αλλά ερχόταν από…από πού; Γύρισε, κρατώντας ακόμα το μενταγιόν στο χέρι της. Η μουσική ερχόταν από τη βιβλιοθήκη!
Η Τζιλ έμεινε εντελώς ακίνητη για λίγο. Η πρώτη της σκέψη ήταν να τρέξει πίσω από τον Λουκ και τον Σαμ, αλλά μετά σκέφτηκε ότι ίσως ήταν προτιμότερο ν’ αρπάξει ξανά τη σκούπα και να ανακαλύψει ποιος άλλος ακόμα μπήκε κρυφά στο σπίτι.
Δίστασε μόνο μια στιγμή ακόμα και μετά ήξερε ακριβώς τι θα έκανε…
For the original text, please visit: http://jefmurray.com/framerunners/general/episode-1-2-a-rumpus-in-the-library-cont/