Τον Οκτώβριο του 2007 οργανώσαμε στην πανέμορφη Άνδρο ένα διεθνές τριήμερο, αφιερωμένο στο έργο του καθηγητή Τόλκιν, με τη συμμετοχή επιφανών μελετητών του έργου του και καλλιτεχνών που εμπνέονται από αυτό. Ένας από αυτούς ήταν και ο φίλος και επίτιμο μέλος μας Marcel Aubron-Buelles, ιστορικός και μεταφραστής, τότε πρόεδρος του Γερμανικού Συλλόγου Τόλκιν. Η πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρη καθώς φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο ποιητής του πεδίου μάχης
Κυρίες και κύριοι,
Είναι μεγάλη μου χαρά και τιμή να είμαι προσκεκλημένος στο “CairAndros”. Βρίσκομαι εδώ με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, αλλά και με πλήρη επίγνωση των υποχρεώσεων που έχω ως επίτιμο μέλος του διακεκριμένου συλλόγου μας. Επιτρέψτε μου να τονίσω ότι αυτή είναι, όντως, μια μοναδική ευκαιρία όχι μόνον να συναντήσω ξανά παλιούς φίλους αλλά και να κάνω καινούργιους. Σας ευχαριστώ πολύ που με προσκαλέσατε. Τώρα, ας έλθουμε στην ομιλία μου.
Τα τελευταία δύο χρόνια με έχει επηρεάσει βαθιά το βιβλίο « Ο Τόλκιν και ο Μεγάλος Πόλεμος» του Τζων Γκαρθ. Αν και υπάρχουν ορισμένες δευτερεύουσες λεπτομέρειες με τις οποίες θα διαφωνούσα, και πέρα από την μεγάλη μου ανάγκη ως ιστορικού για τουλάχιστον τριακόσιες υποσημειώσεις σε κάθε καλό βιβλίο, η συγκεκριμένη είναι μία από τις εκδόσεις γύρω από τον Τόλκιν, που πραγματικά αξίζει να διαβαστεί. Αν με ρωτήσετε, θα σας πω ότι όσον αφορά τη Μέση-γη δεν υπάρχουν συνολικά περισσότερες από δώδεκα εκδόσεις που αξίζουν να διαβαστούν, αλλά αυτό δεν άπτεται του θέματός μας.
Το βιβλίο του Γκαρθ μας προσφέρει μια πιο κοντινή ματιά στην νεότητα του Τόλκιν. Επικεντρώνεται στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο Καθηγητής πολέμησε αρχικά ως στρατιώτης στη μάχη της Σωμ και αργότερα επιφορτίστηκε με μικρά καθήκοντα στα μετόπισθεν, καθώς υπέφερε από πυρετό των χαρακωμάτων. Είναι γόνιμο ανάγνωσμα, όχι μόνο γιατί δίνει ένα ευρύτερο φάσμα σε μια μικρή χρονική περίοδο, αλλά και γιατί ο συγγραφέας χρησιμοποίησε νέες, πεφωτισμένες πηγές, οι οποίες μέχρι τώρα δεν είχαν ανιχνευθεί. Κατά μία άποψη, ο συγγραφέας έκανε εργασία στρατιωτικού ιστορικού και, ως κατ΄ επάγγελμα ιστορικός, χάρηκα πολύ που την διάβασα. Κατά την άποψη μου, οι μελέτες για τον Τόλκιν χρειάζονται περισσότερη ιστορική λογική και τεχνικές και ελπίζω, ότι σήμερα θα σας προσφέρω κάτι από αυτό με την ομιλία μου περί του «Ποιητή του πεδίου μάχης».
Πρέπει επίσης να αναφέρω το βιβλίο «Ο Πόλεμος και τα Έργα του Τόλκιν» της Τζάνετ Μπρένναν Κρόφτ, που και αυτό είναι ένα πολύ καλό βιβλίο, αλλά προσωπικά έχω κάποια δυσκολία να δεχτώ ορισμένα συμπεράσματα του. Βασιζόμενη στο κλασσικό κείμενο του Πωλ Ράσσελ «Ο Μεγάλος Πόλεμος και η Σύγχρονη Μνήμη», στηριζόμενη στο θεωρητικό του υπόβαθρο και τοποθετώντας τον Τόλκιν μέσα σε αυτό, η Κρόφτ μας παρέχει κάποιες ενδιαφέρουσες, διορατικές σκέψεις, αλλά, όπως σας είπα, εγώ δυσκολεύομαι να αποδεχτώ τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μέση-γη ή τον Τόλκιν. Ο Γκαρθ κατάφερε να με συναρπάσει και από το βιβλίο του έχω αντλήσει πολλές εμπνεύσεις. Δεν θέλω να ξεφεύγω από το θέμα της ομιλίας, αλλά, όπως αναφέρει και ο Γκαρθ στο βιβλίο του, έτσι κι εγώ ως φοιτητής έκανα την έρευνα μου πάνω στις πηγές του Τόλκιν στο Κολλέγιο Έξετερ και την Μποντλεϊανή Βιβλιοθήκη.
Αλλά, πίσω στο θέμα μας:
«Ο Ποιητής του Πεδίου Μάχης» είναι ένας τίτλος που μπορεί ίσως να παρανοηθεί ή και να παρεξηγηθεί από κάποιους. Μιλώντας με κάποιους φίλους μου γύρω από τα θέματα που θα ήθελα να ερευνήσω, ένας σηκώθηκε και είπε:
[quote]Το σωτήριον έτος 1314,
πατριώτες της Σκωτίας,
πεινασμένοι και υπερφαλαγγισμένοι,
επιτέθηκαν στο πεδίο του Μπάνοκμπερν.
Πάλεψαν σαν πολεμιστές-ποιητές.
Πάλεψαν σαν Σκωτσέζοι,
Και κέρδισαν τη λευτεριά τους.[/quote]
Το απόσπασμα δεν αναφέρθηκε, βέβαια, ως μνεία σε κάποιον Αυστραλό ηθοποιό που κέρδισε πέντε Όσκαρ με μια ιστορικά άσχετη ταινία, πέραν του απλού γεγονότος ότι κανένας Αυστραλός δεν θα έπρεπε ποτέ να δοκιμάσει να μιλήσει με κάτι που θύμιζε ελάχιστα την προφορά της Γλασκώβης. Όμως μέσα του υπάρχει μια πολύ σημαντική φράση: «πάλεψαν σαν πολεμιστές-ποιητές».
Ο Τόλκιν δεν ήταν τέτοιος πολεμιστής-ποιητής. Ο Τόλκιν φιλοδοξούσε για πολλά χρόνια να γίνει ποιητής, οι φίλοι του τον υποστήριζαν σε αυτή του την προσπάθεια και τα μακροσκελή έργα του σε παρηχητικό στοίχο δείχνουν υψηλή επίδοση σε αυτό το είδος ποιήσεως, αλλά δεν είναι ούτε Κιτς, ούτε Σαίξπηρ, ούτε Γουόρντσγουορθ, έστω κι αν είχε χρειαστεί να προετοιμαστεί στα έργα του Κιτς και του Ντράϊντεν για τις εξετάσεις του. Ας είμαστε ξεκάθαροι σε αυτό το θέμα από την αρχή: οι ικανότητες του ήταν πολλές και σε πολλούς τομείς, όμως η ποίηση δεν ανήκε σε αυτούς. Προερχόμενη από – κι εδώ θα καταποντιστώ στα μάτια σας, φίλοι μου, παρακαλώ διορθώστε με – το ελληνικό «ποιώ» , αυτή η μορφή αισθητικής και φανταστικής δημιουργίας «δεν ήταν το φόρτε του Τόλκιν», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Γ.Χ. Όντεν πάνω στο θέμα της ελαφράς κωμωδίας στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Σε αυτό το βιβλίο τα ποιήματα όλα ταιριάζουν, έχουν γραφτεί για το θεματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο παρουσιάζονται, όμως αν τα διαχωρίσει κανείς από αυτό μοιάζουν τουλάχιστον άτοπα, αν όχι εντελώς δίχως καμία εγγενή ποιητική αξία. Η δημιουργική τέχνη του Τόλκιν βρίσκεται σε άλλες μορφές λογοτεχνίας. Όταν έγραψε μια επιστολή στον γιο του Μάικλ στα τέλη του 1967, η κατατρόπωση αυτής του της φιλοδοξίας δείχνει να τον έχει επηρεάσει πολύ:
….»Η ποίηση μου δέχτηκε ελάχιστους επαίνους – ακόμα και τα σχόλια κάποιων θαυμαστών είναι συχνά καταφρονητικά (αναφέρομαι σε κριτικούς αυτοσχέδιων λογοτεχνικών φυλλαδίων). Ίσως διότι στη σύγχρονη ατμόσφαιρα, στην οποία η ποίηση πρέπει να εκφράζει μόνο τις προσωπικές αγωνίες του νου και της ψυχής κάποιου, και τα εξωγενή πράγματα αξιολογούνται μόνο βάσει των προσωπικών «αντιδράσεων» – φαίνεται να μην αναγνωρίζεται ποτέ το γεγονός, ότι οι στίχοι στον «Άρχοντα» είναι δραματικοί. Δεν εκφράζουν τις ψυχολογικές αναζητήσεις του κακόμοιρου του γερο-καθηγητή, αλλά είναι συνταιριαγμένοι σε ύφος και περιεχόμενο με τους χαρακτήρες στην ιστορία που τα τραγουδούν ή τα απαγγέλουν, και με την ανάλογη περίσταση…….»
Κι όμως, αυτό το κείμενο τιτλοφορείται «Ο Ποιητής του πεδίου Μάχης» και όσο πιο πολύ το δούλευα τόσο πιο πολύπλοκες μου φαίνονταν αυτές οι λέξεις. Έγραψε ο Τόλκιν για τις εμπειρίες του κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο; Όχι, τουλάχιστον όχι εκ προθέσεως ή όχι κυρίως. Έγραψε πολλά ποιήματα γύρω από την άχρηστη απώλεια ζωής και φίλων, όπως την έζησε, προσπαθώντας να συμφιλιωθεί με τις φριχτές εικόνες των ωχρών πεδίων της Σωμ;
Όχι, όχι εκτός και αν κάποιος αγνοήσει το γεγονός, ότι η περιγραφή των μαχών στη Μέση-γη είχε την δική της ηθική αξία. Μπήκε ο ίδιος στην Ουδέτερη Ζώνη με την ξιφολόγχη προτεταμένη, σκοτώνοντας Γερμανούς σε μάχη σώμα με σώμα (μια περίσταση μάλλον απίθανη μετά την εφεύρεση του πολυβόλου); Όχι, δεν το έκανε. Τότε, αν τίποτε από αυτά δεν ισχύει, προς τι αυτή η ομιλία;
Υπάρχει μία, μοναδική, συνάντηση στη ζωή του Τόλκιν, που μοιάζει να είχε ανεξίτηλη επίδραση επάνω του, ειδικά στις φιλοδοξίες του ως καλλιτέχνη. Το επονομαζόμενο «Συμβούλιο του Λονδίνου» έλαβε χώρα την 12η Δεκεμβρίου 1914, ένα Σάββατο. Το Tea Club, η Barrovian Society, το TCBS, αυτού και των στενότερων φίλων του, του Κρίστοφερ Λουκ Γουάιζμαν, του Ρόμπερτ Κίλτερ Γκίλσον και του Τζέφρυ Μπατς Σμιθ συναντήθηκε ξανά και αυτή η συνάντηση ήταν κάτι που ο Τόλκιν θα θυμόταν ολόκληρη τη ζωή του.
Μετά από αυτή την συνάντηση άρχισε να γράφει, κυρίως ποίηση. Μέσα σε αυτή τη δουλειά βρίσκουμε το «Οι Ακτές του Φαίρυ», γραμμένο στις 8/9 Ιουλίου 1915, και ζωγραφίζει μια πρώτη άποψη του Κορτίριον κάτω από το Τανίκουετιλ, καθώς και πολλά άλλα διαμαντάκια σχετικά με αυτό που αργότερα έγινε το «Σιλμαρίλιον». Ο Γκαρθ τονίζει το γεγονός, ότι ο Τόλκιν έβρισκε δημιουργική διέξοδο μόνο στις εφευρεμένες γλώσσες του ή στα σχέδια που είχε κάνει μέχρι το Συμβούλιο του Λονδίνου. Αργότερα έγραψε στο «Τέρατα και Κριτικοί» αυτό που νόμισε ότι του συνέβη:
[quote]…Μια πραγματική όρεξη για φανταστικές ιστορίες που γέννησε στο κατώφλι της ενηλικίωσης η φιλολογία, και έφερε στην πλήρη άνθιση ο πόλεμος…. [/quote]
Νομίζω πως η μικρή αυτή φράση λέει πολλά περισσότερα για την εξέλιξη του Τόλκιν ως συγγραφέα ή, όπως θεωρούσε ο ίδιος τον εαυτό του, ως ποιητή, από ότι όλα τα βιβλία που διάβασα γι’ αυτόν μαζί. Και πρέπει να δείξουμε ιδιαίτερη προσοχή, καθώς θα προσπαθήσουμε να δούμε τι ακριβώς θέλει να πει με αυτή η φράση.
Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε για την σημασία που είχαν οι φανταστικές ιστορίες για τον Τόλκιν. Ο ίδιος το εξήγησε με πολύ διασκεδαστικό και ενδιαφέροντα τρόπο στην διάλεξη του «Περί του φανταστικού» . Η έννοια μιας φανταστικής ιστορίας, το πως δουλεύει, και τι αξία έχει για την σύγχρονη εποχή – εννοώ την εποχή του Τόλκιν- παρουσιάζεται με έναν τρόπο, που μόνον ένας γλωσσολόγος του μεγέθους του θα μπορούσε να βρει, περιλαμβάνοντας ένα σωρό αναφορές στο Αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης, τον Τσώσερ κλπ.
Και δεν χρειάζεται να μιλήσουμε για φιλολογία, τον ιδιαίτερο τομέα του Τόλκιν, στον οποίο ήταν ο απόλυτος ειδήμων, εξειδικευμένος στην Παλαιά και Μέση Αγγλική, και καταλαμβάνοντας έδρες αναγνωρισμένους κύρους όπως οι καθηγητικές έδρες Αγγλο-σαξωνικής Ρώλινσον και Μπόσγουορθ στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Τα έργα του «Μπέογουλφ», «Ο Σερ Γκαγουέιν και ο Πράσινος Ιππότης» και «Λεξιλόγιο Μέσης Αγγλικής» τον αναδεικνύουν ως αυθεντία στην γλώσσα της πατρίδας του. Στα τέλη του 19ου αιώνα, αυτός ο τομέας της επιστήμης είχε δει μεγάλο αριθμό εκδόσεων όλων των υπαρχόντων ποιημάτων και αποσπασμάτων, με πρωτεργάτες Γερμανούς ακαδημαϊκούς, όπως ο Γκράιν και ο Βύλκερ. Υπήρχαν «Βιβλιοθήκες Αγγλοσαξωνικής Ποίησης», ο Τζόζεφ Ράιτ και ο Χένρυ Σουίτ ήταν αντίστοιχα Καθηγητής και Λέκτορας του κολλεγίου Έξετερ, οι κάλλιστοι των καλυτέρων στην συγκριτική φιλολογία και την Αγγλοσαξωνική, που είχαν εκδώσει δεκάδες βιβλία και άρα αυτοί ήταν οι δάσκαλοι του Τόλκιν.
Τι συμβαίνει, όμως με το «κατώφλι της ενηλικίωσης» και μιαν όρεξη «που έφερε σε πλήρη άνθιση ο πόλεμος»; Πριν μερικές εβδομάδες είχα μια συζήτηση με έναν από τους εξέχοντες ειδικούς της Γερμανίας στην φανταστική λογοτεχνία, το Δρ. Χέλμουτ Πες, ο οποίος ήταν ο πρώτος άνθρωπος στη χώρα μου που έγραψε την διδακτορική του διατριβή πάνω στην φανταστική λογοτεχνία το 1981. Τυχαίνει να είναι και ο ίδιος γλωσσολόγος, όντας έτσι πολύ καταλληλότερος να κατανοήσει το σκεπτικό του Τόλκιν από εμένα, που είμαι κατά βάση ιστορικός. Μου είπε, λοιπόν, ότι εκείνος πιστεύει πως ο Τόλκιν άρχισε να γράφει ποιήματα και ιστορίες λίγο πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο, ακριβώς λόγω των γνωστικών βάσεων και της παιδείας που είχε στη γλωσσολογία. Εκείνη την εποχή, η επικρατούσα μέθοδος ιστορικής έρευνας στη γλωσσολογία επικεντρωνόταν στην εξεύρεση και ένταξη ολοκληρωμένων κειμένων, στην δημιουργία ενός corpus κάποιας συγκεκριμένης γλώσσας, όπως π.χ. η Αγγλοσαξωνική. Να μπορούν να προμηθεύσουν γραμματικούς κανόνες, να επιμελούνται χειρόγραφα, να ανακαλύπτουν παλαιότερες, μη- υπαρκτές λέξεις. Αν αναφερθώ στο «κόσμο του αστερίσκου», όλοι όσοι έχετε γλωσσολογικές γνώσεις θα ξέρετε τι θέλω να πω. Για όσους δεν το γνωρίζουν: ο αστερίσκος χρησιμοποιούταν για λέξεις, οι οποίες υποτίθεται ότι είχαν υπάρξει κάποτε βάσει συγκρίσεων σε διαφορετικές γλώσσες και των υπαρχόντων στοιχείων. Έπρεπε να έχουν υπάρξει, αλλά δεν έχουμε γραπτά στοιχεία γι αυτές.
Προσπαθήστε τώρα, να φανταστείτε έναν νεαρό στο άνθος της ηλικίας του, που μόλις είχε τελειώσει το πανεπιστήμιο, που είχε διαβάσει αμέτρητα βιβλία και είχε ήδη γράψει ο ίδιος μια πλήρη δωδεκάδα τετραδίων πάνω στα διάφορα θέματα που είχε μελετήσει, να πηγαίνει στον πόλεμο. Και έτσι, να βρίσκεται σε έναν κόσμο, όπου δεν υπήρχε καμιά γραπτή ύλη εκτός από το λιγοστά γράμματα των υφισταμένων του, τα οποία έπρεπε να λογοκρίνει και τις αναφορές προς τους προϊσταμένους του. Ούτε βιβλιοθήκες, ούτε βιβλία ή περιοδικά. Σε αυτό το σημείο, το νεαρό αυτό πνεύμα, το μυαλό του πολλά υποσχόμενου ακαδημαϊκού αναλαμβάνει δράση προσπαθώντας να δημιουργήσει μόνος του ένα corpus, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει αυτής της περιόδου. Εφευρίσκει ιστορίες, που λέγονται γύρω από τη φωτιά, ποιήματα για τραγικούς ήρωες, που τα τοποθετεί σε πολιτισμικά πλαίσια χρησιμοποιώντας ιδιαίτερες γλώσσες για όλους τους λαούς που εμπλέκονται σε αυτά. Τελειοποιεί τώρα γραμματικούς κανόνες, αλφαβητικά ευρετήρια, λεξικά και ιστορικές αφηγήσεις, που δούλευε ήδη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επί μια δεκαετία.
Το γιατί ο Τόλκιν σκόπευε να γίνει ποιητής είναι ένα πολύ προσωπικό ζήτημα. Η επιθυμία για δημιουργία δεν υπάρχει στον καθένα και το να δοθεί σε κάποιον μια τέτοια ευκαιρία αλλά και να μπορέσει να την αδράξει είναι ακόμα πιο σπάνιο. Το να είναι κανείς συγγραφέας ή ποιητής και μάλιστα επιτυχημένος ισχύει για ελάχιστους ανθρώπους σε οποιαδήποτε χώρα. Ιδιαίτερα αν κάποιος είναι καθηγητής Αγγλοσαξωνικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδη την δεκαετία του ’30, κάτι τέτοιο δεν είναι το προσδοκώμενο.
Και όμως, μια κύρια πηγή έμπνευσης ίσως να υπήρξε το ίδιο εκείνο υλικό, το οποίο έπρεπε να μελετήσει τόσο στο σχολείο Κινγκ Έντουαρτ’ς, όσο και στο Κολλέγιο του Έξετερ, όπου πήρε το πτυχίο του στην Αγγλική Γλώσσα και Λογοτεχνία. Ήταν στην «Γραμματική» του Έλλιοτ, που ο Τόλκιν πρωτοσυνάντησε τον Κουλέρβο, αυτόν που παντρεύτηκε την αδελφή του χωρίς να την γνωρίζει και σκοτώθηκε από το σπαθί του που μιλούσε. Ήταν από το βιβλίο των Γράιμ-Βύλκερ που απέκτησε την στενή του επαφή με τον Μπέογουλφ και τη μητέρα του Γκρέντελ. Στον Σουίτ βρήκε τα αινίγματα, των οποίων μια απλουστευμένη εκδοχή εμφανίζεται στο «Χόμπιτ». Και τι το κοινό έχουν όλα αυτά τα κείμενα; Καθώς προέρχονται από την προφορική παράδοση, είναι γραμμένα σε μέτρο, έτοιμα να απαγγελθούν, να τραγουδηθούν στα ανάκτορα κάποιου άρχοντα για τη διασκέδαση των καλεσμένων του. Αυτό είναι ποίηση, τουλάχιστον κατά τη δική μου γνώμη. Αν και το μεγαλύτερο μέρος μπορεί να καταταγεί στο κατώτερο είδος του παρηχητικού στίχου, πάντως είναι ποίηση, είναι έπος και πρέπει να παρουσιαστεί με τρόπο τελείως διαφορετικό από τα σύγχρονα διηγήματα. Πρέπει να παρουσιαστεί με τον τρόπο του βάρδου, του παραμυθά και όχι απλά να διαβαστεί. Και πώς αντιδρά άραγε ένα γόνιμο μυαλό, με ενδιαφέρον για τις γλώσσες και την ιστορία τους, εξασκημένο στην προφορική παράδοση και τα κείμενα της Παλαιάς Αγγλικής και των παλαιών Σκανδιναβικών γλωσσών, στην ποσότητα γνώσεων που δεχόταν επί χρόνια με αυστηρά ακαδημαϊκή δομή; Αρχίζει να δημιουργεί γλώσσες, αρχίζει να ζωγραφίζει, να κάνει καλλιγραφία και να γίνεται ποιητής.
Υπάρχει, όμως, κάτι που θεωρώ λάθος και το έχω βρει σε όλα τα βιβλία που έχουν γραφτεί για τον Τόλκιν. Το ότι όλοι προσπαθούν να εξηγήσουν τη ζωή του και το έργο του βασιζόμενοι στο ότι υπήρξε στρατιώτης στη μάχη της Σωμ. Το ότι ένοιωσε την ανάγκη να γράψει, το ότι χρειάστηκε ένα ποίημα για να εκφράσει σκέψεις και αισθήματα, δεν το οφείλουμε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο κι αν η απώλεια και ο θάνατος παίζουν κύριο ρόλο στα γραπτά του.
Από τότε που ξεκίνησα να γράφω αυτό εδώ το κείμενο, κατάλαβα ότι υπάρχουν πολλά πεδία μαχών για όλους μας, ακόμα κι αν δεν είμαστε στρατιώτες. Αυτό αλήθευε σίγουρα και πριν εκατό χρόνια, έστω και κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες. Ναι, ο Τόλκιν υπήρξε στρατιώτης, αλλά ο Γκαρθ, η Κρόφτ και πολλοί άλλοι συγγραφείς υπερτιμούν την επίδραση του πολέμου επάνω του. Είναι δύσκολο να το κρίνω εγώ, πιστεύω όμως πως η Κροφτ καταλήγει άθελα της σε ένα συμπέρασμα, που ούτε επεδίωξε, ούτε εξέφρασε. Σε πλήρη αντίθεση με όλους τους σύγχρονούς του συγγραφείς, που αναφέρονται στο βιβλίο «Ο Μεγάλος Πόλεμος και η Σύγχρονη Μνήμη» του Ράσσελ, ο Τόλκιν δεν ακολουθεί την λογοτεχνική οδό της σάτιρας και της ειρωνείας, που επέλεξαν σχεδόν όλοι οι άλλοι.
Κι αυτό γιατί, όπως έχει δηλώσει πολλάκις ο ίδιος στις επιστολές του, η απώλεια και ο θάνατος τον συντρόφευαν από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ο Τόλκιν έχασε τον πατέρα του πολύ μικρός, την μητέρα του στα δώδεκα. Ως ορφανό έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν κόσμο που πολύ λίγα είχε να του υποσχεθεί για το μέλλον. Πέραν αυτού, αναγκάστηκε να φύγει από την γενέτειρα του Νότια Αφρική και να ζήσει στην επαρχιακή Αγγλία, την οποία εγκατέλειψε λίγο αργότερα για το βιομηχανικό Μπέρμιγχαμ, αφήνοντας πίσω του την ηρεμία της εξοχής για την πολύβουη μητρόπολη. Αυτή η αναγκαστική μετοίκηση άσκησε ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις επάνω του. Ανέτρεξα σε πολλά συγγράμματα ψυχιατρικής, αν και δυστυχώς όχι εκείνα που αναφέρονται στο μετατραυματικό στρες που παρουσίασαν οι στρατιώτες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι σχημάτισα τη γνώμη, ότι οι απώλειες που βιώνονται στην παιδική και εφηβική ηλικία προκαλούν τα βαθύτερα και τα πλέον ανεξίτηλα τραύματα, και όχι αυτές που βιώνει ένας εικοσάρης αξιωματικός επικοινωνιών σχετικά μακριά από τη μάχη. Ήταν, για τα στάνταρ της εποχής, μορφωμένος, καλά εκπαιδευμένος για αξιωματικός, με πολλά προνόμια σε σύγκριση με έναν απλό στρατιώτη και, κατά πάσα πιθανότητα, ποτέ δεν πολέμησε στην Ουδέτερη Ζώνη, ούτε καν την πλησίασε, διότι δεν θα είχε νόημα να τοποθετούν τηλεπικοινωνιακές καλωδιώσεις εκεί που μπορούσε να τις βρει ο εχθρός. Όταν ο Τόλκιν είδε τους τεράστιους κρατήρες που δημιουργούσε το γερμανικό πυροβολικό δεν θα σοκαρίστηκε τόσο, όσο όταν έχασε τους γονείς του και τον τόπο που αγαπούσε. Και δεν θα αναφερθώ καν στην δύσκολη ερωτική ιστορία του με την Ήντιθ Μπρατ, και το βάρος που αυτή έριχνε στην ψυχή του επί τρία ολόκληρα χρόνια, καθώς ο κηδεμόνας του, πατέρας Μόργκαν, δεν του επέτρεπε ούτε να την συναντά.
Αλήθεια, υπάρχουν πολλά περισσότερα πεδία μάχης για την ανθρώπινη ψυχή από τα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Τόλκιν γνώριζε την απώλεια, τον πόνο και τον θάνατο από πρώτο χέρι. Δεν χρειάστηκε να δει ξένους στρατιώτες να πεθαίνουν για να γίνει μάρτυρας του κόστους που επέφεραν η κατάχρηση εξουσίας και το τέλος του θαυμαστού απομονωτισμού της Μεγάλης Βρετανίας. Οι προσωπικές του μάχες είχαν ξεκινήσει σε τρυφερή ηλικία με τον θάνατο του πατέρα και την οικονομική εξαθλίωση της οικογένειας του. Δεν είναι παράξενο, ότι ένα τόσο δημιουργικό πνεύμα, ερχόμενο σε επαφή με τις μέγιστες Ελληνικές και Ρωμαϊκές ιστορίες και με τα αγγλοσαξωνικά και σκανδιναβικά έπη, θέλησε να κάνει ότι και αυτοί, ακολουθώντας την ίδια την έννοια των Κλασσικών: «Ποιώ» = «δημιουργώ».
Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.
Ο Marcel συνεχίζει την μελέτη του έργου του Τόλκιν και παρακολουθεί όλα όσα συμβαίνουν γύρω από αυτό. Ακολουθήστε τον κι εσείς στο www.thetolkieniest.com